Η πολυμέρεια του Μπάιντεν δεν σχετίζεται με συμμετοχή σε ένα συλλογικό οργανισμό ασφάλειας όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι ένας ευφημισμός, ο οποίος περιγράφει την ψυχροπολεμική επιμονή της στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ στη σύγχρονη εποχή. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη δύναμη και την ανάπτυξή της την καθιστά ανίκανη να ανταποκριθεί στον εξωτερικό ανταγωνισμό με έναν κανονικό τρόπο, που είναι ο ζωτικός μηχανισμός για την προώθηση της ψηφιακής συμφωνίας.
του Έρολ Ούσερ*
Στις 12 Μαρτίου 2021, τέσσερις χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Ινδία και η Αυστραλία, δήλωσαν ότι θα ενισχύσουν την αμοιβαία συνεργασία τους με μια σύνοδο κορυφής. Ένα από τα μέτρα που προσδιόρισαν έγκειται στη σύσταση μιας ομάδας εργασίας για την προώθηση της αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των τεσσάρων χωρών στη διανομή εμβολίων κατά του COVID-19, την κλιματολογική αλλαγή και τις βασικές και προηγμένες τεχνολογίες. Σύμφωνα με κάποιες αναλύσεις, η συνεργασία των τεσσάρων χωρών σε βασικούς και προηγμένους τεχνολογικούς τομείς αντανακλά συγκεκριμένα τη λεγόμενη τεχνική συνεργασία μεταξύ χωρών που ασπάζονται παρόμοιες αξίες. Λαμβάνοντας ως τυπικό παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες του Μπάιντεν, οι δυτικές χώρες την εκλαμβάνουν ως σημαντικό μέτρο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικής τους κατάστασης και η σχετική δράση θα έχει προφανώς κάποιο αντίκτυπο. Προς το παρόν, τέτοια μέτρα μπορούν να προσδιοριστούν σε ψηφιακές συμφωνίες, στο τελευταίο πλαίσιο της ψηφιακής επανάστασης, αλλά διαιωνίζουν τις εθνικές συμμαχίες, την παραδοσιακή μορφή διπλωματίας που ασκείται στις διεθνείς σχέσεις από τον 17ο αιώνα.
Ο ρυθμός με τον οποίο έχει αλλάξει η κατανομή εξουσίας στο διεθνές σύστημα ξεπέρασε τις δυτικές προσδοκίες, γεγονός που εξηγεί την ανάπτυξη της ψηφιακής συμφωνίας. Η συμμαχία είναι μια θεσμοθετημένη ρύθμιση με σαφώς αντιληπτούς (και μερικές φορές φανταστικούς) εξωτερικούς εχθρούς.
«Όλες οι χώρες που είναι μέλη της συμμαχίας στοχεύουν στον κοινό εχθρό εντός του γνωστικού τους πλαισίου. Η ουσία και ο πυρήνας της πολυμέρειας που υποστηρίζει η κυβέρνηση Μπάιντεν, αφού ανέλαβε την εξουσία, έγκειται στην ενίσχυση του διεθνές συστήματος συμμαχίας, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να βρίσκονται στον πυρήνα του συστήματος και την Κίνα και τη Ρωσία ως βασικοί στόχοι».
Με άλλα λόγια, η πολυμέρεια του Μπάιντεν δεν σχετίζεται με συμμετοχή σε ένα συλλογικό οργανισμό ασφάλειας όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι ένας ευφημισμός, ο οποίος περιγράφει την ψυχροπολεμική επιμονή της στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ στη σύγχρονη εποχή.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη δύναμη και την ανάπτυξή της την καθιστά ανίκανη να ανταποκριθεί στον εξωτερικό ανταγωνισμό με έναν κανονικό τρόπο, που είναι ο ζωτικός μηχανισμός για την προώθηση της ψηφιακής συμφωνίας. Όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του ατομικιστικού καπιταλισμού της Silicon Valley είναι προφανή στην ανάπτυξη των αναδυόμενων τεχνολογιών: Δεν μπορεί πραγματικά να ανταγωνιστεί με έναν συμβατό ανταγωνιστή, αλλά πρέπει να βασίζεται στα ασύμμετρα μέτρα προστασίας που παρέχονται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ σε κρίσιμα στιγμές. Στη δεκαετία του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο της G7 κατέστειλαν με επιτυχία τον συνολικό αντίκτυπο και την πρόκληση της Ιαπωνίας στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας μέσω των ασύμμετρων πολιτικών και στρατιωτικών πλεονεκτημάτων της, και τελικά πέτυχαν να διασπάσουν και να περιθωριοποιήσουν την Ιαπωνία με αποτέλεσμα να διαδραματίσει δευτερεύοντα, βοηθητικό ρόλο στη βιομηχανική αλυσίδα. Το 2018, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχείρησαν να καταστείλουν την Κίνα με τον ίδιο τρόπο. Η εμπειρία κατά την προεδρία του Τραμπ κατέδειξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να βασίζονται αποκλειστικά στη δική τους δύναμη για να αναγκάσουν την Κίνα να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις βραχυπρόθεσμα με προσιτό κόστος. Προϊούσης της θητείας της, προτείνοντας το «Καθαρό Δίκτυο» και άλλα έργα, η κυβέρνηση Τραμπ επέδειξε την πρόθεσή της να ενισχύσει τις ψηφιακές συμφωνίες και τη διεθνή συμμαχία των ΗΠΑ βελτιώνοντας την τεχνική τους, για να καταπολεμήσουν από κοινού την απειλή της Κίνας. Η κυβέρνηση του Μπάιντεν, εναλλακτικά, διατύπωσε την επιθυμία να οικοδομήσει αποτελεσματική συνεργασία με τις λεγόμενες «ομοϊδεάτισσες» χώρες. Ο Μπάιντεν θα καθιερώσει τεχνικά πρότυπα που θα περιλαμβάνουν συγκεκριμένες τιμές — τιμές που προτιμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση. Πρόκειται για ένα ασύμμετρο παιχνίδι· για ένα σύστημα επιλεκτικού προστατευτισμού που διατηρεί τα χαρακτηριστικά της πολιτικής και ηθικής νομιμότητας, αλλά παραβιάζει ουσιαστικά τους βασικούς κανόνες του διεθνούς συστήματος και της παγκόσμιας οικονομίας. Έχει καταστεί η κύρια τακτική για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτουν η Κίνα και η Ρωσία, από τη σκοπιά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η προτίμηση των Ηνωμένων Πολιτειών για ψηφιακές συμφωνίες αποδεικνύει σαφέστατα ότι πρόκειται για μια ρεαλιστική χώρα που προτιμά τα σχετικά κέρδη. Στη θεωρία των διεθνών σχέσεων, η βασική διαφορά μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού και του νεορεαλισμού έγκειται στο ότι οι νεοφιλελεύθεροι πιστεύουν ότι τα κράτη προτιμούν τα απόλυτα οφέλη — η προώθηση των οφελών ενός κράτους αρκεί για να το παρακινήσει να συμμετάσχει στη διεθνή συνεργασία. Οι νεορεαλιστές πιστεύουν ότι τα κράτη αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στα σχετικά οφέλη, δηλαδή στα πλεονεκτήματα έναντι άλλων χωρών.
«Εάν η συνεργασία επηρεάζει το κυρίαρχο καθεστώς της ηγεμονίας, τότε προτιμά κάποιος να είναι «ο σκύλος μέσα στη φάτνη» για να καταστρέψει τη συνεργασία, ακόμη και αν μια τέτοια απόφαση δεν είναι ούτε οικονομική ούτε λογική».
Πρακτικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προτιμά να ντύσει την ψηφιακή της συμφωνία με υποβλητικά λόγια, όπως ελευθερία, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, ιδιωτικότητα, ευημερία και ανάπτυξη για να ενισχύσει και να προωθήσει τα χαρακτηριστικά της τεχνικής συνεργασίας της διατλαντικής συμμαχίας μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης, που έχει αναδείξει ξεκάθαρα και συνεχώς ότι ο βασικός σκοπός των Ηνωμένων Πολιτειών στην οικοδόμηση μιας ψηφιακής συμφωνίας δεν είναι άλλος από τη διατήρηση και τη προστασία της ηγεμονίας τους. Ωστόσο, τα σχετικά μέτρα είναι καταδικασμένα να αποτύχουν και να μην αποφέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα λόγω δύο ενδογενών δομικών ελαττωμάτων.
Κατ’ αρχάς, η επιδίωξη της ηγεμονίας που περιλαμβάνεται στην ψηφιακή συμφωνία περιέχει μια ενδογενή ένταση στην αναπτυξιακή τάση της σύγχρονης τεχνολογίας αιχμής. Η σύναψη ψηφιακών συμφωνιών μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και ευρωπαϊκών χωρών προστατεύει ουσιαστικά τα ηγεμονικά πλεονεκτήματα και τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, αυτή η υποστήριξη αντιτίθεται ριζικά και άμεσα στην ενδογενή τάση, την κατεύθυνση της ανάπτυξης, και στη βασική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της τεχνολογίας αιχμής. Η ψηφιακή τεχνολογία πρέπει να αναπτυχθεί σε μια παγκόσμια ολοκληρωμένη αγορά με υψηλή ταχύτητα και αποτελεσματική ροή στοιχείων για να μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματά της και να αποφέρει τα πιο σημαντικά οφέλη. Ψηφιακές συμφωνίες που χρησιμοποιούν μη τεχνικά και μη οικονομικά πολιτικά-ιδεολογικά στοιχεία για την εσκεμμένη δημιουργία γεωπολιτικών ορίων στην τεχνολογική ανάπτυξη θα οδηγήσουν τελικά σε αφροσύνη, αν η ιστορία χρησιμεύει ως παράδειγμα.
Κατά δεύτερον, οι ψηφιακές συμφωνίες συνιστούν εκφάνσεις του προστατευτισμού μιας ηγεμονικής χώρας, ακόμη και αν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν μπορούν πραγματικά να εγκρίνουν αυτήν την εξαιρετικά εγωκεντρική συμφωνία. Κάθε φορά που η κυβέρνηση των ΗΠΑ, είτε υπό τον Τραμπ είτε τον Μπάιντεν, έχει υιοθετήσει εχθρικές ή ανταγωνιστικές πολιτικές έναντι της Ρωσίας και της Κίνας, έχει επίσης καταφύγει σε οικονομικές κυρώσεις, πολιτική καταδίκη και άλλα περιοριστικά μέτρα εναντίον των εταίρων της ΕΕ, οι οποίοι κινούνται εντός του πλαισίου της ψηφιακής συμφωνίας, όταν οι συνεργάτες δεν συμμορφώνονται με τις οδηγίες των ΗΠΑ. Κατά το παρελθόν, η ιστορία έχει αποδείξει ότι όταν ένα σύστημα συμμαχίας έχει υποβιβασθεί εντελώς σε ένα εργαλείο στα χέρια του πιο ισχυρού κράτους, σύντομα θα πιαστεί στο δίχτυ της αβεβαιότητας.
Καθώς ο κόσμος εισέρχεται στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας, η σύναψη και η υπογραφή ψηφιακών συμφωνιών έχει καταστεί νέα τάση που αναδύεται στις διεθνείς σχέσεις με φόντο τις τεκτονικές αλλαγές στην ισχύ του διεθνούς συστήματος. Μπορεί να θεωρηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη κάνουν χρήση της παραδοσιακής αντίληψης περί «ισορροπίας ισχύος» για να διατηρήσουν τα πλεονεκτήματά τους στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και την ασύμμετρη ηγεμονική δομή. Ωστόσο, από την προοπτική των μελλοντικών αναπτυξιακών τάσεων, φαίνεται ότι γίνεται όλο και πιο προφανές ότι οι ενέργειες για την προάσπιση και την προστασία της ηγεμονίας θα δεχθεί σημαντικό πλήγμα.
*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.