Το Πολυτεχνείο ως επέτειος και το Πολυτεχνείο ως εορτασμός αυτής της επετείου είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Το πρώτο είναι η υπενθύμιση για μία σημαντική στιγμή της ελληνικής ιστορίας που αφορά στην έμπρακτη αντίσταση κατά του ολοκληρωτισμού της Χούντας. Το δεύτερο είναι η αδυναμία μας να τιμήσουμε αυτή τη στιγμή ως έθνος συνολικά και, ειδικότερα, είναι η κυριότερη έκφραση του μπάχαλου και της ανοχής μας στην παραβατικότητα.

του Μιχάλη Δεμερτζή

Για αυτό και κάθε χρόνο έχουμε τα ίδια και τα ίδια στους «εορτασμούς» για το Πολυτεχνείο. Φέτος, λ.χ., στο ΑΠΘ, μία ομάδα κουκουλοφόρων διέλυσε την είσοδο της Πολυτεχνικής Σχολής για να χρησιμοποιήσει τα μάρμαρά της σαν πολεμοφόδια εναντίον των αστυνομικών και, όταν έφυγε, άφησε το σημείο μισοκαμένο και με έντονη την οσμή της βενζίνης από τις καύσεις μολότοφ. Κάθε χρόνο οι ίδιες ειδήσεις, με μικρές παραλλαγές…

Αυτοί οι κουκουλοφόροι, γνωστοί και ως αντιεξουσιαστές, «τίμησαν» την ημέρα παίζοντας τους αντάρτες ενάντια στο καθεστώς. Έτσι κάνουν, είναι η φαντασίωσή τους αυτή και ευλογούν τις αφορμές που τους δίνονται για να βγάλουν τον επαναστάτη από μέσα τους. Και, δεδομένων των επαναστατικών τους ψευδαισθήσεων, το ερώτημα είναι: Ποια η διαφορά τους από αυτούς που περιπαικτικά αποκαλούμε ψεκασμένους;

Βλέπετε, και οι ψεκασμένοι σε μία παράλληλη πραγματικότητα ζουν και μάλιστα, πολλές φορές, κάνουν κι αυτοί το δικό τους αγώνα για να την επιβάλλουν. Θα μου πείτε, οι συνωμοσιολογίες που τους χαρακτηρίζουν δεν συνιστούν ενιαία ιδεολογία και, θεωρητικά, η ιδεολογία είναι που ενώνει όλες αυτές τις ομάδες αναρχικών και αντιεξουσιαστών. Τι είναι ιδεολογία όμως κατά βάση; Είναι όταν βλέπεις τον κόσμο γύρω σου και, ανταποκρινόμενος σε αυτόν, βάζεις αξιακές προτεραιότητες σύμφωνα με τις οποίες θέλεις να ζεις. Αυτές οι προτεραιότητες είναι η ιδεολογία σου.

Όταν, όμως, για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορείς να επεξεργαστείς αυτά που βλέπεις και δημιουργείς την ολόδική σου πραγματικότητα, τότε δεν μιλάμε τόσο για ιδεολογία, όσο για παραμύθι. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με τους συνωμοσιολόγους δηλαδή, οι οποίοι φτιάχνουν τον κόσμο στα μέτρα τους ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, στα μέτρα του αντανακλαστικού αντισυστημισμού τους. Γιατί, όταν έχεις μεγαλώσει νομίζοντας ότι η ζωή δεν χρειάζεται κόπο ή ότι τα δικαιώματα προηγούνται των ευθυνών, το πρώτο πράγμα που σου φταίει όταν κάτι δεν σου αρέσει ή πηγαίνει στραβά είναι «το σύστημα». Και εδώ, αντιεξουσιαστές και ψεκασμένοι ταυτίζονται.

Απλά ανάμεσά τους αλλάζει λίγο η ορολογία. Το βασικό νόημα πάντως είναι το ίδιο… Για παράδειγμα, ό,τι είναι σήμερα η «χούντα» ή «το καθεστώς» για τους αντιεξουσιαστές, είναι η «εβραιομασονία» για τους ψεκασμένους. Ο νεοφιλελευθερισμός, δε, όπως τον εννοούν οι πρώτοι, είναι κάτι σαν τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών για τους δεύτερους. Επίσης, οι αντιεξουσιαστές και οι αναρχικοί γενικώς χρησιμοποιούν τους όρους «το Κεφάλαιο» και «το χέρι των αγορών» με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι ψεκασμένοι χρησιμοποιούν το «η Παγκόσμια Διακυβέρνηση» ή «η Νέα Τάξη Πραγμάτων»…

Το άλλο που έχουν κοινό μεταξύ τους είναι η ιδέα ότι όλοι οι υπόλοιποι δεν είμαστε αρκετά διαβασμένοι ή, κοινώς, «ψαγμένοι» και ότι δεν είμαστε καθόλου μάχιμοι όπως αυτοί. Το μεγάλο πρόβλημα με τους αντιεξουσιαστές, ωστόσο, είναι ότι η μάχη τους ταυτίζεται με τη βία. Για αυτό και επάνω στο μέτρο γραφικότητας που ξεκινά από το «άκακος» και φτάνει στο «επικίνδυνος», εκείνοι ανήκουν ξεκάθαρα στο δεύτερο άκρο. Με δυο λόγια, μπορείς να είσαι ψεκασμένος χωρίς να είσαι αντιεξουσιαστής, αλλά αν είσαι αντιεξουσιαστής, σίγουρα είσαι και ψεκασμένος…