«Ακούμε συχνά όταν γίνεται λόγος για τη διαδικτυακή πλατφόρμα airbnb να χρησιμοποιούνται θετικές λέξεις που αναφέρονται σε οικονομία διαμοιρασμού, βιωσιμότητα, ανάπτυξη τουρισμού των πόλεων κ.α. Στην πραγματικότητα το να μοιράζεσαι κάτι είναι μια διαφορετική φιλοσοφία. Το να νοικιάζεις το σπίτι σου, δεν έχει να κάνει με το μοίρασμα και τη βιωσιμότητα αλλά με το κέρδος», είπε ο διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Hotelschool The Hague, δρ Τζερόν Όσκαμ (Jeroen Oskam) μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στο περιθώριο του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου τουρισμού TOURMAN 2019, που διεξάγεται μέχρι τις 27 Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη, με θέμα: “Tourism, travel and hospitality at crossroads: The way ahead”.
Όπως επεσήμανε ο κ. Όσκαμ, το airbnb δεν είναι κάτι άλλο από μια τουριστική επιχείρηση που όμως προβάλλει ένα ιδεαλιστικό αφήγημα. «Το αφήγημα γύρω από τα airbnb παρουσιάζει τα ξενοδοχεία ως “Γολιάθ” και τα airbnb ως “Δαυίδ”, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα airbnb είναι μια πολυεθνική εταιρεία και πολλά από τα ξενοδοχεία είναι μικρές εταιρείες. Η εικόνα που προωθείται είναι παραπλανητική», είπε ο κ. Όσκαμ και πρόσθεσε: «Εγώ είμαι απλώς ερευνητής και επισημαίνω τα προβλήματα. Το airbnb διώχνει τους κατοίκους από το κέντρο της πόλης, υπό την έννοια ότι όσοι έχουν σπίτια προτιμούν να τα μετατρέπουν σε τουριστικά καταλύματα. Σε διάφορες πόλεις, όπως άρχισε να γίνεται και στην Αθήνα, οι επενδυτές τείνουν να είναι περισσότεροι από τους απλούς ανθρώπους στο κέντρο της πόλης».
«Ακούσαμε νωρίτερα στο συνέδριο ότι οι τουρίστες επιλέγουν τη Θεσσαλονίκη για τον κόσμο της, για τους ανθρώπους της. Το airbnb το αλλάζει αυτό, επειδή οι κάτοικοι απομακρύνονται από το κέντρο της πόλης και δίνουν τα σπίτια τους. Αυτό δημιουργεί κοινωνική και πολιτιστική μη βιωσιμότητα και αυξάνει την ανισότητα στις πόλεις», επεσήμανε ο κ.Όσκαμ.
Σύμφωνα με τον ερευνητή, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να θέσουν οι κυβερνώντες αυστηρούς κανόνες και να ασκούν έλεγχο, σπάζοντας τη μυστικότητα που περιβάλει την εν λόγω πλατφόρμα και να ζητήσουν στοιχεία και δεδομένα. «Αυτό έχει γίνει για παράδειγμα στην Βαρκελώνη, στο Σαν Φρανσίσκο αλλά και στην Ιαπωνία», συμπλήρωσε.
«To airbnb γεννήθηκε από την ανάγκη των ανθρώπων να επιβιώσουν οικονομικά και όχι από επιλογή. Δεν είναι ελεύθερη βούληση, είναι αυτοάμυνα λόγω της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισαν πολλές χώρες», σημείωσε ο κ.Όσκαμ.
Αναφερόμενος στις μελέτες που έχει κάνει, ο κ. Όσκαμ εξηγεί πως «σε ό,τι αφορά τους καταναλωτές το airbnb προσφέρει αυτονομία και τη δυνατότητα να είσαι αυθεντικός. Να νοιώθεις σαν ντόπιος και να μπορείς να λειτουργείς ελεύθερα. Βολεύει επίσης στις οικογένειες, καθώς τα περισσότερα ξενοδοχεία δεν προσφέρονται για τη φιλοξενία μιας οικογένειας σε ενιαίο χώρο».
Αυτό που πρέπει να δουν οι προορισμοί, σύμφωνα με τον κ.Όσκαμ, είναι το πώς θα αναπτυχθεί ο τουρισμός με βιώσιμο τρόπο. «Χρειάζονται μελέτες για να μη γίνει για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη Σαντορίνη ή Άμστερνταμ, να μην φτάσει δηλαδή στο άλλο άκρο, αυτό του υπερτουρισμού», τόνισε.
Προσεκτικός σχεδιασμός του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης
Η Θεσσαλονίκη αλλά και γενικότερα η Ελλάδα, παρόλο που είναι ένας δημοφιλής προορισμός δεν έχει σταθερό σχέδιο τουριστικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστήμιου Zayed στο Αμπου Ντάμπι, Ανέστη Φωτιάδη. «Δεν αξιοποιούμε τα κίνητρα, τα πλεονεκτήματα και τα έξτρα που μπορούμε να προσφέρουμε ως προορισμός για τη δημιουργία ενός αφηγήματος και την υλοποίηση ενός σχεδίου προβολής. Αυτό για να γίνει χρειάζεται να προηγηθεί έρευνα αλλά και σταθερότητα, ώστε το όποιο πλάνο καταρτιστεί να υλοποιηθεί και να μην επηρεάζεται από τις πολιτικές μεταβολές», σημείωσε. «Τα πράγματα, είπε, αλλάζουν πολύ γρήγορα χάρη στην τεχνολογία και πρέπει να είμαστε έτοιμοι».
Σημαντικό επίσης είναι, στο πλαίσιο αυτό, να γίνει προσεκτικός σχεδιασμός για να μην αναπτυχθεί ο τουρισμός σε βάρος της ποιότητας ζωής των ντόπιων, όπως επεσήμανε ο Σπύρος Αβδημιώτης, επ.καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος,. «Πρέπει να μετρήσουμε τη φέρουσα ικανότητα, δηλαδή πόσους τουρίστες μπορεί να δεχτεί μια περιοχή χωρίς να βάλουμε σε κίνδυνο κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και οικονομικούς πόρους», τόνισε ο κ. Αβδημιώτης.