H άρνηση των αγροτών να αποδεχθούν την πρόσκληση του πρωθυπουργού για συνάντηση και διάλογο επί συγκεκριμένων αιτημάτων, όπως και να το δει κανείς, εγείρει ζητήματα και ερωτήματα. Ειδικά αν υπολογίσει κανείς την απόφασή τους να στείλουν τα αιτήματα, να δεσμευτεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι θα τα υλοποιήσει και μετά να τον συναντήσουν.

Όπως ερωτήματα γεννά και η επιμονή στη συνέχιση των κινητοποιήσεων με προειδοποιήσεις περί κλιμάκωσης. Διότι όλοι συμφωνούν πως έχουν δίκαια αιτήματα, αλλά όταν κάνουν λόγο για «κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας», «κατώτερες εγγυημένες τιμές», «αφορολόγητο πετρέλαιο στη… μάνικα», «να μην περάσει ο ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ» και να παρέμβει η Βουλή στη Δικαιοσύνη ώστε «να παραγραφούν οι διώξεις των αγροτών» για τα επεισόδια και τις επιθέσεις στους αστυνομικούς, κάτι δεν πάει καλά.

Για παράδειγμα ποιος μπορεί να πει ότι το αφορολόγητο πετρέλαιο στη… μάνικα θα αφορά μόνο τα τρακτέρ; Ή να βεβαιώσει ότι δεν θα υπάρξει άλλους είδους… αξιοποίηση του αφορολόγητου πετρελαίου; Και για ποιο λόγο να μην περάσει ο ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ τη στιγμή που αυτή η απόφαση του πρωθυπουργού άνοιξε ουσιαστικά τον δρόμο για να αρχίσει η καταβολή των επιδοτήσεων;

Η συνέχιση των κινητοποιήσεων και η κλιμάκωση εν μέσω εορτών προκαλεί ήδη προβλήματα σε μια σειρά κλάδων της οικονομίας. Ακόμη και οι καθυστερήσεις στα τελωνεία με τους πολύωρους, πλέον, αποκλεισμούς, δημιουργούν σοβαρά ζητήματα σε παραγωγικές τάξεις αλλά και συνολικά στην οικονομία της χώρας, όσο και αν αυτό δεν ακούγεται ωραίο στα αυτιά των αγροτών και των κομμάτων που έχουν ανοίξει ομπρέλα πολιτικής κάλυψης πιστεύοντας ότι βρήκαν τη σπίθα που θα ανάψει τη φωτιά της αγανάκτησης σε βάρος της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.

Η κοινή δήλωση των θεσμικών φορέων της παραγωγής, της βιομηχανίας, της μεταποίησης, του εμπορίου και των εξαγωγών της Ελλάδας –Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ), Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ), Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ)– είναι ενδεικτική της κατάστασης που διαμορφώνεται.

«Η άρνηση διαλόγου υπονομεύει την εθνική παραγωγική και εξαγωγική προσπάθεια», αναφέρεται στην κοινή δήλωση και προστίθεται ότι «η χώρα δεν αντέχει άλλες χαμένες ευκαιρίες, ούτε άλλες σκόπιμες καθυστερήσεις σε ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα την παραγωγή, τη βιομηχανία, τη μεταποίηση, την απασχόληση και τις εξαγωγές».

Τονίζεται δε πως «το κόστος αυτής της στάσης δεν είναι πολιτικό· είναι οικονομικό και εθνικό. Όταν η πολιτεία καλεί σε διάλογο στο ανώτατο θεσμικό επίπεδο και η πρόσκληση απορρίπτεται, η ευθύνη παύει να είναι μονομερής. Η αποχή από τον διάλογο ισοδυναμεί με αποποίηση συμμετοχής στη λύση».

Δεν τίθεται θέμα κοινωνικής αυτοματοποίησης. Είναι η πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται και μέσα από την άρνηση των αγροτών και από τα τελεσίγραφα αλλά και από περίεργες δηλώσεις του στιλ «να φύγει ο Μητσοτάκης» που ακούστηκαν από αγροτοσυνδικαλιστές. Δεν είναι θέμα… τσαμπουκά η όλη κατάσταση, εκτός αν κάποιοι υποδαυλίζουν τη στάση των αγροτών για άλλους λόγους, ίδιους με αυτούς που συνδέονται με μια διαρκή προσπάθεια αλλαγών στο πολιτικό σκηνικό.

Η άρνηση διαλόγου υπονομεύει τα δίκαια εκ των αιτημάτων των αγροτών, ενώ ουσιαστικά ακυρώνει και τα όσα αναφέρουν λέγοντας πως θέλουν την κοινωνία δίπλα τους. Πολύ περισσότερο αν κλιμακώσουν, όπως λένε, τις κινητοποιήσεις τους.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».