Στη δεκαετία του 80 η Δυτική Ευρώπη είχε να διαχειριστεί ένα κύμα διαμαρτυριών, που ως αίτημα είχε τη λεγόμενη αποπυρηνικοποίηση και τον αφοπλισμό. «Διαβάζοντας» τις σχετικές διακηρύξεις όσων ενορχήστρωναν τις διαμαρτυρίες και τις πορείες, αλλά και με απόσταση σαράντα και πλέον χρόνων σήμερα, κανείς δεν θα μπορούσε να είναι αντίθετος.

Γιατί άραγε να μην έχουμε ειρήνη και να μπορούμε όλοι να απολαμβάνουμε τα αγαθά της; Όταν μάλιστα το βιοτικό πρόβλημα έχει επιλυθεί και το καρβέλι το ψωμί, βρίσκεται αυτονόητα σε κάθε τραπέζι; Τι ποιο αθώο κίνητρο από αγάπη και συμφιλίωση σε όλον τον κόσμο; Σε μια πιο αφελή εκδοχή της κουβέντας και οι χίπηδες, τα παιδιά των λουλουδιών, κάτι ανάλογο διεκδικούσαν. Αφού ο κόσμος έχει τόσο πλούτο, γιατί αυτός άραγε δε φτάνει για όλους μας; Η κληρονομιά των σοφών της Ελληνικής αρχαιότητας, είχε φαίνεται βρει τους συνεχιστές της.

Τα πράγματα ωστόσο, δεν ήταν τόσο απλά και ούτε τόσο ρόδινα. Το «κίνημα του αφοπλισμού» και της «ειρήνης» δεν ξεκίνησε τη δεκαετία του 80. Ήταν από τα βασικά προπαγανδιστικά εργαλεία διείσδυσης και στράτευσης πιστών, που εκπονούνταν από τα δίκτυα πληροφοριών της Σοβιετικής Ένωσης και των κατά καιρούς δορυφόρων της. Η δήθεν ειρήνη και συναδέλφωση μεταξύ των λαών, προυπέθετε κοινωνική ανατροπή και εξόντωση, όσων είχαν τα μέσα παραγωγής. Που στον ιδεατό σοσιαλιστικό παράδεισο δε θα
παρήγαγαν όπλα «για να σκοτώνονται οι λαοί», αλλά ψωμί και τροφή για να χορτάσουν οι πεινασμένοι. Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες.

Στη δεκαετία του 80 τα δήθεν κινήματα αποπυρηνικοποίησης είχαν ως πρώτο θέμα της ατζέντας τους, την απομάκρυνση των πυραύλων κρουζ και πέρσινγκ από την Ευρώπη. Πυραύλων που μπορούσαν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές και αποτελούσαν το αποτρεπτικό δέος, έναντι της υπεροπλίας σε συμβατικές δυνάμεις και όπλα των δυνάμεων του τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας. Που οι ηγήτορές τους, δεν θα είχαν κανένα ενδοιασμό
να τις στρέψουν στα «χειμερινά ανάκτορα» μιας ευημερούσας Δύσης, που η νεολαία της αναρωτιούνταν, γιατί οι άνθρωποι, δεν έκαναν έρωτα αντί για πόλεμο. Και που σίγουρα μια στρατιωτική εμπλοκή, που θα διευκολύνονταν και από την Πέμπτη Φάλαγγα, σε κάθε δυτική χώρα, που καθοδηγούνταν από την «Κομμουνιστική Διεθνή», θα εξυπηρετούσε το πιεσμένο από τα οικονομικά του αδιέξοδα, σοβιετικό καθεστώς. Το οποίο δεν άργησε να καταρρεύσει.

Σε τέτοιου είδους ροζ συννεφάκια, βρίσκονταν μεγάλα τμήματα των δυτικών κοινωνιών, τη δεκαετία του 80. Αντιμετώπιζαν με τη δική τους λογική της άνεσης-που κάποιες προηγούμενες γενιές είχαν θυσιαστεί για να τους παράσχουν- την αντίπαλη δύναμη, «που διψούσε» να τους καταστρέψει. Αν μη τι άλλο για τη δική της επιβίωση. Προσάναμμα στις στοχεύσεις της, ο φθόνος των πολιτών της ή για την ακρίβεια «κρατουμένων του
σοσιαλιστικού παράδεισού τους» για τους Δυτικούς, που τα είχαν όλα.

Σε ένα αντίστοιχο «ροζ σύννεφο» βρίσκονταν και οι δυστυχείς που γιόρταζαν για την ειρήνη και τη συναδέλφωση, στο πάρτυ στη Νεγκέβ, πριν τους κατασφάξουν τα ανθρωπόμορφα κτήνη, στις 7 Οκτωβρίου. Η ατμόσφαιρα του πάρτυ, φάνηκε όμως να έχει διαβρώσει και αυτούς που είχαν την ευθύνη της άμυνας και της φύλαξης. Και εκεί εντοπίζεται το πρόβλημα. Να θεωρείς δεδομένο ότι ο κόσμος είναι μόνο παράδεισος και δεν έχει ζούγκλα.

Το αίτημα για κατάπαυση και ακόμα για ανακωχή, προβάλει από διάφορους -και είναι πολλοί οι κύκλοι και τα κίνητρα- ως λογικό. Ωσάν το δράμα των αμάχων στη Γάζα να προέκυψε, αίφνης, από παλαβούς που αποφάσισαν να την ισοπεδώσουν. Ως ανήξεροι του αίματος, εμφανίζονται ακόμα και οι φονιάδες της 7ης Οκτωβρίου. Φτάσανε να αναρωτιούνται για το μετά. Λησμονούν ή θέλουν να συσκοτίσουν το πριν και το τώρα. Αφελές. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε την επανάληψή του. Και τα ροζ συννεφάκια κάποια στιγμή διαλύονται.