Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται ως «πρόεδρος της ειρήνης», αξιοποιώντας κάθε διεθνή σύγκρουση για να αναδείξει τις διαπραγματευτικές του ικανότητες και να ενισχύσει τη διεθνή του επιρροή, σύμφωνα με ανάλυση του Politico.

Παρά την επικείμενη εκστρατεία του 2024 με έμφαση στο «America First», ο Τραμπ στη δεύτερη θητεία του έχει εντείνει τις διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως αποτυπώνεται στη συνάντηση με τον Πούτιν.

Σε διάστημα μόλις έξι μηνών, ο Αμερικανός πρόεδρος ισχυρίζεται ότι έχει συμβάλει στη λύση έξι πολέμων, ανάμεσά τους οι συμφωνίες Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, Ιράν-Ισραήλ, Ινδίας-Πακιστάν και Αιγύπτου-Αιθιοπίας.

Η εμπλοκή του ποικίλλει, ενώ ορισμένες συμφωνίες —όπως η Καμπότζης-Ταϊλάνδης— έχουν ήδη κλονιστεί από νέα επεισόδια βίας. Οι επικριτές του, μεταξύ των οποίων ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τζον Μπόλτον, υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ συχνά προτάσσει τα οικονομικά οφέλη και τις προσωπικές φιλοδοξίες έναντι μιας σταθερής ειρήνης.

Ο Τραμπ φαίνεται να έχει έναν ξεκάθαρο στόχο: να κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης. Σύμφωνα με το Politico, έφτασε στο σημείο να επικοινωνήσει απευθείας με τον υπουργό Οικονομικών της Νορβηγίας για τη διαδικασία, ενώ πολλοί ξένοι ηγέτες, όπως ο Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο Χουν Μανέτ, στήριξαν την υποψηφιότητά του μετά από συμφωνίες που διευκολύνθηκαν από την Ουάσιγκτον.

Για τον Τραμπ, η διπλωματία συνδέεται άρρηκτα με τις εμπορικές σχέσεις: κάθε κατάπαυση του πυρός συνοδεύεται από οικονομικά οφέλη για τις ΗΠΑ.

Στη συνάντηση με τον Πούτιν, ο Τραμπ αντιμετωπίζει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του: να πείσει τον Ρώσο πρόεδρο να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αρχικά θεωρούσε το ζήτημα «το πιο εύκολο», πλέον όμως παραδέχεται ότι είναι «το πιο δύσκολο».

Επισήμως, η συνάντηση παρουσιάζεται ως «πρώτη επαφή», αλλά μπορεί να καθορίσει εάν η στρατηγική του «βασιλοποιού» θα αντέξει στις γεωπολιτικές προκλήσεις.