Σε ηλικία 92 ετών έφυγε σήμερα από την ζωή ο Κάρολος Παπούλιας. Στην πολιτική του πορεία διετέλεσε μεταξύ άλλων Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Κώστα Καραμανλή, ενώ ήταν στενός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου και υπήρξε υπουργός ή υφυπουργός σε όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεων του.
Η καταγωγή του, ταπεινή. Γεννήθηκε στο χωριό Μολυβδοσκέπαστος Ιωαννίνων και ήταν γιος του Υποστράτηγου Γρηγορίου Παπούλια, της ιστορικής τάξεως του 1911.Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου (Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και Διεθνείς Σχέσεις) και στη συνέχεια έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας (Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο). Η διδακτορική διατριβή του είχε τίτλο: “Erwerb und Verlust des unmittelbaren Besitzes im griechishen und deutschen Recht” («Η κτήση και η απώλεια της Νομής κατά το ελληνικό και γερμανικό δίκαιο»).
Υπήρξε συνεργάτης του γνωστού Ινστιτούτου Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Μονάχου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974) συνεργαζόταν τακτικά με την ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle καταγγέλλοντας το καθεστώς των Συνταγματαρχών. Στα νεανικά του χρόνια ήταν αθλητής πετοσφαίρισης, αγωνιζόμενος στον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος, ενώ υπήρξε και μέλος της Εθνικής Ομάδας. Επίσης υπήρξε πρωταθλητής Ελλάδος εφήβων στο άλμα επί κοντώ το 1947 και 1948 και αθλητής των 110 μέτρων με εμπόδια και του ακοντισμού.
Το 1974 εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ και εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Ιωαννίνων για 26 χρόνια (1977-2004). Στην πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου διορίστηκε Υφυπουργός Εξωτερικών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1984, για να αναβαθμιστεί στη συνέχεια σε Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών. Την περίοδο 1985-1989 διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών, ενώ στην οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα 1989-1990 διετέλεσε Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών επανήλθε το 1993, για να παραμείνει μέχρι το 1996 και την παραίτηση της Κυβέρνησης Παπανδρέου ενόψει της εκλογής του Κώστα Σημίτη στο αξίωμα του Πρωθυπουργού, ο οποίος τον αντικατέστησε με το μεγάλο εσωκομματικό του αντίπαλο Θεόδωρο Πάγκαλο. Τέλος, διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής. Ήταν νυμφευμένος με τη Μαρία Πάνου και έχει τρεις κόρες.
Η θητεία του ως Υπουργός Εξωτερικών.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπουργικής του θητείας ταυτίστηκε με μια διορατική και πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική. Τη δεκαετία του 1980 πρωταγωνίστησε σε όλες τις προσπάθειες επίλυσης του μεσανατολικού ζητήματος με κορυφαίο γεγονός την επιτυχή διαμεσολάβησή του για την ασφαλή αποχώρηση των εγκλωβισμένων μαχητών της παλαιστινιακής αντίστασης και του ίδιου του Γιάσερ Αραφάτ με ελληνικά πλοία από την Τρίπολη του Λιβάνου (1983).[εκκρεμεί παραπομπή]
Με την επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον το 1985 και την αντεπίσκεψη του τότε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζ. Σουλτς συνέβαλε σημαντικά στην επανατοποθέτηση και εξομάλυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων που τα προηγούμενα χρόνια είχαν δοκιμαστεί σκληρά.
Απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη δημιουργία στέρεων σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, είναι δε ενδεικτική η εξομάλυνση των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων και η θεσμοθέτηση της τριμερούς συνεργασίας Ιράν-Αρμενίας-Ελλάδας. Συνομίλησε με δώδεκα συνολικά Υπουργούς Εξωτερικών της Τουρκίας και ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη διαρκή και επίπονη προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η προσπάθεια αυτή κορυφώθηκε με την υπογραφή του Μνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ το 1988. Υποστήριξε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπό τον όρο του σεβασμού του διεθνούς δικαίου και του κοινοτικού συστήματος αξιών. Την τριετία 1993-96 υπήρξε σημαντική η συμβολή του στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα στο καθοριστικό για την ένταξη της Συμβούλιο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο Έσσεν.
Ως εκπρόσωπος της ελληνικής προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το δεύτερο εξάμηνο του 1994 συμμετείχε στην Ομάδα Επαφής για την πρώην Γιουγκοσλαβία, μαζί με τους Κρίστοφερ, Κίνκελ, Ζιπέ, Κόζιρεφ και Βαν ντερ Μπρουκ. Υπέγραψε την Ενδιάμεση Συμφωνία με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (13 Σεπτεμβρίου 1995), στην οποία η πΓΔΜ υποχρεώθηκε να αλλάξει τη σημαία της μετά το ελληνικό εμπάργκο.
Διατηρούσε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με όλους τους Βαλκάνιους ηγέτες και λειτούργησε κατ’ επανάληψη ως μεσολαβητής της ΕΕ. Είχε έντονο ενδιαφέρον για τις σχέσεις Ελλάδος με τις βαλκανικές χώρες και με δική του πρωτοβουλία πραγματοποιήθηκε η πρώτη διαβαλκανική διάσκεψη Υπουργών Εξωτερικών στο Βελιγράδι (1988), όπου πέτυχε την έναρξη συνομιλιών με τη Βουλγαρία και την τότε ΕΣΣΔ για τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Ο Κάρολος Παπούλιας υποστήριξε με αμείωτο ενδιαφέρον κάθε θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της ύφεσης της ειρήνης και του αφοπλισμού. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται: Η «πρωτοβουλία των έξι» για την ειρήνη και τον αφοπλισμό (Αλφονσίν, Ντελαντρίντ, Νυερέρε, Πάλμε, Γκάντι, Παπανδρέου). Η συμμετοχή στη Διάσκεψη για τον αφοπλισμό και την ειρήνη στην Ευρώπη, στη Διάσκεψη για την κατάργηση των χημικών όπλων, οι προτάσεις για τη δημιουργία αποπυρηνικής ζώνης στα Βαλκάνια, η προώθηση της ιδέας για τη μετατροπή της Μεσογείου σε θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας. Υπήρξε εμπνευστής της τριμερούς Διάσκεψης συνεργασίας Ελλάδος-Βουλγαρίας-Ρουμανίας (JANNINA 1) και ένθερμος υποστηρικτής της Διάσκεψης των παρευξεινίων χωρών, της οποίας διατέλεσε και πρόεδρος επί σειρά ετών. Την περίοδο 1997-2003 διετέλεσε Πρόεδρος της επιτροπής της Ελληνικής Βουλής για τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Στις 12 Δεκεμβρίου 2004 προτάθηκε από τον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπέρ της πρότασης εκφράστηκε και το ΠΑΣΟΚ. Στην πρώτη ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή στις 8 Φεβρουαρίου του 2005 ο Κάρολος Παπούλιας εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο με 279 ψήφους. Οι βουλευτές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών».
Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 ο Κάρολος Παπούλιας επανεξελέγη στο ύπατο αξίωμα της χώρας με 266 ψήφους στο σύνολο των 298 ψηφισάντων. Υπερψηφίστηκε από σύσσωμες τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, ενώ 32 βουλευτές των ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών». Με το αποτέλεσμα αυτό έγινε ο τρίτος Πρόεδρος που επανεκλέγεται για δεύτερη θητεία. Ορκίστηκε για δεύτερη φορά στις 12 Μαρτίου 2010.
Η σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου
Μιλώντας στα «ΝΕΑ», το 1997, αποκάλυψε για πρώτη φορά λεπτομέρειες για τη σχέση του με τον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, αυτά που τους ένωσαν, τα μικρά τους μυστικά, αλλά και μεγάλης εμβέλειας χειρισμούς στην εξωτερική πολιτική, των οποίων εμπνευστής ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.
«Εκείνος λέει είχε μόλις αποφυλακισθεί από τις Φυλακές Αβέρωφ. Εγώ, τότε, ήμουν στη Γερμανία γραμματέας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ένωσης, μίας σημαντικής οργάνωσης επιστημόνων και εργατών που είχε παραρτήματα στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Δεν θυμάμαι τώρα από πού ερχόταν. Θυμάμαι, όμως, ότι το ραντεβού για να γνωρισθούμε είχε οριστεί στον σταθμό της Κολωνίας και ότι τον συνόδευαν ο Γιώργος Κίσσονας και ο Μάκης Παπασταύρου.
»Κατέβηκε από το τρένο, με μια σβελτάδα που με εντυπωσίασε, ήρθε κοντά, μας σύστησαν και με χαιρέτησε θερμά. Εκείνη η χειραψία ήταν η αρχή μίας φιλίας, που κράτησε μέχρι τον θάνατό του».
Στα συν και τα πλην του ανθρώπου που σημάδεψε την πορεία της νεώτερης Ελλάδας, ο Κάρολος Παπούλιας τού «καταλόγισε» την ανθρωπιά: «Ήταν ένας πολύ ανθρώπινος χαρακτήρας και αυτή η ανθρωπιά που είχε ήταν η μόνη αδυναμία του στην πολιτική. Πίστευε ότι πρέπει να δίνει δεύτερη και τρίτη ευκαιρία στους συνεργάτες του. Πολλές φορές έδινε και τέταρτη και πέμπτη. Και αυτό συχνά το πλήρωνε».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατάφερε το 1984 να πραγματοποιήσει για «την εδραίωση της ειρήνης στη Μεσόγειο», μια ιστορική συνάντηση στην Ελούντα της Κρήτης με τους ηγέτες της Γαλλίας και της Λιβύης.
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών δήλωσε για τον Α. Παπανδρέου ότι «ήταν ένας πολιτικός με εξαιρετική ικανότητα στις στρατηγικές συλλήψεις και αναλύσεις· ένας πολιτικός που τον χαρακτήριζε η εξαιρετική γενναιότητα και ο πατριωτισμός. Έζησα μαζί του πάρα πολλά και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτά που λέω. Δεν ήταν ένας πολιτικός της σειράς και της ρουτίνας. Θα έλεγα και των ρήξεων».
Από τα τόσα που έζησε δίπλα στον Α. Παπανδρέου, θυμόταν ίσως την κορυφαία στιγμή της διπλωματικής δεξιοτεχνίας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, τότε δηλαδή όταν έφερε στο ίδιο τραπέζι δύο εχθρούς, τον Μουαμάρ Καντάφι και τον Φρανσουά Μιτεράν, οι οποίοι ήταν ήδη στα πρόθυρα του πολέμου.
Θυμόταν το μήνυμα που του έφερε ο απεσταλμένος του Μιτεράν, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ρολάν Ντιμά («τρώγαμε ένα μεσημέρι στον «Αστέρα» όταν έφθασε») και αποκάλυψε για πρώτη φορά ότι «αμέσως μετά, ταξίδεψα μυστικά στην Τρίπολη με εντολή του Α. Παπανδρέου μαζί με τον Ντιμά, για να συναντήσουμε τον Καντάφι».
Αποκάλυψε, επίσης, ότι μυστικά εστάλη, τότε, ομάδα Ελλήνων αξιωματικών, η οποία προωθήθηκε στα σύνορα Λιβύης – Τσαντ, για να εποπτεύσει την αποχώρηση των λιβυκών στρατευμάτων.
Και τι θυμόταν από την ιστορική συνάντηση Μιτεράν – Καντάφι – Παπανδρέου στην Ελούντα; «Τον εντυπωσιασμό του Μιτεράν από τη συγκρότηση και την πολιτική σκέψη του Καντάφι και την τόλμη, τη στρατηγική και τη διείσδυση στην ουσία τού θέματος του Α. Παπανδρέου».
Ζωντανή πηγή για τη νεώτερη ελληνική Ιστορία ο Κάρολος Παπούλιας, μίλησε στα «ΝΕΑ» για τις διπλωματικές ικανότητες του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως και για το πόσο «δυνατός παίκτης» ήταν. Θυμόταν πώς κέρδισε το 1987 στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, όταν τον έστειλε προσωπικό απεσταλμένο στον πρόεδρο της Βουλγαρίας Τ. Ζίβκοφ, και πώς έπειτα από σύντομες συνομιλίες μαζί του, ο Βούλγαρος πρόεδρος δέχθηκε την ενεργοποίηση της αμυντικής συμφωνίας με την Ελλάδα, πράγμα που κατά τη γνώμη του «εξανάγκασε τον Οζάλ να υποχωρήσει».
Για τους χειρισμούς που έγιναν κατά τη διάρκεια εκείνης της κρίσης, είπε: «Πιστεύω ότι η στρατηγική σημασία των κινήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια αντιμετώπισης διεθνών κρίσεων».
Έχουν λεχθεί πολλά για τις προσωπικές τους σχέσεις, όπως και για το γεγονός ότι έκαναν παρέα ως φίλοι, λέγοντας ανέκδοτα. «Τα ανέκδοτά μας» δήλωνε ο κ.
Παπούλιας «ήταν ιστορίες που ζήσαμε μαζί, από ιστορίες που έζησε ή άκουσε από τον πατέρα του και από αυτά που γνώριζε από την διεθνή πολιτική. Τίποτε άλλο».
Πίστευε, ότι δεν έχει εκτιμηθεί σε όλες τις διαστάσεις η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, ειδικά «διανοούμενου των διεθνών σχέσεων». Τον χαρακτήριζε αντικειμενικά ως «μεγάλο πολιτικό» και σημείωνε ότι «το εύρος και οι ακριβείς διαστάσεις της πολιτικής του εμβέλειας θα δημοσιοποιηθούν κάποτε μέσα από επίσημα έγγραφα και επιστολές».
Πληροφορίες από Βικιπαίδεια και In.gr