Η επιβάρυνση της εργασίας, κυρίως της μισθωτής, είναι σήμερα υπερβολική και πρέπει να μειωθεί, τονίζει ο νομπελίστας οικονομολόγος Χριστόφορος Πισσαρίδης, επισημαίνοντας ότι στο σημείο αυτό επικεντρώνονται οι φορολογικές προτάσεις της έκθεσης της Επιτροπής του, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Δευτέρα.
Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης, πρόεδρος της Επιτροπής και ο καθηγητής Νίκος Βέττας, αναπληρωτής πρόεδρός της, σε κοινή συνέντευξή τους στην «Καθημερινή», εξηγούν τις προτεραιότητες που θέτει η Έκθεση για την ελληνική οικονομία, αναγνωρίζοντας δυσκολίες στην εφαρμογή. Μεταξύ άλλων, τονίζουν ότι η συναίνεση πάνω στις γενικές γραμμές της πορείας της οικονομίας είναι σημαντική.
Ακόμη, αποκαλύπτουν τους κλάδους στους οποίους βλέπουν προοπτικές, που περιλαμβάνουν όχι μόνο τον τουρισμό και την αγροδιατροφή, αλλά και την τεχνολογία και τη μεταποίηση. «Η Ελλάδα πρέπει να είναι η Καλιφόρνια της Ευρώπης», σχολιάζει ο κ. Πισσαρίδης.
Στα φορολογικά τάσσονται, επίσης, υπέρ της φορολόγησης των εισοδημάτων σε ενιαία κλίμακα, ενώ για το ασφαλιστικό ο κ. Βέττας υπερασπίζεται τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, τονίζοντας ότι θα ενισχύσει τη διαγενεακή δικαιοσύνη, «καθώς δεν θα φορτώνονται οι νέοι εργαζόμενοι όλο και περισσότερα βάρη».
Η Έκθεση θα πάρει την τελική της μορφή τον Σεπτέμβριο και θα τροφοδοτήσει το Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης, που θα υποβληθεί στις Βρυξέλλες, ενόψει της χρηματοδότησή από το πακέτο των 32 δισ. ευρώ. Στην Επιτροπή συμμετέχουν, επίσης, οι καθηγητές Δημήτρης Βαγιανός και Κώστας Μεγήρ.
– Μπορούμε να σχεδιάζουμε οποιαδήποτε μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή πολιτική, εν μέσω πανδημίας, που επιβάλλει τις δικές της προτεραιότητες, σε αβέβαιο περιβάλλον; Η ίδια η COVID-19 επηρεάζει τον σχεδιασμό σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, στρέφοντας π.χ. σε ολοκληρωμένες διαδικασίες παραγωγής;
Χριστόφορος Πισσαρίδης: Η σημερινή είναι βέβαια μια ιδιαίτερα έντονη διαταραχή όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια οικονομία. Όμως, δεν καθιστά τον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό ανεπίκαιρο ή ανέφικτο. Όχι μόνο γιατί διαφόρων μορφών νέες διαταραχές δεν αποκλείονται τα επόμενα χρόνια, αλλά κυρίως γιατί η βασική απάντηση σε αυτές είναι η συστηματική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης. Έτσι θα προστατεύεται κατά το δυνατόν η χώρα από έντονες κρίσεις αλλά και θα εκμεταλλεύεται τις περιόδους ανάπτυξης που ακολουθούν. Άλλωστε, και η λογική της αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ακριβώς αυτή, να αυξηθεί συνολικά ο δανεισμός, αλλά να χρησιμοποιηθούν οι πόροι για ενίσχυση της παραγωγικότητας.
Νίκος Βέττας: Με τη νέα κρίση γίνεται ακόμα πιο σαφής η ανάγκη ενίσχυσης υποδομών όπως οι ψηφιακές. Ταυτόχρονα, η κρίση επιταχύνει ριζικές αλλαγές στην παραγωγή. Κάποιες είναι θετικές αλλά πολλές πλήττουν, τουλάχιστον αρχικά, σημαντικό μέρος της εργασίας και το οποίο καλείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αναμένεται επίσης να φανεί εάν οι ροές του παγκόσμιου εμπορίου θα επηρεαστούν περισσότερο μόνιμα. Όμως, στην πορεία μάλλον ευκαιρίες πάρα κίνδυνοι υπάρχουν για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως αν στην Ευρώπη προτιμηθεί σχετικά η παραγωγή εντός της Ένωσης παρά σε πιο απομακρυσμένες χώρες. Για να μπορεί βέβαια να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες, όχι μόνο τις αμέσως επόμενες αλλά και αργότερα, είναι κρίσιμης σημασίας η οικονομία να γίνει περισσότερο ευέλικτη. Να μπορούν δηλαδή εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και ολόκληροι κλάδοι να στρέφονται πολύ πιο εύκολα και έγκαιρα από δραστηριότητες και ζήτηση που φθίνουν εκεί όπου υπάρχει άνοδος. Με τη νέα κρίση, γίνεται ακόμα πιο σαφής η ανάγκη ενίσχυσης υποδομών όπως οι ψηφιακές. Ταυτόχρονα η κρίση επιταχύνει ριζικές αλλαγές στην παραγωγή. Όσοι αντιτίθενται στον εκσυγχρονισμό του ασφαλιστικού θα ήταν χρήσιμο να εξηγήσουν πώς θα χρηματοδοτούνται οι αυριανές συντάξεις από γενιές εργαζομένων που θα επιβαρύνονται όλο και περισσότερο.
– Μιλάτε για αλλαγή προσανατολισμού της οικονομίας, με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ποια πρέπει να είναι η βασική, νέα κατεύθυνση;
Χρ. Π.: Κεντρικός σκοπός κάθε αναπτυξιακού σχεδίου είναι η συστηματική αύξηση των εισοδημάτων και μάλιστα χωρίς αποκλεισμούς στις ευκαιρίες που δίνονται στα νοικοκυριά. Επισημαίνουμε ως κεντρικό πρόβλημα, που οδηγεί στην ασθενή πορεία των πραγματικών εισοδημάτων στην Ελλάδα, τη χαμηλή παραγωγικότητα στην οικονομία. Επομένως, η κατεύθυνση που περιγράφουμε αφορά μέτρα για σταδιακή αύξησή της, και για να αντιστραφεί η απόκλιση από τις περισσότερες άλλες οικονομίες της Ευρώπης. Σύμφυτη με τη χαμηλή παραγωγικότητα είναι και ότι η ελληνική οικονομία είναι εσωστρεφής με τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών μόλις στο μισό από ό,τι σε άλλες με τις Οποίες θα πρέπει να συγκρίνεται. Παράλληλα, το τεχνολογικό περιεχόμενο στην παραγωγή είναι χαμηλό. Η πλειονότητα των προϊόντων και υπηρεσιών ενσωματώνουν λίγη μόνο καινοτομία και χαμηλή προστιθέμενη αξία. Δεδομένου του μεγέθους της εσωτερικής αγοράς, η μεγαλύτερη εξωστρέφεια, δηλαδή η αύξηση της συμμετοχής διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ, αποτελεί προϋπόθεση για αύξηση της παραγωγικότητας ιδίως μέσα από μεγαλύτερη εξειδίκευση και εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας.
– Ποιους κλάδους ξεχωρίσατε και προτίθεστε να προτείνετε στο τελικό σας σχέδιο, ως πιο ελπιδοφόρους; Αναφέρατε ήδη στο ενδιάμεσο κείμενο το αγροδιατροφικό σύμπλεγμα, τις μεταφορές και τα logistics. Τι άλλο;
ΧΡ. Π.: Δεν θεωρούμε πως είναι αντικείμενο της οικονομικής πολιτικής να υποδεικνύει στην επιχειρηματική δραστηριότητα πού να κατευθυνθεί. Είναι όμως, κεντρικό της αντικείμενο, να αμβλύνει τις αγκυλώσεις και να απομακρύνει εμπόδια σε κομβικούς τομείς που μπορούν να αποτελέσουν στόχο των επενδυτών. Τέτοιοι είναι πράγματι οι μεταφορές και τα logistics, όπου η γεωγραφική θέση προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες, αλλά η διασύνδεση συστημάτων είναι κρίσιμη. Ο τουρισμός και ο πολιτισμός, όπου τα συγκριτικά πλεονεκτήματα είναι προφανή, αλλά απαιτείται αναβάθμιση υποδομών και καλύτερη διασύνδεση με την υπόλοιπη οικονομία. Η αγροδιατροφή και η μεταποίηση, μόνο , όμως αν ενισχυθούν τεχνολογικά. Ο κλάδος τεχνολογίας, με έρευνα και καινοτομία από πολύ μικρές και ευέλικτες επιχειρήσεις έως και παραρτήματα μεγάλων εταιρειών που θα μεταφέρουν έρευνα στη χώρα. Η Ελλάδα πρέπει να είναι η Καλιφόρνια της Ευρώπης.
– Σε τι ορίζοντα βλέπετε να καλύπτεται το επενδυτικό κενό των 130 δια. ευρώ; Μιλώντας μόνο για τις δημόσιες επενδύσεις, μπορούμε να απορροφήσουμε τα ευρωπαϊκά 72 δισ. τα επόμενα 6 χρόνια, όταν έως τώρα απορροφούσαμε σε δημόσιες επενδύσεις 4-5 δισ. ευρώ τον χρόνο;
Ν.Β.: Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια κινούνται διεθνώς γρήγορα, αναζητώντας ευκαιρίες Μια σαφής αναπτυξιακή στροφή της οικονομίας με περισσότερο αποτελεσματικό κράτος και ανοικτές αγορές μπορεί να δημιουργήσει έναν αυτοτροφοδοτούμενο ενάρετο κύκλο. Υπάρχουν όμως και δυσκολίες. Την περίοδο μεγέθυνσης πριν από το 2008, μεγάλο μέρος των επενδύσεων ήταν στις κατοικίες, κάτι που δεν θα ξαναδούμε σύντομα. Οι επιχειρήσει θα επενδύουν μόνο στον βαθμό που αναμένουν κερδοφορία μεσοπρόθεσμα, και μιας που η εσωτερική ζήτηση είναι σχετικά χαμηλή, η ενίσχυση της εξωστρέφειας θα πρέπει να συμβαδίζει με αυτή των επενδύσεων. Ακόμη, η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι χαμηλή, δεν κατευθύνεται αποτελεσματικά στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και η εγχώρια κεφαλαιαγορά δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένη. Συνεπώς, το επενδυτικό κενό μπορεί να καλυφθεί, αλλά σε βάθος λίγων ετών.
Για τους παραπάνω λόγους και στη σημερινή κρίση, η αποτελεσματική απορρόφηση των πόρων της Ε.Ε. που προγραμματίζεται να είναι διαθέσιμοι είναι απολύτως κρίσιμη. Είναι, βέβαια, αντικείμενο της κυβέρνησης η δημιουργία και η καθοδήγηση κατάλληλων κρατικών και άλλων δομών. Το παρελθόν δείχνει πως η απορρόφηση των πόρων δεν θα είναι εύκολη, στοιχείο που αντανακλά προβληματικά χαρακτηριστικά της δημόσιας διοίκησης όσο και της παραγωγής.
Σε κάθε περίπτωση, η «απορρόφηση» των νέων πόρων από μόνη της δεν θα έφτανε για να επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη. Πρέπει, λοιπόν, κανείς να δει τον ρόλο τους ως καταλυτικό. Σε τρία επίπεδα. Στην ενίσχυση απαραίτητων υποδομών, όπως ενδεικτικά για ανάπτυξη ψηφιακών συστημάτων, ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, εκσυγχρονισμό σχολείων και ανάπτυξη ολοκληρωμένου συστήματος προ- σχολικής αγωγής. Στην υποβοήθηση της στροφής του παραγωγικού υποδείγματος, όπως με τη στήριξη επενδύσεων σε σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό και της έρευνας. Και στην προσέλκυση στη χώρα ανθρώπινου κεφαλαίου και νέων ιδιωτικών επενδύσεων.
– Πώς θα εφαρμοστούν οι μεταρρυθμιστικές σας προτάσεις, με τις επιδόσεις του Δημοσίου, όπως τις καταγράφετε, στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρώπης και με δεδομένη την απρόθυμη μεταρρυθμιστική διάθεση της χώρας, ακόμη από την εποχή των μνημονίων;
Ν.Β.: Ακριβώς για αυτό οι προτάσεις μας, σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο, ξεκινούν από τομές στον δημόσιο τομέα με την ευρύτερη έννοια, στο πώς αντιμετωπίζει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Εάν απλώς περιμένουμε πως με κάποιου είδους απορρόφηση των επιπλέον πόρων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα τεθεί η χώρα μεσοπρόθεσμα σε ανάπτυξη, αυτό είναι προφανώς λάθος. Χωρίς δραστική επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, για παράδειγμα, ούτε καλή διαχείριση των πόρων της Ε.Ε. θα μπορεί να γίνει ούτε θα δούμε σημαντική άνοδο των παραγωγικών επενδύσεων.
Στη δεκαετή κρίση, πολλές μεταρρυθμίσεις που ήταν προφανώς θετικές για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις δεν υποστηρίχθηκαν, καθώς σχετίστηκαν με τη δημοσιονομική λιτότητα και επηρεάστηκαν από τη γενική καθίζηση των επενδύσεων. Αντικειμενικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος ώστε τέτοιες αλλαγές να μην υποστηριχθούν. Η ιεράρχηση των αλλαγών είναι βέβαια κρίσιμη, καθώς η μία θα πρέπει να υποβοηθεί την άλλη, ενώ ταυτόχρονα θετικά αποτελέσματα θα πρέπει να φαίνονται όσο πιο έγκαιρα γίνεται. Αλλά, στο τέλος, πάντα το κρίσιμο σημείο είναι η πολιτική βούληση.
– Η αντιπολίτευση σας επικρίνει δριμύτατα, άρα δεν υπάρχει συναίνεση στις προτάσεις σας. Θα είναι πρόβλημα αυτό;
Χρ. Π.: Η συναίνεση γύρω από τις γενικές γραμμές της πορείας που πρέπει να έχει η ελληνική οικονομία για υψηλότερη ευημερία είναι σημαντική. Σε αρκετές χώρες, μικρές και μεγάλες, τέτοιες συναινέσεις αποτέλεσαν τη βάση μιας πραγματικής επανεκκίνηση. Θα ήμασταν ευτυχείς αν η ανάλυση και οι προτάσεις μας οδηγήσουν σε έναν ουσιαστικό διάλογο, στη βάση των πραγματικών δεδομένων για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η χώρα. Ακόμη και αν οι προτάσεις δεν υιοθετηθούν όλες, η βασική συμφωνία για ορισμένες θα ήταν σημαντικό κέρδος. Σε κάθε περίπτωση, κριτική και προτάσεις κάθε είδους είναι ασφαλώς ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτες και, βέβαια, οι αποφάσεις ανήκουν στο πεδίο της πολιτικής.
Οι αλλαγές στο ασφαλιστικό
– Σας επικρίνουν, επίσης, στον ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για σύστημα Πινοσέτ, για την πρόταση κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης. Τι απαντάτε;
Ν.Β.: Η συνταξιοδοτική δαπάνη μειώθηκε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Πλέον δεν χρειάζεται μείωση, αλλά θα πρέπει το ΑΕΠ να μπορεί να αυξάνεται πιο γρήγορα οπό τις συντάξεις και το κράτος να μπορεί σταδιακά να ξοδεύει περισσότερα για άλλες ανάγκες, όπως για Υγεία και Παιδεία. Προτείνουμε, λοιπόν, αλλαγές στη δομή, που θα έφερναν το σύστημα συντάξεων κοντύτερα στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η συμπλήρωση του σημερινού διανεμητικού συστήματος με έναν κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, σε δευτερεύοντα ρόλο, θα ενισχύσει τη διαγενεακή δικαιοσύνη καθώς δεν θα φορτώνονται οι νέοι εργαζόμενοι όλο και περισσότερα βάρη για να χρηματοδοτούνται οι σημερινές συντάξεις, αλλά θα ενισχύονται η δική τούς αποταμίευση και οι μελλοντικές συντάξεις.
Αποτελεί επίσης μοχλό υποστήριξης της ανάπτυξης μέσω ενίσχυσης των κινήτρων για εργασία με διαφανή τρόπο και μέσω δημιουργίας αποθεματικών που θα ενισχύσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις. Προτείνουμε σταδιακή μετάβαση στο νέο σύστημα, καθώς θα χτίζεται πλαίσιο εποπτείας, συμπεριλαμβάνοντας και ένα δημόσιο ταμείο και καθώς θα καλλιεργείται η ασφαλιστική συνείδηση. Όσοι ανατίθενται στον εκσυγχρονισμό του συστήματος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, θα ήταν χρήσιμο να εξηγήσουν, ιδίως στη νέα γενιά, πώς θα χρηματοδοτούνται οι αυριανές συντάξεις από γενιές εργαζομένων που θα επιβαρύνονται όλο και περισσότερο, όταν μάλιστα, λόγω του δημογραφικού, θα είναι όλο και λιγότεροι. Γενικότερα, θα ήταν χρήσιμο να στραφεί η οικονομική πολιτική κάπως περισσότερο στις προοπτικές των νέων, αυτών δηλαδή που είχαν και τις βαρύτερες απώλειες από τη δεκαετή κρίση.
– Σας κατηγόρησαν ότι προτείνετε ελάφρυνση των μεγάλων εταιρειών και εισοδημάτων, αλλά και ενιαία κλίμακα για όλα τα εισοδήματα, που επιβαρύνει τους μεγάλους, πχ. μέσω των μερισμάτων. Τελικά, πώς ανακατανέμεται το φορολογικό βάρος στις προτάσεις σας;
Χριστόφορος Πισσαρίδης: Κέντρο της πρότασής μας είναι η μείωση της επιβάρυνσnς της εργασίας που, ιδίως για τη μισθωτή μορφή της, είναι σήμερα υπερβολική. Αυτή εντείνει την παραοικονομία που παραμένει ισχυρή και σημαντικός παράγοντας υστέρησης συνολικά. Ευνοεί επίσης τη στροφή εργαζομένων στο εξωτερικό ή στην αυτοαπασχόληση. Υπονομεύει τελικά την αύξηση της παραγωγικότητας, της εξωστρέφειας και την ευημερία στη χώρα. Ακόμη και αν προήλθε από αναγκαίες και επείγουσες παρεμβάσεις τα χρόνια της δεκαετούς κρίσης, σχεδόν όλες οι αναλύσει καταλήγουν σήμερα στην ανάγκη αλλαγών. Μείωση άλλων φορολογικών βαρών έχει σχετικά χαμηλότερη προτεραιότητα, εκτός αν αυτή προκαλεί ειδικές στρεβλώσει. Η φορολόγηση εισοδημάτων ενιαία και ανεξάρτητα από την πηγή μειώνει τις στρεβλώσεις στα κίνητρα. Ειδικότερα, η μείωση της φορολογίας των διανεμόμενων μερισμάτων έχει μικρότερη θετική επίδραση από αυτή των επιχειρήσεων, όπου τα κέρδη μπορεί να επενδύονται. Γενικά η πρότασή μας σκοπεύει όχι σε διανεμητικές αλλαγές αλλά στην ενίσχυση των κινήτρων για εργασία και επιχειρηματικότητα.
– Υπάρχουν περιθώρια μείωσή των ασφαλιστικών εισφορών, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται η κάλυψη τέτοιας δαπάνης από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε.;
Νίκος Βέττας: Το περιθώριο μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών είναι υπαρκτό αλλά οι αλλαγές πρέπει να είναι μετρημένες και ανάλογα με τη θετική επίδραση στην οικονομία. Οι συντελεστές επιβάρυνσης και το ύψος ασφαλιστέου εισοδήματος είναι σήμερα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, αλλά οι εισφορές που τελικά συλλέγονται είναι χαμηλές λόγω των αντικινήτρων που δημιουργούνται. Ο εξορθολογισμός που προτείνουμε θα έχει ευνοϊκή επίδραση συνολικά και ειδικά στην ευστάθεια του ασφαλιστικού συστήματος. Μαζί με τη συμπλήρωση του διανεμητικού πυλώνα με έναν κεφαλαιοποιητικό, τον εξορθολογισμό των εισφορών υγείας των μισθωτών προς αυτές των ελεύθερων επαγγελματιών, οι σχετικές παρεμβάσεις έχουν πράγματι δημοσιονομικό κόστος, όμως χαμηλότερο από το συνολικό όφελος στην οικονομία.
– Το υψηλό χρέος απειλεί να μας βγάλει πάλι εκτός αγορών;
Χρ. Π.: Στη σημερινή συγκυρία το δημόσιο χρέος, που προφανώς είναι πολύ υψηλό, δεν αποτελεί πρόβλημα, ιδίως μετά τις πρόσφατες αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο που σηματοδοτούν και μια πορεία εμβάθυνσης της νομισματικής ένωσης. Θα μπορούσε όμως να γίνει σημαντικό πρόβλημα εάν υπήρχαν παρατεταμένα ελλείμματα τα επόμενα χρόνια. Κυρίως όμως εάν η χώρα δεν ενδυνάμωνε την παραγωγική τη βάση ώστε να είναι εφικτοί ρυθμοί πραγματικής μεγέθυνσης μεσοπρόθεσμα. Ένα αξιόπιστο και ρεαλιστικό σχέδιο ενίσχυσης της οικονομίας είναι η μόνη λύση ώστε το χρέος να μην ξαναγίνει πρόβλημα στο μέλλον. Αυτή είναι και η λογική της προσέγγισης της έκθεσής μας, και η αγωνία που εκφράζει ώστε οι απαραίτητες αλλαγές να μην καθυστερήσουν.
-Πόση προβλέπετε ότι θα είναι η ύφεση φέτος και τι εκτιμάτε για το 2021;
Ν.Β.: Η ύφεση φέτος αναμένεται βαθιά, ανάλογα και με την υπόλοιπη Ευρώπη. Για την επόμενη χρονιά οι ρυθμοί ανάκαμψης θα εξαρτηθούν κυρίως από το αν το υγειονομικό πρόβλημα θα έχει περιοριστεί σημαντικά ή αν θα συνεχίσει να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τουρισμό και τις μετακινήσεις. Θα εξαρτηθεί όμως επίσης και από το αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί στη χώρα.
– Καταγράφετε το ελληνικό ρεκόρ ανεργίας, που τώρα κινδυνεύει να αυξηθεί. Μήπως γίνεται δομικό το πρόβλημα;
Χρ. Π.: Κεντρική στην ανάλυσή μας είναι η αγορά εργασίας και οι τρόποι ενίσχυσής του εισοδήματος των εργαζομένων. Η ανεργία στη χώρα ήταν υψηλή ακόμη και τα χρόνια ισχυρής μεγέθυνσης, πριν από το 2008. Επίσης χαμηλή είναι διαχρονικά η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, ειδικότερα για τους νέους και τις γυναίκες, τους οποίους η αγορά μεταχειρίζεται σχετικά δυσμενέστερα. Κατά την προηγούμενη δεκαετή κρίση, μειώθηκε δραστικά η απασχόληση που προσέφεραν η οικοδομή και ο δημόσιος τομέας. Η νέα κρίση πλήττει πλέον επαγγέλματα που σχετίζονται με τον τουρισμό, την εστίαση, τις μεταφορές και το λιανικό εμπόριο, ενώ νέες τεχνολογίες μπορεί να καταστήσουν την απώλεια θέσεων εργασίας σε αυτούς τους χώρους μόνιμη. Η ανεργία θα είναι κεντρικό πρόβλημα. Πέρα, λοιπόν, από αλλαγές στο φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, απαιτούνται συνδυασμένες δράσεις στήριξης της εργασίας που περιγράφουμε στην Έκθεση. Αυτές αφορούν το εκπαιδευτικό σύστημα, προγράμματα ουσιαστικής κατάρτισης των εργαζομένων, πραγματικής υποστήριξή των ανέργων και μέριμνα ειδικά για την ενίσχυση της θέσης των νέων και των γυναικών.
– Γιατί πρέπει να έχουμε περισσότερες μεγάλες και λιγότερες μικρές επιχειρήσεις, περισσότερους μισθωτούς και λιγότερους αυτοαπασχολούμενους;
Ν.Β.: Στην Ελλάδα υπάρχει με διαφορά το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχόλησης και το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης σε εξαιρετικά μικρές επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη. Αυτό παγιδεύει σε χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλούς μισθούς το σύνολο της οικονομίας γιατί η παραγωγικότητα τείνει να είναι υψηλότερη σε επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους. Η σταδιακή μεγέθυνση της μέσης επιχείρησης ώστε να υπάρξουν περισσότερες μεσαίου μεγέθους που να μπορούν ευκολότερα να έχουν και εξαγωγικό προσανατολισμό, θα βελτιώσει τη θέση όλων. Οι μικρές επιχειρήσεις που σε κάθε περίπτωση θα είναι οι συντριπτικά περισσότερες στη χώρα, θα επωφεληθούν και αυτές από τη διασύνδεση με κάποιες σχετικά μεγαλύτερου μεγέθους ιδίως αν αυτό βοηθήσει έμμεσα και τη δική τους εξωστρέφεια και καινοτομικότητα. Συνολικά, δεν προτείνουμε μέτρα εναντίον των μικρών επιχειρήσεων, που άλλωστε μπορεί να είναι και η κατάλληλη μορφή σε ορισμένες περιπτώσεις. Τονίζουμε όμως την ανάγκη άρσης των αντικινήτρων που υπάρχουν για τη μεγέθυνση, τυπικών και κυρίως άτυπων.
Χρ. Π.: Η προσέλκυση ορισμένων σχετικά μεγάλων επιχειρήσεων ειδικά στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας επίσης θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα, ιδίως αν λειτουργήσουν ως κέντρα καινοτομίας και για πολλές μικρές επιχειρήσεις τεχνολογίας. Αυτή η συνολική στροφή θα φέρει τη χώρα εγγύτερα στο πρότυπο άλλων μικρών και δυναμικών οικονομιών στην Ευρώπη.
– Προ κρίσης το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου στο 90% του μέσου όρου της Ε.Ε. Πού μπορούμε να είμαστε σε μία δεκαετία;
Χρ. Π.: Μετά το 2018, η ελληνική οδονομία είχε ουσιαστικά τη χειρότερη επίδοση μεγέθυνσης στην Ευρώπη. Η Γερμανία και ο λοιπός πυρήνας της Ευρωζώνης αναπτύχθηκαν ισχυρά, οι περισσότερες πρώην ανατολικές χώρες αναπτύχθηκαν σχετικά ακόμα πιο γρήγορα και οι υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, που είχαν βρεθεί σε προγράμματα, είχαν επίδοση καλύτερη από την Ελλάδα. Συνεπώς η προσέγγιση του μέσου όρου της Ευρώπης, δεν είναι εύκολη ή εξασφαλισμένη. Πιστεύουμε όμως πως η αναπτυξιακή πορεία μπορεί να είναι ισχυρή και η ελληνική οικονομία να αποτελέσει θετική έκπληξη. Βραχυχρόνια, υπάρχει παραγωγικό κενό που μπορεί να καλυφθεί, ενώ η συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας θα επιτρέψει την εκμετάλλευση των ισχυρών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Ένας ισχυρός ενάρετος κύκλος κατά την επόμενη δεκαετία, υπό όρους βέβαια, είναι απολύτως εφικτός.
Συνέντευξη στην Ειρήνη Χρυσολωρά για την Καθημερινή της Κυριακής