Οι βουλευτές έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν προβλήματα ψυχικής υγείας από ό,τι οι άλλοι εργαζόμενοι αλλά δυσκολεύονται να το παραδεχθούν, σύμφωνα με βρετανική έρευνα, την πρώτη του είδους της, η οποία έγινε ανώνυμα και μέσω διαδικτύου.
Το σχετικό ερωτηματολόγιο των ερευνητών του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου (King’s) κλήθηκαν να απαντήσουν και τα 650 μέλη του βρετανικού Κοινοβουλίου, πράγμα που τελικά έκαναν οι 146. Οι απαντήσεις σχετικά με την ψυχική υγεία τους στη συνέχεια συγκρίθηκαν με απαντήσεις ανθρώπων με παρόμοια εισοδήματα και θέσεις εργασίας με ανάλογο στρες (π.χ. διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων).
Τα ευρήματα της μελέτης, με επικεφαλής τη δρα Νικόλ Βοτρούμπα, δημοσιεύθηκαν στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal (BMJ) Open», σύμφωνα με τις «Τέλεγκραφ» και «Γκάρντιαν». Διαπιστώθηκε ότι πάνω από το ένα τρίτο (34%) των βουλευτών δήλωσαν διάφορα προβλήματα ψυχικής υγείας (έναντι 17% του γενικού πληθυσμού), όπως αυξημένα αισθήματα έλλειψης ικανοποίησης από τη ζωή, έλλειψης αξίας του εαυτού, άγχους, κατάθλιψης κ.α. Ένα πρόσθετο 42% των βουλευτών που απάντησαν, κρίθηκε ότι έχουν ψυχική υγεία κάτω του ιδανικού, ενώ μόνο το 24% (ο ένας στους τέσσερις βουλευτές) δεν εμφανίζει καμία ένδειξη προβλήματος ψυχικής υγείας.
Η μελέτη δείχνει ότι οι βουλευτές, σε σχέση με άλλους επαγγελματίες υψηλού εισοδήματος, έχουν χαμηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης, περισσότερα προβλήματα αϋπνίας λόγω ανησυχίας, πιο έντονα αισθήματα ότι δεν είναι χρήσιμοι και ικανοί να πάρουν σωστές αποφάσεις κ.α. Επίσης, οι βουλευτές δυσκολεύονται περισσότερο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους, να ξεπεράσουν τις διάφορες δυσκολίες και να απολαύσουν τις καθημερινές δραστηριότητες τους, ενώ νιώθουν αρκετά συχνά δυστυχείς και ανάξιοι.
Ακόμη, αισθάνονται ότι κατά καιρούς πέφτουν θύματα ψυχολογικής βίας και εκφοβισμού μέσα στη Βουλή, ενώ συχνά το πολωτικό και συγκρουσιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο εργάζονται, μπορεί να κάνει κακό στην ψυχική υγεία τους. Από την άλλη, φαίνεται πως μια δεύτερη δουλειά έξω από τη Βουλή δεν αυξάνει το επίπεδο του στρες τους.
Οι ερευνητές επεσήμαναν επίσης το χαμηλό βαθμό ανταπόκρισης των μελών του Κοινοβουλίου στην έρευνα (μόνο 22,5%), πιθανώς επειδή οι βουλευτές -παρά την ανωνυμία- φοβούνται το στίγμα αλλά και το αυτο-στίγμα της ψυχικής νόσου και δυσκολεύονται να παραδεχθούν (ακόμη και στον εαυτό τους) την αλήθεια για την ψυχική υγεία τους.
Ένας από τους ερευνητές, ο ψυχίατρος δρ Νταν Πούλτερ, ο οποίος είναι επίσης βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος και πρώην υπουργός Υγείας την περίοδο 2012-15, τόνισε ότι «τα ευρήματα αναδεικνύουν μια ανησυχητική εικόνα για την ψυχική υγεία των βουλευτών». Όπως είπε, η μελέτη «εγείρει σημαντικά ζητήματα για το πώς είναι δυνατό να υποστηριχθούν καλύτερα οι άνθρωποι που φτιάχνουν και ελέγχουν τους νόμους της χώρας και οι οποίοι έχουν κακή ψυχική υγεία».
Πρόσθεσε ότι «το να είναι κανείς βουλευτής, μπορεί να αποδειχθεί μια αρκετά μοναχική απασχόληση, ενώ η ίδια η δουλειά είναι εγγενώς στρεσογόνα». Επιπλέον, επεσήμανε τα μακριά ωράρια εργασίας, καθώς «οι βουλευτές μπορεί να εργάζονται έως 60 ώρες την εβδομάδα στη Βουλή και στις εκλογικές περιφέρειες τους, περνώντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας μακριά από τα σπίτια τους. Αυτό θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις τους, ενώ στο τέλος της ημέρας δεν μπορούν να προστρέξουν στο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον του σπιτιού τους».
Ο Πούλτερ επεσήμανε επίσης ότι πως είναι ανησυχητικό ότι οι μισοί βουλευτές με πρόβλημα ψυχικής υγείας δηλώνουν ότι δεν θέλουν να το συζητήσουν με κανένα άλλο συνάδελφό τους ούτε να αναζητήσουν βοήθεια.
Στην έρευνα συμμετείχε και ένας Έλληνας ερευνητής, ο Ιωάννης Μπάκολης του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Κολλεγίου King’s, ο οποίος είναι ειδικός στη βιοστατιστική και επιδημιολογία. Είναι απόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με διδακτορικό στην στατιστική και επιδημιολογία από το Imperial College του Λονδίνου.
(Πηγή ΑΠΕ – ΜΠΕ)