Έφυγε από τη ζωή ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Γιάννης Σπανός. 

Γεννήθηκε στο Κιάτο, το 1936 και ζούσε εκεί τον περισσότερο χρόνο του από επιλογή, στο κτήμα του, όπου ήταν ο δικός του κήπος της Εδέμ όπως είχε πει στο Μονόγραμμα της ΕΡΤ, με τους θάμνους και τα αναρριχώμενα λουλούδια, σε όλες τις αποχρώσεις της φύσης, τη λιμνούλα με τα χρυσόψαρα, τα οπωροφόρα δέντρα και τα παραδείσια φυτά που έφερε από όλα τα μέρη του κόσμου.

Ο γονείς του εύποροι, δεν στάθηκαν ιδιαίτερο εμπόδιο στη φυσική του κλίση που φάνηκε από πολύ νωρίς. Από το Ελληνικό Ωδείο στην Κόρινθο, πιανίστας στη Σχολή Χορού Ηρώς Σισμάνη, έπαιζε επίμονα, ατέλειωτες ώρες με αποτέλεσμα να πάθει ζημιά στα δάχτυλά του.

Μετά το στρατιωτικό και την εκμάθηση ξένων γλωσσών, εγκατέλειψε τη Νομική (τη σχολή που απαραίτητα έπρεπε να σπουδάσουν τα παιδιά των αστών της εποχής) και σε ηλικία 20 ετών εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η παρέα των καλλιτεχνών της αριστερής Όχθης του Σηκουάνα, τον συναρπάζει. Εκεί γνώρισε τη Nouvelle Vague, την τζαζ μουσική και έκανε τον ακομπανιαντέρ για πολλούς διάσημους τραγουδιστές, με πρώτο τον Σερζ Γκενσμπούργκ.

Δεν είναι πολύ γνωστό κι όμως τραγούδησε τραγούδια του η Μπριζίτ Μπαρντό (παρόλο που δεν συναντήθηκαν ποτέ) και η μούσα των υπαρξιστών, Ζιλιέτ Γκρεκό, ηχογράφησε 18 τραγούδια του.

Αρχές της δεκαετίας του ’60, επέστρεψε στην Ελλάδα, έπειτα από προτροπή του Γιώργου Παπαστεφάνου που τον γνώρισε στον Αλέκο Πατσιφά, ο οποίος τότε δημιουργούσε την εταιρεία δίσκων Λύρα. Ο Γιάννης Σπανός, δημιούργησε ένα καθαρά δικό του μουσικό κλίμα, χρησιμοποιώντας νέες φωνές. Τον ενδιέφεραν οι νέες φωνές, οι ακατέργαστες, όχι αυτές που ακούγονταν συνέχεια, οι καλλιεργημένες. Ήθελε κάτι άλλο.

Μπήκε στη δισκογραφία με το τραγούδι «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Ο Μιχάλης Βιολάρης, η Πόπη Αστεριάδη, η Αρλέτα, η Καίτη Χωματά, η Αλέκα Μαβίλη, ήταν οι φωνές που χρησιμοποίησε για να βγει ο νέος ήχος που ήθελε και να ξεκινήσει ένα ολόκληρο ρεύμα που πρώτος ο ίδιος αποκάλεσε και πρότεινε στον Πατσιφά να το πουν «Νέο Κύμα», μετάφραση από το γαλλικό Nouvelle Vague.

Μετά το Νέο Κύμα, ακολουθούν οι σημαντικοί δίσκοι του όπως οι τρεις «Ανθολογίες», το «Εκείνο το καλοκαίρι» (Α΄ Βραβείο Μουσικής Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1971) και η «Οδός Αριστοτέλους». Εκείνη την εποχή αρχίζει να μεταστρέφει τη μουσική του και την οδηγεί προς τα λαϊκά, μ’ έναν όμως εντελώς δικό του φιλτραρισμένο ήχο, απεξαρτημένο από τους βαρείς «δρόμους» της Ανατολής. Έπαιξε ρόλο βέβαια και ο Τάκης Λαμπρόπουλος, ο έτερος πυλώνας του ελληνικού τραγουδιού, με τον οποίο υπέγραψε συμβόλαιο για την Columbia.

Γιώργος Ζαμπέτας, Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου, Ελένη Δήμου, Κώστας Καράλης, Γιάννης Πάριος, Μανώλης Μητσιάς, Αλέκα Κανελλίδου, Γιώργος Νταλάρας, Άλκηστις Πρωτοψάλτη («Έξοδος Κινδύνου»), Τάνια Τσανακλίδου, ερμήνευσαν τραγούδια του, σε στίχους σπουδαίων στιχουργών, όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιώργος Παπαστεφάνου, Κώστας Κωτούλας, Πυθαγόρας, Μάνος Ελευθερίου (το εμβληματικό τραγούδι «Μαρκίζα») αλλά και ποιητών, όπως ο Βασίλης Ρώτας, ο Γιώργος Βυζιηνός, ο Νίκος Καββαδίας, ο Μίλτος Σαχτούρης.

Από πιο γνωστά τραγούδια του είναι: «Σαν με κοιτάς», «Οδός Αριστοτέλους», «Σπασμένο καράβι», «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες», «Μαρκίζα», «Είπα να φύγω», «Βροχή και σήμερα», «Θα με θυμηθείς», «Στην αλάνα», «Μια Κυριακή».

Είχε γράψει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Μεταξύ άλλων και για την ταινία «Παύλος Μελάς». Ο δίσκος δεν είχε ευρεία αποδοχή, ωστόσο ο ίδιος τον θεωρούσε.

 

Σημαντικότεροι δίσκοι του: