Η παρέμβαση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη στον ΣΚΑΙ, έρχεται να υπενθυμίσει το θεμελιώδες δίλημμα που τίθεται στα εθνικά θέματα: από τη μία, μια εξωτερική πολιτική με συνέπεια, εθνικές κόκκινες γραμμές και ενεργό διπλωματικό αποτύπωμα· από την άλλη, ένας αντιπολιτευτικός λόγος που συχνά υιοθετεί ακραίες αφηγήσεις και αποδομητικές υπερβολές, χωρίς ουσιαστική πρόταση.

Με αιχμηρή γλώσσα απάντησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην κριτική της αντιπολίτευσης για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, στηλιτεύοντας τον λόγο που αναπαράγει –όπως είπε– θεωρίες και υπερβολές από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά.

Όταν ο δημοσιογράφος Δημήτρης Οικονόμου σχολίασε ότι η αντιπολίτευση χαρακτηρίζει αυτή τη στάση ως «υποχωρητική», ο Μαρινάκης ήταν σαφής:

«Αυτή η πολιτική, είναι μια πολιτική υποχωρητική;» και συνεχίζει, «Μιλάμε για την αντιπολίτευση των ξυλολίων. Τα ξυλόλια, τα οποία τα καλύπταμε εμείς με λαθρέμπορους, τα χαμένα βαγόνια, τους νεκρούς που κρύβαμε και όλα αυτά που έχουμε ακούσει, δεν τα ακούγαμε μόνο από την Αριστερά, τα ακούγαμε και απ' την άκρα Δεξιά. Ενώθηκαν οι φωνές αυτές και στη στείρα αντιπολιτευτική τακτική για την εξωτερική μας πολιτική».



Η τοποθέτησή του έγινε με αφορμή τη συζήτηση για την Κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα και τη δυνατότητα συμφωνιών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες – όπως ενδεχομένως και η Τουρκία. Εκεί, η Ελλάδα πέτυχε την κατοχύρωση της αρχής της ομοφωνίας, εξασφαλίζοντας ότι καμία συμφωνία δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών-μελών.

«Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών δεν ήθελε να μπουν όροι. Και κυρίως, ο βασικός και απαράβατος όρος της ομοφωνίας. Δηλαδή, να είναι σύμφωνα όλα τα κράτη για να προχωρήσει η όποια συμφωνία. Το πετυχαίνει η Ελλάδα – πρώτη επιτυχία».

Αλλά δεν έμεινε εκεί. Για πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια, η Ελλάδα έθεσε στο τραπέζι
ρητά και δεσμευτικά την άρση του casus belli από την Τουρκία – και μάλιστα ως απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε επόμενη συζήτηση:

«Θέσαμε μετά από 30 χρόνια ως όρο –ο οποίος αν δεν ικανοποιηθεί, δεν μπορούμε να κάνουμε οποιαδήποτε άλλη συζήτηση– την άρση του casus belli. Το έχει βάλει κάποιος άλλος τόσο έντονα στο τραπέζι;»