Η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια δείχνει μια δυναμική που πριν από μια δεκαετία δύσκολα θα φανταζόμασταν. Αντοχή στις αλλεπάλληλες κρίσεις, ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, αύξηση επενδύσεων και απασχόλησης. Η εικόνα δεν είναι τυχαία. Είναι προϊόν πολιτικών επιλογών που δημιούργησαν σταθερότητα και έδωσαν προοπτική. Όμως, το μεγάλο στοίχημα μπροστά μας είναι πιο σύνθετο: η παραγωγικότητα.

Δεν αρκεί να δουλεύουμε περισσότερο. Ούτε να μετράμε ανάπτυξη μόνο μέσα από την αύξηση της κατανάλωσης. Για να ανέβουν τα εισοδήματα με τρόπο διατηρήσιμο, η ελληνική οικονομία χρειάζεται να παράγει προστιθέμενη αξία. Να μετατρέψει το ταλέντο, τη γεωγραφία, το ανθρώπινο κεφάλαιο και τις νέες τεχνολογίες σε πραγματικό πλεονέκτημα.

Η κυβέρνηση έχει ήδη δείξει ότι αντιλαμβάνεται το βάθος του ζητήματος. Η ψηφιακή μετάβαση του Δημοσίου, οι επενδύσεις σε υποδομές, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης που κατευθύνονται σε έργα με μακροχρόνια απόδοση, όλα αυτά δεν είναι απλές πολιτικές αποφάσεις. Είναι εργαλεία που θα καθορίσουν το επίπεδο παραγωγικότητας της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Το ζητούμενο τώρα είναι να αποκτήσει η παραγωγικότητα εθνική στρατηγική ταυτότητα. Όπως παλιά μιλούσαμε για «ένταξη στην ΕΟΚ» ή για «είσοδο στο ευρώ», έτσι σήμερα πρέπει να μιλάμε για «άλμα παραγωγικότητας». Να τεθούν συγκεκριμένοι στόχοι μέχρι το 2030: ποια ποσοστά αύξησης, σε ποιους τομείς, με ποια μετρήσιμα κριτήρια.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να πορευτεί με δύο ταχύτητες. Από τη μία μεριά, οι μεγάλες επιχειρήσεις που ήδη αξιοποιούν καινοτομία, τεχνολογία και εξαγωγές· και από την άλλη, οι μικρομεσαίες που συχνά μένουν εγκλωβισμένες σε ένα μοντέλο του ’90. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να είναι η δύναμη που θα ενώσει αυτές τις δύο πραγματικότητες. Με φορολογικά κίνητρα για τον εκσυγχρονισμό, με στήριξη στην εκπαίδευση και με ισχυρά χρηματοδοτικά εργαλεία.

Υπάρχει επίσης το ανθρώπινο κεφάλαιο. Νέοι επιστήμονες, μηχανικοί, προγραμματιστές, που συχνά φεύγουν στο εξωτερικό γιατί δεν βλέπουν προοπτική εδώ. Η παραγωγικότητα δεν είναι μόνο μηχανές και εργοστάσια· είναι πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι. Αν η χώρα καταφέρει να τους κρατήσει και να τους αξιοποιήσει, το όφελος θα είναι πολλαπλασιαστικό.

Βέβαια, χρειάζεται και υπομονή. Η μετάβαση δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται συνέπεια πολιτικής και κοινωνική συναίνεση. Όμως η κατεύθυνση είναι σωστή και η συγκυρία - με διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, με αναβαθμισμένη εμπιστοσύνη των αγορών και με ισχυρή κυβέρνηση που διαθέτει πολιτικό κεφάλαιο - είναι ιδανική.

Το ζητούμενο δεν είναι αν θα αυξηθεί η παραγωγικότητα. Το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε και πώς θα μοιραστεί το όφελος δίκαια. Γιατί μόνο τότε η ανάπτυξη θα γίνει αισθητή στην τσέπη του πολίτη, όχι ως λογιστικός αριθμός αλλά ως πραγματική βελτίωση ζωής.

Η Ελλάδα έκανε ήδη το δύσκολο: βγήκε από τον φαύλο κύκλο κρίσης, ύφεσης και λιτότητας. Η νέα πρόκληση είναι να χτίσει ένα μοντέλο βιώσιμης ευημερίας. Και αυτό περνάει μέσα από μια λέξη που μπορεί να μοιάζει τεχνοκρατική αλλά στην ουσία είναι βαθιά πολιτική: παραγωγικότητα.

Αν το καταφέρουμε, η επόμενη δεκαετία μπορεί να είναι η πιο δημιουργική της σύγχρονης ιστορίας μας.