Αλλοι καιροί, άλλα ήθη.

Μάθημα πολιτικού πολιτισμού και εθνικής συνεννόησης αποτελούν οι δύο επιστολές των Ανδρέα Παπανδρέου –πρωθυπουργού το 1983– και Ευάγγελου Αβέρωφ –προέδρου της ΝΔ– που αποκαλύπτει σήμερα το «tomanifesto».

Σε μια περίοδο που η τοξικότητα και ο λαϊκισμός πνίγουν την πολιτική σκηνή, το πνεύμα και το ύφος των δύο επιστολών θέτουν το ζήτημα της κάθαρσης πιο εμφατικά. Ακόμα και η διαφωνία καταγράφεται με τέτοιον τρόπο που δύσκολα γίνεται αντιληπτή από τον αμύητο στα παρασκήνια εκείνης της περιόδου.

Οι δύο πρωταγωνιστές αποδεικνύουν πως η συνεννόηση είναι βασικό προαπαιτούμενο ενώ η εκφορά αντιπολιτευτικού λόγου δεν συνεπάγεται υιοθέτηση ακροτήτων.

Η επιστολή Αβέρωφ

Στις 14 Δεκεμβρίου 1983 ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρόεδρος της ΝΔ Ευάγγελος Αβέρωφ, απαντώντας σε προηγούμενη επιστολή του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, σημειώνει:

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Ελαβα το γράμμα σας της 10ης Δεκεμβρίου εις απάντηση του δικού μου της 3/12 και σας ευχαριστώ.

Επί του περιεχομένου του θα ήθελα να διατυπώσω σαν προοίμιο τα εξής, τα οποία ελπίζω ότι θα βοηθήσουν το έργο σας σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή του Κυπριακού:

  • De jure, η ανακήρυξη του ψευδοκράτους Ντενκτάς είναι οπωσδήποτε παράνομη (Σύμβαση Χάγης 1907, Γενεύης 1949, Χάρτα ΟΗΕ, Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, που ρητώς αποκλείουν διαμελισμό, Αποφάσεις Συνέλευσης ΟΗΕ και Συμβουλίου Ασφαλείας, άλλα δεδομένα ακόμα).
  • De facto, όμως, υπάρχει. Το ζητούμενο είναι η κατάργησή του.

 

Κατά τη γνώμη μου, με τη δύναμη των όπλων δεν μπορεί να καταργηθεί. Αντίθετα, λαμβανομένων υπόψη όλων των δεδομένων, η δύναμη των όπλων απειλεί μεγαλύτερη συμφορά.

Συνεπώς, το ζητούμενο είναι, με πολιτικά μέσα, να φύγουν τα στρατεύματα κατοχής και ένα ανεξάρτητο, ενιαίο Κυπριακό Κράτος ανεκτής ομοσπονδιακής μορφής, να έχει κυριαρχικά δικαιώματα εφ’ όλης της Κύπρου. (Εκτός βέβαια των δύο νησίδων που τελούν υπό βρεταννική κυριαρχία.)

Ποια είναι αυτά τα πολιτικά μέσα;

Τα περί νέας προσφυγής στον ΟΗΕ, που επαναλαμβάνονται επί ακριβώς τριάντα χρόνια μόλις συμβαίνει κάτι δυσάρεστοι, είναι εκτός συζήτησης, όπως απέδειξε μακρά σειρά ασαφών ή σαφών αποφάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού, που έμειναν γράμμα νεκρό.

Τα περί συγκλήσεως Διεθνούς Διάσκεψης, όπως τη θέλει η Σοβιετική Ενωση, είναι ανεδαφικά. Διότι η Τουρκία θα αρνηθεί να παρακαθήσει, όπως πάντοτε αρνήθηκε έως τώρα. Εάν πάλι γίνει χωρίς την Τουρκία, από το ένα μέρος κινδυνεύει να περιπλέξει πολύπλευρα τα πράγματα και από το άλλο μέρος δεν θα οδηγήσει σε λύση. Γιατί δεν μπορούμε πλέον να αγνοούμε τη στυγνή πραγματικότητα ότι χωρίς την Τουρκία δεν υπάρχει λύση. Αλλά εμείς λύση, λύση πρακτική, εφαρμόσιμη ζητάμε. Οχι ευκαιρίες ανεδαφικής συζήτησης. Λύση που να εξασφαλίζει κάτι το δυνατό: το ενιαίο και την ελληνικότητα της Κύπρου.

Με την προϋπόθεση ότι μια στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία δεν περιλαμβάνεται στις προθέσεις σας, πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αποφευχθούν οι κίνδυνοι που σας εξέθεσα στο γράμμα μου της 3ης Δεκεμβρίου είναι ν’ αρχίσει ένας σοβαρός διάλογος για την εξεύρεση πολιτικής λύσης.

Συμφωνώ βέβαια με την άποψή σας ότι ο διάλογος αυτός δεν πρέπει να έχει τη χροιά της αναγνώρισης του τετελεσμένου γεγονότος της U.D.I. Δεν συμφωνώ όμως ότι οποιαδήποτε μορφή διαλόγου θα σήμαινε αναγκαστικά αναγνώριση του «κράτους» του Ντενκτάς.

Διάφοροι τρόποι θα υπήρχαν για να αποφευχθεί αυτό. Υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που τόσο η κυβέρνησή σας όσο και η κυβέρνηση της Κύπρου θεωρούν ορθώς ως επιτυχία και η οποία επιτάσσει διάλογο, αναθέτοντας σχετική επιταγή στον Γενικό Γραμματέα.

Η κυβέρνηση θα μπορούσε να προσκαλέσει τον Γενικό Γραμματέα να αναλάβει το ταχύτερο την εκτέλεση της αποστολής του αυτής. Η διατύπωση της πρόσκλησης κατά τρόπο που να μην αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν αναγνωρίζει αλλά και καταδικάζει την U.D.I. και ότι τυχόν συμμετοχή της στον διάλογο δεν σημαίνει αναγνώριση του τετελεσμένου γεγονότος, είμαι βέβαιος ότι δεν υπερβαίνει τις ικανότητες των στελεχών του υπουργείου των Εξωτερικών.

Πριν μπω σε άλλες παραλλαγές ενεργειών απαντώ έτσι στο πρώτο ερώτημά σας.

Ως προς το δεύτερο ερώτημά σας, η εμφάνιση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης είναι βέβαια οξύμωρη αφού επανειλημμένα και βάναυσα παραβίασε τη συνθήκη εγγυήσεως και εξακολουθεί να την παραβιάζει. Οι συνθήκες του 1959-1960 όμως περιέχουν χρήσιμες διατάξεις πάνω στις οποίες στηρίζουμε πολλές από τις θέσεις μας. Ας μη λησμονούμε ότι αυτές επικαλούμαστε σήμερα για να καταγγείλουμε την Τουρκία σαν διεθνή παραβάτη και ότι η στρατιωτική μας παρουσία στην Κύπρο πάνω σ’ αυτήν θεμελιώνεται.

Αλλά, αξιότιμε Κύριε Πρόεδρε, φοβούμαι ότι με τα ερωτήματα που μου θέσατε κάνουμε απλώς ένα διπλωματικό – νομικίστικο παιχνίδι γύρω από τους χειρισμούς μιας καυτής, πιεστικής εθνικής υπόθεσης.

Οταν εκδηλώθηκε η τελευταία και κρισιμότερη φάση της, ήμουν στην Ουάσιγκτων και έκανα και εκεί και σε άλλες πρωτεύουσες ό,τι μπόρεσα για να βοηθήσω στη γενική καταδίκη του «κράτους» Ντενκτάς. Το ίδιο θέλω να κάνω και τώρα.

Ποιοι κίνδυνοι απειλούν, το γνωρίζετε. Ο χρόνος δεν δουλεύει για μας. Για τους τρίτους, το θέμα αρχίζει να ξεχνιέται. Για τους Τούρκους όσο περισσότερο διαρκεί το ψευδοκράτος τόσο περισσότερο θα γίνεται μέγα εσωτερικό πρόβλημα, τόσο περισσότερο διάφορα τοπικά συμφέροντα θα το κάνουν να ριζώνει βαθύτερα επί τόπου.

Η εθνική υπόθεση πρέπει επειγόντως να βγει από την ακινησία της, πρέπει να της δώσουμε μια καρποφόρα κινητικότητα.

Η επιδίωξη της κινητικότητας αυτής, μόνο στα πλαίσια της συνθήκης εγγυήσεως, δεν είναι βέβαια ενδεδειγμένη, γιατί θ’ άφηνε απ’ έξω, έστω και προσωρινά, τον Γενικό Γραμματέα και τον ΟΗΕ στο σύνολό του.

Χρειάζεται, λοιπόν, ν’ αναζητήσουμε μια διαδικασία που να συνδυάζει την εντολή που έχει ο Γενικός Γραμματέας από το Συμβούλιο Ασφαλείας με τη συμμετοχή των τριών κυβερνήσεων, που έχουν στρατιωτική παρουσία στο νησί, δηλαδή την Ελλάδα, τη Μ. Βρεταννία και την Τουρκία. Τόσο μάλλον που υπάρχει η βρεταννική πρωτοβουλία, της οποίας δεν γνωρίζω μεν την ακριβή μορφή, αλλά που για πολλούς λόγους δεν επιτρέπεται να χάσουμε.

Με την επιθυμία να σας βοηθήσω, παραθέτω ενδεικτικά μερικές σκέψεις που θα μπορούσαν ν΄ αποδειχθούν χρήσιμες:

  • Ο Γενικός Γραμματέας θα μπορούσε, βάσει της εντολής του, να καλέσει τι τρεις αυτές κυβερνήσεις να συσκεφθούν σ’ ένα πρώτο στάδιο, για να καθορίσουν τις αρχές που θα έπρεπε να διέπουν μια οριστική λύση. Οι δυο Κοινότητες θα έπρεπε σ’ ένα δεύτερο στάδιο να κληθούν να συμμετάσχουν.
  • Είτε: ο Γενικός Γραμματέας θα μπορούσε να ζητήσει από τις τρεις κυβερνήσεις να ορίσουν προσωπικότητες μεγάλου κύρους, οι οποίες θα τον βοηθούσαν στο παραπάνω έργο.
  • Είτε: ο Γενικός Γραμματέας θα μπορούσε, εκτός από τις τρεις δυνάμεις που ανάφερα, να ζητήσει τη σύμπραξη και των κυβερνήσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση της UNFIKYP. Τούτο θα είχε και το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι θα ξέφευγε ακόμη περισσότερο από το σχήμα της συνθήκης εγγυήσεως και θα τοποθετούσε την Τουρκία σ’ ένα πλαίσιο αυξημένων πιέσεων, δεδομένου ότι η τάση των κυβερνήσεων αυτών τεκμαίρεται ότι θα είναι ευμενής για μας, λόγω της καταδίκης στην οποία έχουν ήδη προβεί για το θέμα της U.D.I.

Ανεξάρτητα με την έκβαση των προσπαθειών αυτών, το πλεονέκτημα της προβολής τους από απόψεως τακτικής θα ήταν να μετακυλήσει το βάρος της τυχόν άρνησης στην τούρκικη πλευρά, η οποία σήμερα θέλει να εμφανίζεται ότι επιθυμεί τον διάλογο.

Βεβαίως, όλα αυτά μπορούν και πρέπει να γίνουν χωρίς να χαλαρώσει καθόλου η πίεση, την οποία υποθέτω ότι ζητεί η κυβέρνηση –όπως και η Αντιπολίτευση– να ασκηθεί διεθνώς επί της Τουρκίας.

Μπορεί κανείς να σκεφτεί και άλλες διαδικασίες και θα πρέπει ασφαλώς σεις και οι συνεργάτες σας να το κάμετε.

Η απάντηση Παπανδρέου

Εννέα μέρες αργότερα ο τότε πρωθυπουργός στην επιστολή του αναφέρει:

Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,

Σας ευχαριστώ πολύ για την απαντητική επιστολή σας της 14ης Δεκεμβρίου 1983 και για τις προσπάθειες που κάνετε μέσα σ’ αυτήν για να με βοηθήσετε.

Συμφωνώ μαζί σας ότι δεν θα έπρεπε να επιδιώξουμε την κατάργηση της U.D.I. με στρατιωτικά μέσα και ότι επομένως η λύση πρέπει να αναζητηθεί με πολιτικά μέσα.

Στην επιστολή σας θέτετε σαν σκοπό «να φύγουν τα στρατεύματα κατοχής και ένα ανεξάρτητο, ενιαίο Κυπριακό κράτος, ανεκτής ομοσπονδιακής μορφής να έχει κυριαρχικά δικαιώματα εφ’ όλης της Κύπρου».

Και για μεν το πρώτο, δηλαδή την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, γνωρίζετε άριστα ότι ήταν από την πρώτη στιγμή και εξακολουθεί να παραμένει πρωταρχικός στόχος και προϋπόθεση της πολιτικής της κυβέρνησής μου στο Κυπριακό. Για το δεύτερο τώρα: δεν συζητιέται το θέμα του ανεξάρτητου κράτους, πάγιας επιδίωξης και διακήρυξής μας που βρίσκεται και σε όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ομως, με τα σημερινά πραγματικά δεδομένα, το τεράστιο πρόβλημα έγκειται ακριβώς στο πού αρχίζει και πού τελειώνει «η ανεκτή ομοσπονδιακή μορφή» που προτείνετε, όταν μάλιστα είναι γνωστή η επιδίωξη της Τουρκίας για την όσο το δυνατόν πιο χαλαρή μορφή συνομοσπονδίας με πλήρη συγκυριαρχία σε ολόκληρο το νησί του 18% του πληθυσμού του.

Στο παραπάνω καίριο πρόβλημα πρέπει να προστεθεί και η επιτακτική ανάγκη διαφύλαξης της φυσικής και εθνικής επιβίωσης του κυπριακού ελληνισμού, που νομίζω ότι είναι και η δική σας σκέψη όταν μιλάτε για ελληνικότητα της Κύπρου.

Εμείς αποκλείουμε κάθε άμεσο διάλογο όσο διατηρείται η μορφή του ψευδοκράτους αυτού και δεν μπορούμε παρά να υποστηρίζουμε σθεναρά την υπόσταση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και το αναφαίρετο δικαίωμά της να έχει τον κύριο λόγο για το μέλλον της.

Γι’ αυτό, έχοντας βαθιά συναίσθηση των μεγάλων προβλημάτων και των λεπτών χειρισμών που επιβάλλονται, προχωρούμε στην αναζήτηση λύσης εφικτής και με τα περισσότερα δυνατά κέρδη. Για τον σκοπό αυτόν έχουμε ήδη καταβάλει και θα συνεχίσουμε να καταβάλλουμε έντονες προσπάθειες προς κάθε κατεύθυνση και κυρίως προς εκείνους που μπορούν να ασκήσουν βαρύνουσα επιρροή προς την Τουρκία ώστε να καρποφορήσουν οι καλές υπηρεσίες του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.

Σας πληροφορώ ότι δεν έχει υπάρξει καμία ακινησία στο τεράστιο εθνικό θέμα. Αντίθετα, η κινητικότητα που υπήρξε μέχρι σήμερα οδήγησε, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, στη διεθνή καταδίκη και μη αναγνώριση της U.D.I. τόσο από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και πιο πρόσφατα από την Ισλαμική Διάσκεψη της Ντάκκα και από την ΕΟΚ όσο και από όλες τις κυβερνήσεις και ιδιαίτερα από τις δύο υπερδυνάμεις.

Στο τέλος της επιστολής σας αναφέρετε ότι «η εποχή των μεγάλων κινδύνων αρχίζει». Δυστυχώς, η εποχή των μεγάλων κινδύνων δεν αρχίζει τώρα, αλλά έχει αρχίσει από τότε που έγιναν όσες υποχωρήσεις είχαν απαιτήσει η Μεγάλη Βρεταννία και οι άλλοι σύμμαχοί μας. Το γνωρίζετε πολύ καλά αυτό.

Τόσο από τις απόψεις που διατυπώσατε όσο και από τις σκέψεις που σας εξέθεσα γίνεται φανερό ότι δεν κάνουμε ένα διπλωματικό-νομικίστικο παιχνίδι ούτε και με τα ερωτήματά μου θέλησα να σας υποχρεώσω σε κάτι τέτοιο. Ηθελα μόνο να έχω τις απόψεις σας γραπτά προκειμένου για ένα θέμα κεφαλαιώδους εθνικής σημασίας. Οι απόψεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα όταν προέρχονται από μία προσωπικότητα που έχει χειριστεί και γνωρίζει σε βάθος την κυπριακή υπόθεση.

Πάντως σας ευχαριστώ και πάλι για τη βοήθεια που μου προσφέρετε και σας βεβαιώνω ότι, υπό τον όρο ότι θα το τηρήσετε και εσείς, δεν θα κοινολογήσω τις επιστολές μας.

 

Με κάθε τιμή,

ΑΝΔΡΕΑΣ  Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

 

Επιστολές Παπανδρέου Αβέρωφ

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”