Ο Πάνος Τσακλόγλου με περισσή υπομονή και εύληπτο τρόπο εξηγεί σήμερα στο «Μανιφέστο» τι προβλέπεται στο νέο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό σύστημα και το όριο συνταξιοδότησης: «Με το νομοσχέδιο αυτό το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με σταθερό στόχο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων συνεχίζει τη δουλειά που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη τετραετία τόσο με μεταρρυθμιστικές δράσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα όσο και με τον εξορθολογισμό και την ενιαιοποίηση των κανόνων της υφιστάμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας που έχουν άμεσο θετικό αντίκτυπο στο επίπεδο παροχών που λαμβάνουν οι πολίτες».

Κύριε υφυπουργέ, μπορείτε να υπολογίσετε την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης από το 2027;

Κυρία Κουτροκόη, σύμφωνα με τη νομοθεσία μας, η μεταβολή των ορίων συνταξιοδότησης συναρτάται με τη μεταβολή του προσδόκιμου της επιβίωσης του πληθυσμού στην ηλικία των 65 ετών. Οι σχετικοί υπολογισμοί γίνονται ανά τριετία. Κατά την τριετία που ξεκινά το 2024 δεν πρόκειται να γίνει καμία αναπροσαρμογή, διότι στο προηγούμενο διάστημα αναφοράς –που ήταν μεγαλύτερο της τριετίας– το προσδόκιμο της επιβίωσης δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά. Η βελτίωση του δείκτη κατά το διάστημα πριν από την πανδημία εξουδετερώθηκε κατά την περίοδο της Covid. Υπ’ αυτό το πρίσμα, αντιλαμβάνεσθε ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει αντίστοιχη πρόβλεψη με κάποιο βαθμό ασφάλειας για την επόμενη τριετία.

Τι θα γίνει εφόσον το προσδόκιμο ζωής διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα;

Προφανώς, εφαρμόζοντας την υφιστάμενη νομοθεσία, δεν θα γίνει καμία απολύτως αναπροσαρμογή.

Ωστόσο ο νόμος που καθορίζει τα των ορίων συνταξιοδότησης είναι του 2010. Μίας εποχής δηλαδή που υπήρχαν οι μνημονιακές δεσμεύσεις. Γιατί δεν τον αλλάζετε; Τα όρια συνταξιοδότησης στην Ελλάδα θεωρούνται από τα υψηλότερα της Ευρώπης.

Η σύνδεση του ορίου συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο της επιβίωσης είναι κάτι που εφαρμόζεται σε μεγάλο αριθμό χωρών, ακριβώς λόγω του ότι έχουμε ραγδαία επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων. Το συνταξιοδοτικό μας σύστημα, όπως και των περισσοτέρων χωρών, είναι κυρίως διανεμητικό. Δηλαδή, θεωρητικά, οι συντάξεις πληρώνονται από τις εισφορές των εργαζομένων. Τα διανεμητικά συστήματα δουλεύουν καλά όταν υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι και σχετικά λίγοι συνταξιούχοι. Οταν ο όρος αυτός ανατραπεί αρχίζουν οι δυσκολίες. Πριν από μερικές δεκαετίες, σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούσαν πάνω από 4 εργαζόμενοι στη χώρα μας. Σήμερα αντιστοιχούν μόλις 1,6. Αυτό οφείλεται τόσο στο ότι κάνουμε (πολύ) λιγότερα παιδιά όσο και στο ότι ζούμε περισσότερο. Το τελευταίο είναι εξαιρετικό νέο και ακόμα πιο θετικό είναι ότι, εκτός από το προσδόκιμο της επιβίωσης, αυξάνει και το λεγόμενο «προσδόκιμο της υγειούς επιβίωσης». Αν δεν αυξηθούν τα όρια συνταξιοδότησης, ένας όλο και μικρότερος αριθμός εργαζομένων θα πρέπει να πληρώνει τις συντάξεις ενός διαρκώς και περισσότερο διογκούμενου αριθμού συνταξιούχων. Επειδή οι εισφορές δεν επαρκούν για την πληρωμή των συντάξεων, το έλλειμμα το καλύπτει ο προϋπολογισμός. Το 2022 το ένα στα δύο ευρώ που κατευθυνόταν στις συντάξεις το πλήρωναν οι φορολογούμενοι μέσω των μεταβιβάσεων του κρατικού προϋπολογισμού προς το συνταξιοδοτικό σύστημα. Των άλλων παραγόντων παραμενόντων σταθερών, αν δεν προσαρμοστούν τα συνταξιοδοτικά όρια, τα ελλείμματα αυτά θα διογκώνονται, με προφανείς συνέπειες. Επίσης, θα ήθελα να επισημάνω ότι ενώ στον δημόσιο διάλογο γίνεται σχεδόν συνεχώς αναφορά στο όριο των 67 ετών, εκείνο που έχει τη συντριπτικά μεγαλύτερη σημασία είναι το όριο των 62 ετών. Αυτό είναι το πραγματικό συνταξιοδοτικό όριο. Αυτή είναι η ηλικία στην οποία μπορεί να συνταξιοδοτηθεί κάποιος με πλήρη σύνταξη αν έχει 40 χρόνια εισφορών, όπως επίσης και η ηλικία στην οποία μπορεί να λάβει μειωμένη σύνταξη, αν το επιθυμεί.

Σκέφτεστε αναπροσαρμογή του νόμου στην περίπτωση που εξασφαλιστούν χρήματα για το ασφαλιστικό σύστημα από άλλους πόρους;

Οπως ανέφερα προηγουμένως, το συνταξιοδοτικό μας σύστημα εξακολουθεί να παράγει σημαντικά ελλείμματα που τα καλύπτει ο προϋπολογισμός. Διαθέσιμες αναλογιστικές μελέτες δείχνουν ότι τα ελλείμματα αυτά μπορούν να μειωθούν, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αλλάξουν οι κανόνες του συστήματος, με βασικότερο αυτόν της αναπροσαρμογής των ορίων συνταξιοδότησης. Βεβαίως, για να πετύχουμε μία πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ εσόδων και δαπανών, προωθούμε σειρά πολιτικών για την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό –κυρίως γυναικών, νέων και συνταξιούχων– αλλά και την άνοδο της παραγωγικότητας. Και τα δύο μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερες εισφορές και μείωση των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι όσο μεγαλύτερες είναι οι μεταβιβάσεις του προϋπολογισμού προς το συνταξιοδοτικό σύστημα τόσο λιγότεροι είναι οι διαθέσιμοι πόροι για την άσκηση άλλων πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών πολιτικών.

Πάντως τις τελευταίες ημέρες προέκυψε η σχετική συζήτηση μετά από δικές σας δηλώσεις γύρω από το θέμα. Τι ακριβώς είπατε που την προκάλεσε;

Οντως, τις τελευταίες ημέρες έγινε μεγάλος και, κατά τη γνώμη μου, ανεξήγητος θόρυβος γύρω από αυτό το ζήτημα με αφορμή, εμμέσως, μια δήλωσή μου. Πριν από μερικές ημέρες βρισκόμουν σε τηλεοπτική εκπομπή, όπου ερωτήθηκα από συνάδελφό σας δημοσιογράφο που συμμετείχε στο πάνελ για την αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης. Απάντησα όπως έχω απαντήσει στο ίδιο ερώτημα πάνω από 30 φορές σε αντίστοιχα ερωτήματα σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις ή συνεντεύξεις σε εφημερίδες. Την επόμενη ημέρα ο συνάδελφός σας δημοσίευσε πρωτοσέλιδο άρθρο όπου παρέθετε επακριβώς την απάντησή μου, αλλά έδινε την ερμηνεία ότι από το 2026 αυξάνεται το όριο συνταξιοδότησης κατά ένα έτος. Από εκεί και μετά, η συζήτηση έγινε όχι πάνω στη δήλωσή μου, αλλά στη συγκεκριμένη ερμηνεία της.

Τι περιλαμβάνει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο; Ποια είναι τα σημεία-κλειδιά και ποιους αφορά;

Το νέο νομοσχέδιο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει την αναμόρφωση του πλαισίου της επαγγελματικής ασφάλισης ώστε να ενισχυθεί το εισόδημα των μελλοντικών συνταξιούχων με συμπληρωματική παροχή και ταυτόχρονα να καλλιεργηθεί κουλτούρα συνταξιοδοτικής αποταμίευσης. Οι βασικότερες παρεμβάσεις αφορούν την απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης επαγγελματικών ταμείων, την ενίσχυση της εποπτείας με μεταφορά της στην Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των ασφαλισμένων προς τον θεσμό, τη δυνατότητα δημιουργίας πολυεργοδοτικών ταμείων, τη θέσπιση κανόνων χρηστής διακυβέρνησης και τον εξορθολογισμό της φορολογικής αντιμετώπισης όμοιων συνταξιοδοτικών προϊόντων του δεύτερου πυλώνα. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει διατάξεις που έχουν στόχο τον εξορθολογισμό της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Κατ’ αρχάς υπάρχουν διατάξεις για την ενθάρρυνση της νόμιμης απασχόλησης συνταξιούχων με την κατάργηση της περικοπής του 30% της σύνταξης και τη θέσπιση αντ’ αυτού μη ανταποδοτικού πόρου ύψους 10% υπέρ e-ΕΦΚΑ πάνω στον μισθό των εργαζόμενων συνταξιούχων. Η διάταξη αυτή αναμένεται να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων συνταξιούχων αλλά και να ενθαρρύνει πολύ περισσότερους συνταξιούχους να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Προβλέπεται η δεύτερη για φέτος έκτακτη ενίσχυση των συνταξιούχων με προσωπική διαφορά, η δυνατότητα συνταξιοδότησης μη μισθωτών με οφειλές στον e-EFKA έως 30.000 ευρώ από 20.000 ευρώ που ισχύει σήμερα, η ενιαιοποίηση των προϋποθέσεων θεμελίωσης επικουρικής σύνταξης θέτοντας ως προϋπόθεση τη συμπλήρωση 15ετίας είτε σε έναν φορέα είτε με διαδοχική ασφάλιση, κάτι που σήμερα ισχύει μόνο για το πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η επέκταση του επιδόματος μητρότητας της ΔΥΠΑ για 9 μήνες και στις μη μισθωτές (αυτοαπασχολούμενες και αγρότισσες) μητέρες, ολοκληρώνοντας την εναρμόνιση κανόνων που είχε ξεκινήσει με την εξίσωση του διαστήματος παροχής του επιδόματος σε μισθωτές μητέρες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Τέλος, το τρίτο μέρος περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν τη ΔΥΠΑ με στόχο την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική λειτουργία των υπηρεσιών της προς όφελος των ανέργων και των λοιπών ωφελουμένων. Με το νομοσχέδιο αυτό το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με σταθερό στόχο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων συνεχίζει τη δουλειά που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη τετραετία τόσο με μεταρρυθμιστικές δράσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα όσο και με τον εξορθολογισμό και την ενιαιοποίηση των κανόνων της υφιστάμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας που έχουν άμεσο θετικό αντίκτυπο στο επίπεδο παροχών που λαμβάνουν οι πολίτες.