Αν έπρεπε να επιλέξω το κορυφαίο γεγονός της Μεταπολίτευσης, αβίαστα θα ανέφερα την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καλά, θα πει κάποιος, η επαναφορά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, μετά την πτώση της Χούντας, δεν αποτελούν εξίσου ή και μεγαλύτερους σταθμούς;
Από έναν άνθρωπο που πήγαινε σχολείο όταν επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών και πέρασε τα φοιτητικά του χρόνια στη μισαλλοδοξία της «Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών», η απάντηση είναι «ναι!». Αλλά ήταν η προοπτική ένταξης στην ΕΕ και, στη συνέχεια, η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας που σταθεροποίησαν, θεμελίωσαν βαθιά και ενίσχυσαν την ελευθερία και τη δημοκρατία που απολαμβάνουν τα τελευταία 50 χρόνια οι Έλληνες πολίτες.
Πράγματι, η ένταξη στην ΕΕ προϋπέθετε την πλήρη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της υποψήφιας χώρας. Δεν θα ήταν δυνατή η αποδοχή της Ελλάδας στην ΕΕ με ένα κομμουνιστικό κόμμα υπό καθεστώς διωγμού και μια «διαβλητή συνταγματική τάξη», όπως χαρακτήρισε ο βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, το καθεστώς που προϋπήρξε της δικτατορίας.
Οι στόχοι
Η οριστική θεμελίωση του δημοκρατικού καθεστώτος ήταν, λοιπόν, ο βασικός στόχος του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν, βγαίνοντας η χώρα από μια επταετία στον γύψο και με νωπές ακόμα τις μνήμες των καταστροφικών συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου, απεδύθη σε αγώνα δρόμου και πέτυχε την ταχεία ολοκλήρωση των περίπλοκων διαπραγματεύσεων ένταξης στην ΕΕ. Εγκυμονούσε τότε ο κίνδυνος, η ελληνική υποψηφιότητα να συνδεθεί με εκείνες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, δύο μεσογειακών χωρών με ανάλογο οικονομικό προφίλ, που είχαν και εκείνες, σχεδόν ταυτόχρονα με την Ελλάδα, αποτινάξει τον δικτατορικό ζυγό.
Ο δεύτερος λόγος για την ένταξη στην ΕΕ ήταν η εξασφάλιση της ειρήνης, της ασφάλειας της χώρας και της προστασίας των συνόρων της σε μια ιστορικά αποδεδειγμένα επικίνδυνη γειτονιά. Η Ελλάδα είχε βρεθεί το 1974 στα πρόθυρα του πολέμου λόγω της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, ενώ οι βόρειοι γείτονές μας, όλοι υπό κομμουνιστικό καθεστώς, συνιστούσαν τότε δυνητική απειλή για την ακεραιότητα της Ελλάδας. Η χρησιμότητα, από γεωπολιτικής άποψης, της ένταξης της χώρας φάνηκε και στη συνέχεια, όταν η περιοχή μας εισήλθε σε περίοδο μεγάλης αστάθειας, απόρροια της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων στα Βαλκάνια και του πολέμου στη διαμελιζόμενη Γιουγκοσλαβία.
Ο τρίτος λόγος που η Ελλάδα πίεσε για την προσχώρησή της στην ΕΕ ήταν η υπόσχεση οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, χάρη στην ένταξή της στην ευρωπαϊκή αγορά και τη δυνατότητα άντλησης τεράστιων πόρων για τη δημιουργία μοντέρνων υποδομών, τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της οικονομίας της.
Η Ελλάδα, με την ένταξή της στην ΕΕ (στην ΕΟΚ, όπως ονομαζόταν τότε), το 1981, ως το δέκατο κράτος-μέλος της Ένωσης (από τα 27 που μετρά σήμερα), κατάφερε να διεισδύσει ως ισότιμο μέλος σε μια πολύ «απαιτητική» ένωση κρατών, τις δυτικοευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι οποίες βρίσκονται στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας των ανεπτυγμένων χωρών. Ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα, αναναλογιστούμε το πολύ μικρότερο διάστημα που η χώρα μας είχε διανύσει στη νεότερη ιστορίας της ως ανεξάρτητο, ελεύθερο και δημοκρατικό κράτος. «Δεν κλείνεις την πόρτα στον Πλάτωνα», φέρεται να έχει σχολιάσει το αίτημα της Ελλάδας για ταχεία ένταξη ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας και μεγάλος φιλέλληνας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν.
Τα οφέλη
Η ιστορική δικαίωση του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής Ελλάδας είναι σήμερα αναμφισβήτητη. Από μικρός περιφερειακός παίκτης, η χώρα κάθισε στο μεγάλο τραπέζι των αποφάσεων. Εντάχθηκε σε όλες τις συνθήκες ολοκλήρωσης (Ευρωζώνη, Σένγκεν κτλ.), οι οποίες, μαζί με την προσχώρησή της νωρίτερα στο ΝΑΤΟ και τη στενή της σχέση με τις ΗΠΑ, την κατέστησαν πρωτοπόρο και υπόδειγμα στη Βαλκανική. Η Ελλάδα αναδείχθηκε σε success story για ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη, όλες οι χώρες της οποίας προσδοκούν να προσχωρήσουν στην ΕΕ αλλά πολλές δεν το έχουν ακόμα επιτύχει. Ας θυμηθούμε ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα στην περιοχή που αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό και ίδρυσε κράτος, και μάλιστα κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου. Προσχωρώντας στην ΕΕ, κατάφερε επιπλέον να συμπαρασύρει και να ανοίξει τον ευρωπαϊκό δρόμο στην άλλη χώρα του μείζονος ελληνισμού, την Κυπριακή Δημοκρατία.
Επρόκειτο για μια μεγάλη γεωπολιτική επιτυχία, δεδομένου ότι αποσυνδέθηκε η ένταξη της Μεγαλονήσου από την απαίτηση της πρότερης επίλυσης του Κυπριακού που ακόμα λιμνάζει.
Η Ελλάδα εκσυγχρονίστηκε, εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ επιχορηγήσεων εισέρρευσαν από τα ευρωπαϊκά ταμεία καθώς και φθηνά ευρωπαϊκά δάνεια, και μεταμόρφωσαν βαθιά τον οικονομικό ιστό της χώρας. Οι πολίτες, από τη μεριά τους, βελτίωσαν σημαντικά το επίπεδο διαβίωσής τους και παράλληλα απέκτησαν το προνόμιο της ελεύθερης εγκατάστασης, εργασίας και οικονομικής δραστηριότητας –χωρίς διατυπώσεις– σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ένωσης.
Από τα δε μέσα της δεκαετίας του ‘80, οι πόροι των ευρωπαϊκών ταμείων αυξήθηκαν προς όφελος των χωρών «συνοχής» της ΕΕ, στις οποίες κατετάγη –λόγω χαμηλότερης ανάπτυξης– και η χώρα μας, με στόχο τη «σύγκλισή» της με τις πιο προηγμένες οικονομίες.
Σε αυτά προστέθηκε πρόσφατα, λόγω πανδημίας, το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο η Ελλάδα αντλεί τεράστια ποσά –υψηλότερα από ποτέ και καθοριστικά, αν επενδυθούν σωστά– για την οικονομική της ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Το Ταμείο αυτό εισήγαγε μάλιστα ένα νεωτερισμό αλληλεγγύης πολύ συμφέροντα για την Ελλάδα. Διανέμει τους πόρους του στις πιο ευάλωτες χώρες-μέλη –μεταξύ των οποίων και η χώρα μας– ανάλογα με τις ανάγκες τους, ενώ οι πόροι αυτοί χρηματοδοτούνται από όλους τους εταίρους, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, μέσω κοινού δανείου (ευρωομόλογο).
Το όφελος της ένταξης δεν ήταν, όμως, μόνο οικονομικό. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι ευρωπαϊκοί κανόνες προστασίας του κράτους δικαίου και όλων των συνισταμένων του είναι αυστηροί. Το γεγονός αυτό καθώς και η νέα αίσθηση ότι μας παρακολουθούν από κοντά «οι έξω», οδήγησαν στη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας μας αλλά και στην οικοδόμηση, με βάση το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, ενός κράτους πρόνοιας σχεδόν ανύπαρκτου μέχρι το 1981.
Σημειωτέον ότι στο σημαντικό θέμα της ελληνικής γλώσσας, αυτή κατέστη ισότιμη επίσημη γλώσσα της Ένωσης και υποστηρίχτηκε στα συστήματα πληροφορικής παγκοσμίως. Στην καθημερινή μας ζωή, στην οποία υπεισήλθε η ευρωπαϊκή νομοθεσία, αναπτύχθηκαν υψηλά πρότυπα διαβίωσης.
Ενδεικτικός ο τομέας του περιβάλλοντος, όπου διασφαλίστηκε η ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε και του νερού που πίνουμε, βελτιώθηκε σημαντικά το αέναο πρόβλημα της διαχείρισης των σκουπιδιών και των λυμάτων σε όλη την επικράτεια, ενώ πολλαπλασιάστηκαν τα μέτρα καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής. Για λόγους δε ασφάλειας των πολιτών, ενισχύθηκε η σήμανση των τροφίμων και των εμπορικών προϊόντων, καθώς και ο ανταγωνισμός για την επίτευξη καλύτερων τιμών προς όφελος των καταναλωτών.
Επιπλέον, η ασφάλεια στον χώρο της εργασίας και η προστασία των εργαζόμενων έγιναν προτεραιότητα.
Οργανώθηκαν μεγάλης κλίμακας ανταλλαγές φοιτητών μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων των κρατών-μελών –μέσω τουπρογράμματος Erasmus–, ενώ διευκολύνθηκε η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων που προέκυπταν από την απόκτηση τίτλων σπουδών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και μην ξεχνάμε στον χώρο της υγείας, την τεράστια επιχείρηση, κατά την πρόσφατη πανδημία, παρασκευής, αγοράς και διάθεσης στους Ευρωπαίους πολίτες μιας νέας γενιάς εμβολίων. Την επιχείρηση αυτή κατέστρωσε και εκτέλεσε ταχύτατα η ΕΕ, ένα πολύ φιλόδοξο εγχείρημα σε μια εποχή παγκόσμιου πανικού, που είχε ως αποτέλεσμα την ανάσχεση του κορονοϊού και τη σωτηρία εκατομμυρίων πολιτών.
Εντωμεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση μεταλλασσόταν, υπό την ηγεσία του τότε (1985-1995) προέδρου της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ –μιας τεράστιας πολιτικής προσωπικότητας για την Ευρώπη–, από κοινή αγορά σε μια πιο βαθιά οικονομικο-πολιτική ένωση με αυξημένες αρμοδιότητες σε θέματα που βρίσκονταν μέχρι τότε αποκλειστικά στην καρδιά της δικαιοδοσίας των εθνικών κρατών.
Η «Ωραία Κοιμωμένη», την οποίαν είχε παραλάβει το 1985, βασισμένη στα γεωργικά πλεονάσματα, τον συρρικνωμένο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και τα αδιέξοδα, λόγω της απαιτούμενης ομοφωνίας για τη λήψη όλων των αποφάσεων, αφυπνίστηκε. Μεταμορφώθηκε σε μια πολυσχιδή ένωση που αποφάσιζε ταχύτερα και κατά πλειοψηφία, σε μια σειρά από διαρκώς αυξανόμενους τομείς.
Πέρα από τις δύο εμβληματικές κατακτήσεις της προεδρίας του –τη δημιουργία μιας εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς χωρίς σύνορα και τη θεαματική αύξηση των κονδυλίων των ευρωπαϊκών ταμείων για τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, τις χώρες «συνοχής», όπως σημειώθηκε πιο πάνω–, ο Ζακ Ντελόρ προχώρησε και σε άλλες φιλόδοξες πρωτοβουλίες: εισαγωγή του ευρωπαϊκού κοινού νομίσματος, δημοσιονομική πειθαρχία, προστασία των συνόρων, διαφύλαξη της ελευθερίας των διεθνών συναλλαγών κ.ά.
Αυτές οι πρωτοβουλίες εμπεριείχαν πρόσθετη παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην ΕΕ από τα κράτη-μέλη, επεκτείνοντας και εμβαθύνοντας την Ένωση, που ξεπερνούσε την έννοια της κοινής αγοράς, και αποκτούσε τώρα ομοσπονδιακές φιλοδοξίες και χαρακτηριστικά. Ο στόχος ήταν να καταστεί η Ένωση –και το πέτυχε– πιο συμπαγής, πιο αποτελεσματική και πιο ανταγωνιστική για να αντιμετωπίσει με νέα εργαλεία τους δημογραφικά και οικονομικά αναπτυσσόμενους –με μεγάλη ταχύτητα– νέους, ισχυρούς ανταγωνιστές της σε μια παγκοσμιοποιημένη υφήλιο.
Συνοψίζοντας, η ΕΕ, κατά την πρώτη περίοδο από την ένταξη της Ελλάδας, άπλωσε πάνω από τη χώρα μας ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας και στήριξης, που της παρείχε ασφάλεια, ανάπτυξη, ευημερία και διασφάλιζε τη δημοκρατία σε ένα ταχύτατα μεταλλασσόμενο παγκόσμιο περιβάλλον όπου αναδύονταν νέες φιλόδοξες δυνάμεις. Το δόγμα «Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση», που αρχικά αμφισβητήθηκε, είχε πλέον επαληθευθεί: η Ελλάδα είχε αποκτήσει ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Τα πέτρινα χρόνια
Μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, το success story της Ελλάδας, που άγγιξε το ζενίθ με την επιτυχή διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και την εξάπλωση της ζώνης επιρροής της στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια, θα μετατρεπόταν σε τραγωδία, μια τραγωδία με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, Συμπληγάδες Πέτρες και κάθοδο στον Άδη.
Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά ο πιο θεμελιώδης είναι η μονόπλευρη ανάπτυξη, η οικονομική μεγέθυνση βασισμένη σε ένα μη βιώσιμο οικονομικό μοντέλο. Ήδη από την εποχή τηςένταξης στην ΕΕ υπήρχε πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν προσαρμόστηκε στην κατάργηση των τελωνειακών δασμών που προστάτευαν μέχρι τότε τα προϊόντα «Μade in Greece». Σχηματικά, η χώρα έχοντας απολέσει την ανταγωνιστικότητα της, έκλεισε, ελλείψει βιομηχανικής πολιτικής και ανάληψης επιχειρηματικού ρίσκου από τον ιδιωτικό τομέα, τα πτωχευμένα εργοστάσιά της ή τα παρέδωσε σαν βαρίδια στο κράτος. Μειώθηκε δραματικά η ελληνική παραγωγή και αντικαταστάθηκε από εισαγωγές ξένων προϊόντων. Παράλληλα η χώρα προέβη σε αλόγιστο δανεισμό, ο οποίος επιτάθηκε όταν υιοθετήθηκε το ευρώ, λόγω των χαμηλών επιτοκίων που εφαρμόζονταν τότε οριζοντίως και αδιακρίτως στο σύνολο της Ευρωζώνης.
Αυτό είχε ως συνέπεια την εμφάνιση και, στη συνέχεια, αύξηση των «δίδυμων ελλειμμάτων», δηλ. του ελλείμματος του προϋπολογισμού και του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, ένα εκρηκτικό από κάθε άποψη μείγμα. Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά κονδύλια επιχορηγήσεων, αντί να χρησιμοποιηθούν για να ανατάξουν τις παραγωγικές δομές της χώρας, κατασπαταλήθηκαν, πολλές φορές στον βωμό των πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτικών κομμάτων και πολιτών-ψηφοφόρων. Η Ελλάδα, παρά τον ποταμό των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων, βρέθηκε πίσω από άλλες χώρες που, όταν εντάχθηκαν στην ΕΕ, ήταν φτωχότερες από αυτήν (π.χ. Πορτογαλία, Ιρλανδία). Έτσι προέκυψε μια χώρα που, εθισμένη στις γενναιόδωρες ευρωπαϊκές ενέσεις πλούτου, ζούσε δανειζόμενη από τις αγορές για να καλύπτει ακόμα και τα τρέχοντα έξοδά της (π.χ. να πληρώνει μισθούς και συντάξεις), ενώ επικρατούσε ένας άκρατος, ανέμελος καταναλωτισμός εισαγόμενων προϊόντων παράλληλα με την απουσία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.
Πέραν του οικονομικού προβλήματος, διαπιστώθηκε ότι η χώρα δεν είχε καταφέρει να οικοδομήσει ένα αληθινά σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με ισχυρούς θεσμούς, ανεξάρτητες αρχές, διαφανείς υπόλογες δομές, «αντίβαρα» (checks and balances) που θα διασφάλιζαν ένα μοντέλο χρηστής διακυβέρνησης και διαφανούς διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Όταν αποκαλύφθηκε το μέγεθος του ελληνικού προβλήματος, το αρνητικό παράδειγμα της απόκρυψης από την κυβέρνηση του πραγματικού ελλείμματος του προϋπολογισμού, κυρίως του έτους 2009, επιδείνωσε την κρίση εμπιστοσύνης των εταίρων μας απέναντι στη χώρα (η οποία μάλιστα θα σύρει για πάνω από μια δεκαετία στα δικαστήρια τον επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, που προσπάθησε να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της). Ο πρόεδρος του Eurogroup και μετέπειτα, στα χρόνια της κρίσης, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ανήγγελλε τον Οκτώβριο του 2009: «The game is over». Η Ελλάδα διάβηκε τότε τις πύλες της κόλασης.
Είχε βέβαια και η Ευρώπη μεγάλες ευθύνες για τις αρνητικές αυτές εξελίξεις. Μας δέχτηκε μεν στους κόλπους της ως αυτονόητη αποπληρωμή ενός ιστορικού χρέους, αλλά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της δε λειτούργησαν εγκαίρως·υπήρξε μεγάλος εφησυχασμός που επιδείνωσε την κατάσταση, η οποία θα
ήταν λιγότερο δραματική αν η διάγνωση είχε γίνει εγκαίρως και τα θεσμικά φρένα είχαν λειτουργήσει νωρίτερα.
Το χειρότερο μάλιστα ήταν ότι, όταν ήρθε στην επιφάνεια το 2010 το μέγεθος του προβλήματος δανειοδότησης, δηλ. χρηματοδότησης, της χώρας και της αδυναμίας αποπληρωμής του υφιστάμενου χρέους της, διαπιστώθηκε ότι η Ευρωζώνη δε διέθετε τους μηχανισμούς συλλογικής άμυνας (εξαιτίας του δόγματος του «no bailout», δηλ. της μη νομισματικής αλληλεγγύης). Το γεγονός αυτό βύθισε, πρώτα την Ελλάδα και μετά και τις άλλες ευάλωτες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία κ.ά.), σε μια κρίση, η αντιμετώπιση της οποίας ισοδυναμούσε με εναέρια επιχείρηση κατάσβεσης πυρκαγιάς χωρίς πρότερη εκπαίδευση στον χειρισμό αεροσκάφους!
Τελικά, παρά την καθυστέρηση που σηματοδότησε η πρώτη περίοδος της κρίσης, η Ευρώπη κινήθηκε προς τη σωστή κατεύθυνση και δημιούργησε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (European Stability Mechanism – ESM), που κατάφερε να διαθέσει τεράστιου ύψους κονδύλια για να σβήσει την πυρκαγιά που είχε ανάψει η κρίση της Ευρωζώνης.
Η επώδυνη διάσωση
Έναντι των δανείων που διατέθηκαν και του κουρέματος ενός μεγάλου τμήματος του δημόσιου χρέους (PSI), η χώρα υποχρεώθηκε να μπει στη δίνη των Μνημονίων προσαρμογής, μια απίστευτη δεκαετή Οδύσσεια (η χώρα μπήκε σε ύφεση το 2008) για τους Έλληνες πολίτες. Από τις δραστικές περικοπές και τα δρακόντεια μέτρα που επιβλήθηκαν λόγω της «εσωτερικής υποτίμησης», η χώρα έχασε το 25% του εισοδήματός της.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η έλλειψη στο εσωτερικό της χώρας πολιτικής συναίνεσης ως προς το δέον γενέσθαι αποτυπώνεται στο γεγονός ότι στην ελληνική περίπτωση χρειάστηκε η σύναψη τριών διαδοχικών Μνημονίων –ενός Γολγοθά χωρίς τέλος– έναντι ενός μόνο Μνημονίου που χρειάστηκαν για ν’ ανακάμψουν οι άλλες χώρες σε κρίση. Κάθε επίδοξος πρωθυπουργός υποσχόταν –προκειμένου να εκλεγεί– διαφορετική συνταγή εξόδου από την κρίση, για να καταλήξει, μετά την ανάληψη της εξουσίας, εκών άκων, να πράττει ακριβώς τα ίδια.
Η προσαρμογή της χώρας στο ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης και διαχείρισης του κοινού νομίσματος –αυτός ήταν ο στόχος της προσφυγής στα μνημόνια– ήταν αναπόφευκτη.
Μόνο που έγινε με τρόπο πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και συχνά άγριο, με την αιτιολογία ότι η χώρα μας είχε εκτροχιαστεί τελείως. Δε γνωρίζω άλλη περίπτωση τόσο μεγάλης και βίαιης περικοπής μισθών, συντάξεων, κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αδιαφάνειας του τρόπου λήψης καίριων αποφάσεων σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα εν καιρώ ειρήνης.
Παράλληλα υπήρξε μια άνευ προηγουμένου στοχοποίηση, αν όχι δαιμονοποίηση, της Ευρώπης από τους Έλληνες πολιτικούς για να απεκδυθούν ιδίων ευθυνών για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα. Αυτά έφεραν μεγάλες ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό και δίχασαν τη χώρα.
Ο ελληνικός λαός βρέθηκε σε απόγνωση, κατελήφθη από μεγάλο θυμό, η εμπιστοσύνη του απέναντι στο κράτος και την Ευρώπη εξανεμίστηκε. Την ίδια ώρα ο λαϊκισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί σε μια κοινωνία που, περιπλανώμενη στον δαίδαλο των Μνημονίων, είχε χάσει τον βηματισμό της. Ο Μινώταυρος ήταν πάντα έξω φρενών. Ζήσαμε τότε την εκλογική εκτίναξη ενός ναζιστικού κόμματος σε Τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη της χώρας– προτού ακόμα αποδειχθεί ότι επρόκειτο για εγκληματική οργάνωση–, η ηγεσία του οποίου βρίσκεται σήμερα στη φυλακή.
Παραλίγο Grexit
Η Ελλάδα διακινδύνευσε τότε την έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα επερχόταν σχεδόν αυτομάτως –όπως έχουν επιβεβαιώσει έγκριτοι νομικοί– σε περίπτωση εξόδου από την Ευρωζώνη, κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα το καλοκαίρι του 2015, με το βροντερό «όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Εκείνη τη νύχτα έζησα τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της καριέρας μου, όταν τα καθήκοντά μου ως Αντιπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα μ’ ενέπλεξαν στο απίστευτο θρίλερ που διαδραματίστηκε για να κρατηθεί η Ελλάδα εντός της ΕΕ. Ήταν η δεύτερη –και πιο επικίνδυνη– φορά που η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού του Grexit. Είχε προηγηθεί, τον Οκτώβριο του 2011, η αναγγελία ενός άλλου δημοψηφίσματος, το οποίο ευτυχώς δε διοργανώθηκε ποτέ, λόγω συνειδητοποίησης, την τελευταία στιγμή, από την κυβέρνηση και υπό την πίεση των εταίρων μας, των καταστροφικών συνεπειών που θα είχε μια αρνητική ετυμηγορία.
Μπορεί όντως να φανταστεί κανείς ποια θα ήταν η τύχη της χώρας μας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, «έξω από το μαντρί», σε μία υφήλιο με καλπάζουσες μεταλλάξεις, κινδύνους και απειλές τόσο σε γεωπολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο, για να μην αναφερθώ στο εσωτερικό μέτωπο και στον κίνδυνο ακόμα και ενός νέου εμφυλίου;
Πράγματι, είχε γίνει στο μεταξύ γνωστό ότι το καλοκαίρι του 2015, η ΕΕ, ενόψει του πιθανολογούμενου Grexit, είχε έτοιμο σχέδιο ανθρωπιστικής βοήθειας, σύμφωνα με το οποίο, η Ένωση θα παρείχε στη χώρα φάρμακα, τρόφιμα, καύσιμα κτλ. για ένα διάστημα, γιατί θα έκλειναν οριστικά οι στρόφιγγες του ευρώ και οι εισαγωγές θα γίνονταν αδύνατες. Ο κολοσσός που λέγεται Ηνωμένο Βασίλειο αποκόπηκε από την Ενωμένη Ευρώπη και ζει σήμερα μια πολύ διαφορετική, γκρίζα πραγματικότητα σε σχέση με εκείνη που του έταξαν οι Brexiters πολιτικοί του, οι οποίοι έχουν εξαφανιστεί στην κυριολεξία από την πολιτική σκηνή της
χώρας τους. Ο λαϊκισμός οδήγησε εκεί έναν Γολιάθ! Ένας Δαβίδ σαν την Ελλάδα, παρά τις παλινωδίες «της πρώτης φοράς Αριστερά», κατάφερε ευτυχώς να ανακρούσει πρύμνα, έστω και αν αυτό συνέβη την τελευταία στιγμή, όταν βρισκόταν μετέωρη στο χείλος της αβύσσου.
Τι άλλαξε η κρίση
Η κρίση ήταν τέτοιας έντασης που ζήσαμε το παράδοξο η κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς –της οποίας, ειρήσθω εν παρόδω, την αναρρίχηση στην εξουσία δύσκολα αποδέχτηκε το πολιτικό κατεστημένο της χώρας– να επιβάλει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, πολλές φορές πιο αυστηρά από εκείνα που είχαν πάρει προηγουμένως οι «αστικές» κυβερνήσεις.
Τελικά η χώρα κατάφερε να κλείσει το τρίτο Μνημόνιο, κατά τους ειδήμονες το πιο δαπανηρό, αλλά τουλάχιστον το τελευταίο.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 2015, στην καρδιά της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, μία άλλη κρίση, η προσφυγική, τροφοδοτούμενη κυρίως από τον εμφύλιο στη Συρία, που οδήγησε ένα περίπου εκατομμύριο ανθρώπους να αποβιβαστούν στα ελληνικά νησιά και από εκεί να διασχίσουν τη χώρα κατευθυνόμενοι οι περισσότεροι προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Παρά τα λάθη, τις καθυστερήσεις και τον διχασμό που προκάλεσε αυτή η τραγωδία, η Ελλάδα τελικά διασώθηκε και αυτό το οφείλει προπάντων στην ανθεκτικότητα του λαού της. Το οφείλει επίσης σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που βρέθηκαν κατά την περίοδο αυτή στο τιμόνι της χώρας. Η καθεμία από αυτές, μπορεί στην προσπάθεια εξόδου από τη κρίση να θυσίασε ένα κομμάτι της ψυχής της, να έκανε λάθη, να αύξησε τον λογαριασμό, αλλά εντέλει επιτέλεσε το πατριωτικό καθήκον σωτηρίας της χώρας αψηφώντας το περίφημο πολιτικό κόστος, γεγονός πρωτόγνωρο στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Η διαχείριση της εξουσίας, στα πέτρινα χρόνια των Μνημονίων, από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, συνέτεινε, παρά το υψηλό κόστος, στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας πιο ρεαλιστικής, πιο ανοικτής στους συμβιβασμούς, πιο ώριμης, πιο συνειδητοποιημένης ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και τρίτοι εύκολοι δρόμοι. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα η εχθροπάθεια έχει υποχωρήσει αρκετά, υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή, συναντίληψη στο τι πήγε λάθος, ενώ αντιμετωπίζουμε πιο συναινετικά, με περισσότερη ειλικρίνεια τις στρεβλώσεις που πρέπει να διαχειριστούμε, ώστε να μη χαθούν οι θυσίες που έγιναν, για να μην ξαναζήσουμε ούτε εμείς ούτε τα παιδιά και τα εγγόνια μας παρόμοιο δράμα.
Η Ευρώπη στάθηκε στο πλευρό της Ελλάδας παρέχοντας το μεγαλύτερο πακέτο στήριξης που δόθηκε ποτέ σε χώρα στα παγκόσμια χρονικά, ενώ παράλληλα βοήθησε με μια ομάδα διεθνών εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου (Task Force for Greece), στην προσπάθεια να βελτιωθεί ο κρατικός μηχανισμός και να ξεκινήσουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ούτως ώστε να αποκτήσει η Ελλάδα μια δημόσια διοίκηση πιο αποτελεσματική, πιο ακέραια και πιο αποστασιοποιημένη από την πολιτική.
Παρά τις βελτιώσεις όμως, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να είναι αναποτελεσματικό, τα Mνημόνια και οι μεταρρυθμίσεις δεν κατάφεραν να το αλλάξουν ριζικά ώστε να είναι υπόλογο, και να δουλεύει προς όφελος των πολιτών με επαγγελματισμό και αίσθημα ευθύνης. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που μια πραγματικά μεταρρυθμιστική κυβέρνηση πρέπει ν’ αντιμετωπίσει με θάρρος και ενέργεια!
Δεν είναι αποδεκτό, 200 χρόνια από την επανάσταση που οδήγησε στη σύσταση του ελληνικού κράτους, να μην έχουμε το σχέδιο, τους ανθρώπους, τις υποδομές για να χτίσουμε μια διοίκηση που ν’ ανταποκρίνεται στις θεμιτές προσδοκίες που τρέφει ο Έλληνας φορολογούμενος. Αισθάνθηκα προσωπικά πληγωμένος από την, κατ’ ουσίαν ορθή, αποστροφή του βαθιά φιλέλληνα προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ: «Η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο έθνος, δεν είναι όμως κράτος!».
Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν κατά την περίοδο των Μνημονίων ήταν πάντως μεγάλης σημασίας και επιτρέπουν στη χώρα να έχει σήμερα ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Μεταξύ άλλων, θα αναφέρω την ανεξαρτητοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ για την προστασία της αντικειμενικότητας των στατιστικών στοιχείων (η ανακρίβειά τους είχε πυροδοτήσει την κρίση), και της ΑΑΔΕ, για τη συλλογή των φορολογικών εσόδων μακριά από πολιτικές παρεμβάσεις, την εισαγωγή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης που μείωσε την κατασπατάληση πόρων, τον συντονισμό των υπουργείων μέσω ενός νεοσύστατου διυπουργικού οργάνου, τη συγχώνευση των δεκάδων συνταξιοδοτικών ταμείων και τον εξορθολογισμό του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών αποδοχών. Ακόμα, τη δημιουργία ενιαίου μισθολογίου δημοσίων υπαλλήλων, τη δημιουργία ενιαίας Αρχής για την προκήρυξη και κατακύρωση των διαγωνισμών προμήθειας από το Δημόσιο αγαθών και υπηρεσιών κτλ.
Το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας κατέστη πιο βιώσιμο, οι εξαγωγές αυξήθηκαν καθώς και οι επενδύσεις, αν και αυτές οι τελευταίες περιορίζονται συνήθως σε χαμηλής εξειδίκευσης τομείς (ακίνητα, τουρισμός κτλ.), που, μεταξύ άλλων, δεν παρέχουν ικανοποιητικές αμοιβές στους εργαζόμενους και γι’ αυτό συνεχίζεται το brain drain. Το δημόσιο χρέος, αν και παραμένει υψηλό σε απόλυτο μέγεθος, ρυθμίστηκε και η ετήσια εξυπηρέτησή του είναι πλέον βιώσιμη, χάρις στα χαμηλά επιτόκια και τον μεγάλο χρόνο αποπληρωμής, ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν δεσμευθεί για περαιτέρω διευκολύνσεις, αν χρειαστεί, μια στήριξη, που μαζί με το κούρεμα του χρέους, δόθηκε μόνο στην Ελλάδα. Η χώρα παραμένει όμως ευάλωτη και με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, γι’ αυτό θα πρέπει να συνεχίσει την προσπάθεια διαφοροποίησης και αναβάθμισης του οικονομικού της μοντέλου, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας και την πολύ, πάρα πολύ προσεκτική διαχείριση των δημοσιονομικών. Η εγρήγορση πρέπει να είναι συνεχής, οι βαθιές πληγές της κρίσης δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Η μέχρι τώρα πορεία της χώρας στην ενωμένη Ευρώπη μάς έμαθε ότι η ΕΕ δεν σημαίνει μόνο κονδύλια, αλλά και αξίες, ισχυρούς θεσμούς και εφαρμογή κανόνων: κανόνων δικαίου, κανόνων χρηστής και αποτελεσματικής διοίκησης, κανόνων διαφανούς διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων καθώς και καταπολέμηση της διαφθοράς. Επίσης, αντιμετώπιση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και, πάνω από όλα, αξιοκρατία, ένας μεγάλος στόχος από τον οποίον η χώρα μας απέχει ακόμα πολύ.
Το μάθημα για την Ελλάδα ήταν σκληρό, μερικές φορές τιμωρητικό, ενώ η ίδια κατέστη ένα είδος εργαστηρίου, αφού ήταν δυστυχώς η πρώτη χώρα της ΕΕ που χτυπήθηκε από τη κρίση και βρέθηκε έτσι να πλέει σε αχαρτογράφητα νερά. Η Ευρώπη είναι ατελής, αλλά λειτουργεί αναντίρρητα προς όφελός μας. Η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της αποτελεί εγγύηση για τη δημοκρατία μας και το κράτος δικαίου, κρατώντας ψηλά τον πήχυ για τις απαιτούμενες αλλαγές. Το μέλλον μας είναι εδώ, μέσα σ’ αυτή την Ένωση που τελικά δεν μας εγκατέλειψε. Οι Έλληνες πολίτες και τα πολιτικά κόμματα, παρά το γεγονός ότι εκτιμούν πως δεν εισακούγονται επαρκώς από την Ευρώπη, εκφράζονται πλέον συντριπτικά υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, καθώς θεωρούν ότι έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας.
Ο πρόεδρος Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επισκεπτόμενος τη χώρα μας εν μέσω της κρίσης, είχε δηλώσει: «Η Ελλάδα είναι Ευρώπη και η Ευρώπη είναι Ελλάδα».
Και τώρα, τι, στη νέα εποχή;
Σήμερα η Ελλάδα, μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη, βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις, που ενέχουν μεγάλους κινδύνους αλλά και ευκαιρίες.
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι αναμφισβήτητα η κλιματική αλλαγή, η οποία θα πλήξει περισσότερο και πιο γρήγορα τη νότια Ευρώπη με εφιαλτικά σενάρια και σκληρές συνέπειες για τους Έλληνες πολίτες, τον τουρισμό, τη γεωργία, την οικονομία, τη ζωή μας. Η απειλή που επικρέμεται πάνω από την Ελλάδα είναι άμεση και χρειάζεται κατεπείγουσα αντιμετώπιση. Στη χώρα μας γίνεται δυστυχώς περιορισμένη αναφορά και ουσιαστική κινητοποίηση σ’ αυτό το τεράστιο θέμα, δηλ. τα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ενώ βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή κυριολεκτικά του πυρός, και τα καιρικά φαινόμενα είναι όλο και πιο ακραία και οι καταστροφές όλο και πιο μεγάλες.
Το περιβάλλον δεν έχει σύνορα, έτσι η λήψη μέτρων, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να αναλαμβάνεται σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό πεδίο, όπως το ευρωπαϊκό, ιδιαίτερα καθώς η κλιματική αλλαγή δημιουργεί μετακινήσεις των πληττόμενων πληθυσμών από Αφρική και Ασία, δηλ. νέες προσφυγικές ροές, που στο μέλλον θα αυξηθούν σημαντικά. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να πρωτοστατήσει, σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής· η αποσπασματική ή καθυστερημένη αντιμετώπιση του φαινομένου από τη χώρα μας θα έχει ολέθριες συνέπειες.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, που πλήττει τη χώρα με πολύ ανησυχητικές προοπτικές, είναι η δημογραφική παρακμή, δηλ. η συνεχιζόμενη μείωση και γήρανση του πληθυσμού και, ως συνακόλουθο, του εργατικού δυναμικού. Είναι ζήτημα υπαρξιακό να μη βουλιάξει η Ελλάδα σ’ έναν κύκλο ύφεσης και συρρίκνωσης, ιδιαίτερα απέναντι σ’ ένα γείτονα που γιγαντώνεται πληθυσμιακά, οικονομικά και γεωστρατηγικά. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι μια χώρα εξασφαλίζει σταθερή οικονομική ανάπτυξη αν ο πληθυσμός των οικονομικά ενεργών αυξάνεται κατά 2% ετησίως. Η τόνωση της γονιμότητας είναι ένα μέτρο απαραίτητο αλλά ανεπαρκές, ο στόχος απόκτησης δύο παιδιών ανά ζευγάρι κρίνεται στην Ελλάδα ανέφικτος.
Χρειάζεται, επομένως, διεύρυνση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αφενός με την ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης, που είναι χαμηλή στη χώρα μας, αφετέρου με την οργανωμένη και κοινωνικά αποδεκτή προσφυγή στη μετανάστευση, η οποία κρίνεται από όλους τους ειδικούς αναγκαία. Η περιφερειακή ανάπτυξη είναι επίσης ένα χρήσιμο μέτρο· η επαρχία προσφέρει καλύτερες συνθήκες για τη δημογραφική ανάκαμψη και την πιο ισορροπημένη ανάπτυξη της χώρας.
Το τρίτο μεγάλο θέμα –που ανέδειξαν η πανδημία, η επιστροφή πριν από δύο χρόνια του πολέμου στην Ευρώπη, με την αδιανόητη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και γενικότερα οι γεωπολιτικές εξελίξεις– είναι η ανάγκη αυτονομίας της Ευρώπης σε θέματα στρατηγικής σημασίας. Ανάμεσά τους η παραγωγή τροφίμων, φαρμάκων και βιομηχανικών προϊόντων, η απρόσκοπτη λειτουργία της τροφοδοτικής αλυσίδας, ο ενεργειακός εφοδιασμός, οι τηλεπικοινωνίες, αλλά και η άμυνα και οι νέες τεχνολογίες. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ – ο πληθυσμός των οποίων θα συρρικνωθεί τις επόμενες δεκαετίες στο πενιχρό 5% του παγκόσμιου πληθυσμού–, θα πρέπει να πάρουν στους παραπάνω τομείς από κοινού πρωτοβουλίες, που να διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους και να προστατεύουν τους πολίτες, ιδιαίτερα όταν ενσκήπτει μια κρίση.
Μετατρέποντας την Ευρώπη από μια ήπια δύναμη, που είναι σήμερα, σε μια στιβαρή ένωση ισχύος, θα μπορεί η ΕΕ στο μέλλον να ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τους μεγάλους παίκτες, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και αύριο η Ινδία. Θα είναι μια δύσκολη
προσπάθεια γιατί, πλην του υψηλού κόστους, απαιτεί μια πιο συμπαγή Ευρώπη. Τη μετάλλαξη δηλ. της ΕΕ από ένωση οικονομικών συμφερόντων σε πολιτική και αμυντική ένωση κυρίαρχων κρατών, με επιστέγασμα την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κυριαρχίας.
Στο πλαίσιο της ανάγκης προσαρμογής σ’ ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο με πολλαπλούς κινδύνους και δεδομένης της μεγάλης διεύρυνσης, που θα γνωρίσει η ΕΕ τα προσεχή χρόνια, η Ελλάδα έχει συμφέρον στην περαιτέρω ενίσχυση της Ενωσιακής ολοκλήρωσης. Η καλύτερη εκδοχή για τη χώρα μας, αλλά, πιστεύω, και για την εξέλιξη της ίδιας της ΕΕ, είναι η μετατροπή της σε μια ένωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Όπου δηλ. η φωνή των μικρών μεγεθύνεται, με παράλληλη κατάργηση της ομοφωνίας σε όσους τομείς αυτή εξακολουθεί να υφίσταται (π.χ. στην εξωτερική πολιτική), ώστε οι νεοεντασσόμενες κυρίως χώρες να μην μπορούν να μπλοκάρουν τα βήματα προόδου προς αυτή την κατεύθυνση.
Σχηματικά, το Συμβούλιο της ΕΕ θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο της «Άνω Βουλής», όπου θα εκπροσωπούνται τα κράτη- μέλη της Ένωσης μέσω των κυβερνήσεων και θα αποφασίζουν κατά πλειοψηφία, παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δηλ. την «Κάτω Βουλή», όπου εκπροσωπούνται οι Ευρωπαίοι πολίτες μέσω άμεσα εκλεγμένων βουλευτών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε παγκόσμια κλίμακα ένα δημιούργημα χωρίς προηγούμενο, ένα οικοδόμημα του οποίου η κατασκευή δεν έχει ολοκληρωθεί, ένας προορισμός στον οποίο δεν έχουμε ακόμα φθάσει.
Βγαίνοντας από τα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο Zαν Μονέ, πατέρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ήδη προέτρεπε: «Συνεχίστε, συνεχίστε, δεν υπάρχει για τους ευρωπαϊκούς λαούς άλλο μέλλον από την Ένωση».
Η πορεία προς το μέλλον συνεχίζεται «η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο».