Είναι πλέον ορατό και διά γυμνού οφθαλμού ότι η αντιπολίτευση –το κάθε κόμμα χωριστά εννοείται– επιδιώκει να γίνει αποδέκτης μιας αρνητικής ψήφου και στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται η δημιουργία ανάλογου κλίματος μέσα από την καταστροφολογία, τον λαϊκισμό και τη λάσπη στον ανεμιστήρα. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και λοιπά κόμματα –ανεξαρτήτως του χώρου στον οποίο αυτοπροσδιορίζονται μεταξύ Άκρας Δεξιάς και Άκρας Αριστεράς– έχουν επιλέξει τον δρόμο των ακραίων επιθέσεων και της σκανδαλολογίας.

Εμφανίζοντας τη χώρα στο χείλος της καταστροφής –αν δεν την παρουσιάζουν να κατρακυλά ήδη στον γκρεμό– και τους πολίτες στα όρια της πείνας, έχουν ρίξει όλο το βάρος σε μια προσπάθεια αποδόμησης μέσω της φθοράς στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση της ΝΔ παίζοντας στην κυριολεξία τα ρέστα τους. Ειδικά αυτή την περίοδο ενόψει της ΔΕΘ για πολλούς και διάφορους λόγους.

Βασικότερος όμως λόγος είναι οι δημοσκοπήσεις μετά τη ΔΕΘ. Ουδέν εκ των κομμάτων της αντιπολίτευσης όπως και ουδείς εκ των διαφόρων παραγόντων που επενδύουν στην αλλαγή κυβερνητικού σχήματος με οποιονδήποτε τρόπο, επιθυμεί να καταγραφεί μια δημοσκοπική άνοδος της κυβέρνησης μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός οι οποίες αφορούν μόνιμα μέτρα μέσω της μείωσης της φορολογίας και σειρά παρεμβάσεων για τη μεσαία τάξη, την οικογένεια και τους συνταξιούχους.

Ο φόβος των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι εμφανής, ειδικά των επικεφαλής αυτών που αναζητούν εναγωνίως τρόπους για να παραμείνουν τα –δημοσκοπικά– ποσοστά της κυβέρνησης σε επίπεδα που να δημιουργούν τη δυνατότητα σεναρίων για την επόμενη ημέρα. Και αυτό για να μην υπάρξει μέτρο σύγκρισης με τη δική τους αδυναμία να πείσουν τους πολίτες ότι αξίζουν μια ευκαιρία.

Δεν είναι λίγοι άλλωστε αυτοί που υποστηρίζουν πως, μετά τη ΔΕΘ, τα εσωκομματικά προβλήματα στην αντιπολίτευση θα κάνουν εκ νέου την εμφάνισή τους ακόμα πιο έντονα λόγω και των διαδικασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη αναφορικά με τον Αλέξη Τσίπρα και το ενδεχόμενο δημιουργίας κόμματος.

Το μπαράζ των επιθέσεων κατά του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, που είναι σε εξέλιξη, συνδέεται άμεσα με την επόμενη ημέρα παρά το γεγονός πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει πιστός στη θέση σύμφωνα με την οποία οι πολίτες θα κρίνουν στο τέλος τόσο το έργο που θα έχει παραχθεί, όσο και το πρόγραμμα για την Ελλάδα του 2030.

Από τη δήθεν «μαύρη βίβλο» του ΠΑΣΟΚ και τις επιθέσεις –χωρίς πρόγραμμα– του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις αναρτήσεις και την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα, το κλίμα είναι αυτό που ενδιαφέρει και όχι η ουσία. Αν κάποιος ασχοληθεί με το τι προτείνουν στην αντιπολίτευση θα καταλάβει ότι επί της ουσίας η παροχολογία σε λογική προηγούμενων δεκαετιών είναι η κυρίαρχη γραμμή που όμως αντιβαίνει στην ίδια την πραγματικότητα. Αν κάποιος δει τι υποστηρίζουν και γιατί κατηγορούν τη σημερινή κυβέρνηση θα κατανοήσει το πρόβλημα που έχουν οι καταγγέλλοντες.

Το χειρότερο όμως –που έχει άμεση επίδραση στην κοινωνία και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν συνολικά τους πολίτες– είναι οι μισές αλήθειες που χρησιμοποιούν στη λογική του «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». Δηλαδή πιάνουν ένα γεγονός, και είτε αυθαίρετα είτε με fake news και υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας προκειμένου να βγάλουν ένα συμπέρασμα που εξυπηρετεί την αντιπολιτευτική τακτική τους, επιχειρούν να το παρουσιάσουν ως δεδομένο και αποδεκτό.

Έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τις αρχές του έτους και παρότι έχουν βρεθεί να αντιμετωπίζουν την πλήρη διάψευσή τους, επιμένουν και επανέρχονται. Αλλάζουν αφήγημα, πιάνουν νέα σενάρια και συνεχίζουν απευθυνόμενοι στο θυμικό των πολιτών. Τα παραδείγματα πολλά. Υπονοούμενα, συκοφαντίες και προσωπικές επιθέσεις από κόμματα που το έχουν κάνει και στο παρελθόν αλλά και από ορισμένα που –αν και θύματα τέτοιων πρακτικών– μπαίνουν στο ίδιο παιγνίδι διασύροντας πολιτικούς αντίπαλους.

Βέβαια, το 2025 δεν είναι 2015. Οι πολίτες εμφανίζονται σε πολλές περιπτώσεις να κρατούν αποστάσεις εξαιτίας πράξεων και παραλείψεων, εντούτοις δεν δείχνουν –για την ώρα– να επιλέγουν μια άλλη λύση, διότι αυτή δεν υπάρχει στον ορίζοντα ούτε και μέσω ενδεχόμενης επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα. Έχοντας στο παρελθόν διαπιστώσει –με τον πιο δύσκολο τρόπο– ότι η αρνητική ψήφος δεν είναι και η καλύτερη αντιμετώπιση είναι περισσότερο επιφυλακτικοί. Τηρούν στάση αναμονής και αναμένουν να συγκρίνουν προκειμένου στο τέλος να κρίνουν και ν’ αποφανθούν μέσω της ψήφου τους.

Σε κάθε περίπτωση, η σταθερότητα, η αντιμετώπιση κρίσεων και η δυνατότητα αξιοποίησης των δυνάμεων της χώρας για την ανάταξή της αποτελούν βασικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την κρίση των πολιτών. Φυσικά και η οικονομική κατάστασή τους που ως κριτήριο κανείς δεν παραγνωρίζει...
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».