Στις 23 Σεπτεμβρίου ο νέος υπουργός Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας Κουάσι Κουαρτένγκ προχώρησε εξαγγελίες ενός οικονομικού προγράμματος, ενός μίνι προϋπολογισμού επί της ουσία που ισοδυναμούσε με μια πραγματική επανάσταση στην οικονομική σκέψη. Ή με τον… τετραγωνισμό του κύκλου.
Ειδικότερα, ο «καγκελάριος του θησαυροφυλακίου» (chancellor of the exchequer), όπως είναι ο επίσημος τίτλος του, ανακοίνωσε το μεγαλύτερο πακέτο φοροαπαλλαγών στη Μεγάλη Βρετανία από το 1972 και ταυτόχρονα ένα πακέτο 60 δισεκατομμυρίων λιρών για τη στήριξη τω νοικοκυριών τους επόμενους έξι μήνες απέναντι στην εκτίναξη του ενεργειακού κόστους.
Ειδικότερα, ο βασικός φορολογικός συντελεστής για το φόρο εισοδήματος θα μειωθεί από το 20% στο 19%, δεν θα γίνει πράξη ένας φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις, αυτό που έχουν εισόδημα άνω των 150.000 λιρών θα δουν το φόρο να μειώνεται από το 45% στο 40%. Επιπλέον η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αυξήσει το δανεισμό για το φετινό οικονομικό έτος κατά 70 δισεκατομμύρια λίρες (3,2% του ΑΕΠ).
Η ελπίδα της κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας είναι ότι οι φοροαπαλλαγές θα φέρουν ανάπτυξης, με το στόχο να είναι η επιστροφή σε ανάπτυξη 2,5%.
Ωστόσο, φαίνεται ότι αυτό το φιλόδοξο σχέδιο δεν κατάφερε να πείσει τις αγορές. Δηλαδή, οι αγορές δεν πείστηκαν ότι η βρετανική κυβέρνηση θα κατάφερνε να εξασφαλίσει τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης και άρα τέτοια φορολογικά έσοδα που θα κάλυπταν το δημοσιονομικό «κενό» που δημιουργούσε ο συνδυασμός ανάμεσα σε φοροαπαλλαγές και αυξημένη κρατική δαπάνη. Αντιθέτως, είδαν ότι αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος δανεισμός σε συνθήκες αυξημένους πληθωρισμού και αναγκαστικά διευρυνόμενου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μια που μόνο το εξωτερικό χρέος θα κάλυπτε τη διαφορά. Μόνο που με τη σειρά του διευρυμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σημαίνει και πιο αδύναμη λίρα, εξ ου και η πίεση στο εθνικό νόμισμα και η υποχώρηση της ισοτιμίας. Κάτι που με τη σειρά του είναι αφετηρία και για άλλα προβλήματα, καθώς υποχώρηση της ισοτιμίας σημαίνει και μεγαλύτερο κόστος στην αποπληρωμή του χρέους.
Το κόστος δανεισμού και το ζήτημα με τα συνταξιοδοτικά ταμεία
Στην βρετανική περίπτωση αυτό συνδυάστηκε και με ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά των σύγχρονων αγορών. Πρώτα από όλα όταν μια χώρα πρόκειται να προχωρήσει σε πολύ μεγάλο δανεισμό εν μέσω μάλιστα υποχώρησης του εθνικού νομίσματος δημιουργούνται διάφορα αντανακλαστικά στις αγορές ομολόγων και βασικά μαζικές πωλήσεις ομολόγων, που σημαίνει ότι μεγαλώνουν και οι αποδόσεις τους. Ιδίως όταν ακόμη δεν έχει ξεκαθαριστεί ποιας κλίμακας θα είναι και η αύξηση των επιτοκίων στην οποία θα καταλήξει η Τράπεζα της Αγγλίας.
Πράγμα που σημαίνει ότι πολύ απλά σε μια περίοδο που η Βρετανία ετοιμάζεται να δανειστεί περισσότερο, βλέπει το κόστος δανεισμού να αυξάνεται σε σημαντικό βαθμό.
Όμως, τα ομόλογα, ιδίως τα μεγάλης διάρκειας και γενικά το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο δημόσιο χρέος είναι κομβική παράμετρος στους υπολογισμούς που κάνουν τα Συνταξιοδοτικά Ταμεία, που στη Βρετανία είναι από τους μεγαλύτερους παίκτες στην αγορά των θεσμικών επενδυτών. Ιδίως όταν αυτά εφαρμόζουν τακτικές διαχείρισης των επισφαλειών τους, δηλαδή των δεσμεύσεων που έχουν έναντι των ασφαλισμένων για την παροχή των συντάξεών τους. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε υποχρέωσε αρκετά Ασφαλιστικά Ταμεία επίσης να «ξεφορτωθούν» μακροπρόθεσμο δημόσιο χρέος και με τη σειρά του επέτεινε την αναστάτωση στις αγορές.
Η Τράπεζα της Αγγλίας παρεμβαίνει
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας ετοιμαζόταν να αρχίσει να πουλάει δημόσιο χρέος που έχει στην κατοχή της ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης» της προηγούμενης περιόδου, τώρα να αναγκάζεται να παρέμβει στις αγορές ομολόγων, δηλώνοντας ότι θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα μέχρις ότου θα σταθεροποιηθεί η αγορά, με ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 65 δισεκατομμυρίων λιρών.
Δηλαδή, αυξάνοντας τη ζήτηση για αυτά τα ομόλογα, θα προσπαθήσει να αντισταθμίσει την τάση υποτίμησής της και θα συγκρατήσει τις αποδόσεις, επαναφέροντας επιπλέον ένα βαθμό «ευταξίας» στις χρηματαγορές.
Οι αντικρουόμενες ατζέντες
Η περίπτωση της Βρετανίας δείχνει τι συμβαίνει όταν μια κυβέρνηση προσπαθεί να προωθήσει αντιφατικές στρατηγικές.
Η αντίληψη ότι η μείωση των φόρων θα φέρει ανάπτυξη είναι ένας κοινός τόπος των «φιλελεύθερων» ή «νεοφιλελεύθερων» πολιτικών εδώ και δεκαετίες. Όμως, την ίδια στιγμή έχει φανεί ότι δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη χρηματοδότηση κοινωνικών προγραμμάτων αλλά και υποδομών για την παραγωγή, ενώ δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι τα εισοδήματα που δεν καταλήγουν στη φορολογία μετατρέπονται αυτόματα σε επένδυση ή έστω κατανάλωση.
Παράλληλα, μια επιλογή να καλυφτεί η αναγκαστική επιπλέον κρατική δαπάνη που συνεπάγεται η συγκυρία της εκτίναξης των ενεργειακών τιμών απλώς και μόνο από δανεισμό και όχι από τη δημιουργία επιπλέον δημοσιονομικού χώρου (μέσα από αύξηση της φορολογίας ή/και μείωση των δαπανών) προϋποθέτει μια θέση στις διεθνείς αγορές που αυτή τη στιγμή η Βρετανία απλώς δεν κατέχει. Λέγοντάς το διαφορετικά: η Βρετανία έχει «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ, αλλά δεν είναι ΗΠΑ, ούτε η λίρα είναι δολάριο. Ότι οι ΗΠΑ μπορούν να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους μέσα από τη διαρκή προσέλκυση δανεισμού, έχει να κάνει ακριβώς με το ότι το δολάριο εξακολουθεί να είναι το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς, ένα πλεονέκτημα που οι ΗΠΑ αργούν ακόμη να απολέσουν και που ταυτόχρονα σημαίνει ότι δεν μπορούν όλες οι χώρες να ακολουθήσουν τόσο εύκολα τις επιλογές τους.
Τα όρια της «σκέψης Brexit»
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τον τρόπου που αρκετοί στο Συντηρητικό Κόμμα αντιλήφθηκαν το Brexit και το πώς θα απελευθέρωνε τη Βρετανία.
Θυμίζουμε ότι η ρητορική υπέρ του Brexit από τη μεριά των Συντηρητικών υποστηρικτών του δεν είχε σχέση με την «αντιευρωπαϊκή» ρητορική π.χ. της ευρωπαϊκής Αριστεράς και τις επιπτώσεις της οικονομικής, νομισματικής και τελικά πολιτικής αρχιτεκτονικής του ευρώ.
Στην περίπτωση των βρετανών Συντηρητικών υπήρχε μια φαντασιακή προβολή μιας Βρετανίας που απαλλαγμένη από όλα τα ευρωβαρίδια θα διεκδικούσε και πάλι έναν ισχυρό αυτόνομο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία.
Μόνο που ανάμεσα στην ιδεολογική προβολή και την πραγματικότητα υπάρχει συχνά μεγάλη απόσταση. Όπως ακριβώς στη μακρά και επίπονη διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της ρήξης αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετικά μικρή η εκ των προτέρων επίγνωση των δυσκολιών που είχε η διαδικασία αυτή, έτσι και στην περίπτωση της χάραξης οικονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση Τρας φαίνεται ότι υπάρχει μια διαρκής υπερεκτίμηση των πραγματικών δυνατοτήτων της βρετανικής οικονομίας (ιδίως των δημοσιονομικών) σε μια συγκυρία που περιλαμβάνει όλο και περισσότερα προβλήματα και όλο και μεγαλύτερες αβεβαιότητες.