Στην πρώτη γραμμή του πολέμου, έδιωχνε τον φόβο γράφοντας ποιήματα στη μητρική του γλώσσα- τα ρουμέικα. Αισθανόταν δυνατός, μεταφράζοντας στη διάλεκτό του κλασικούς Ουκρανούς λογοτέχνες, ενώ στο προφίλ του, στο facebook, έχει τη φωτογραφία του λόγιου Έλληνα της Ουκρανίας Δημήτρη Ντεμερτζή.
«Δεν θέλω να δείχνω το πρόσωπό μου δημόσια, αλλά είναι και ο αγαπημένος μου συγγραφέας, που έγραφε στα ουκρανικά, ρωσικά αλλά και στα ρουμέικα, τη διάλεκτό μας», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 25χρονος, ελληνικής καταγωγής, Ουκρανός αστυνομικός Νικόλαος Αχμπάς.
Κατάγεται από το ελληνικό παραθαλάσσιο (Αζοφικό) χωριό Γιάλτα, τριάντα χιλιόμετρα μακριά από τη Μαριούπολη. Αυτή την περίοδο εργάζεται στο Αστυνομικό Τμήμα της πόλης Ποκρόβσκ, της περιφέρειας Ντονέντσκ. «Οι γονείς μου έμειναν στη Γιάλτα και είναι καλά. Το χωριό μας δεν βομβαρδίστηκε όσο η Σαρτανά», λέει και θυμάται τη ζωή πριν από την εισβολή των Ρώσων.
«Η Γιάλτα ήταν καλοκαιρινό θέρετρο και δημοφιλής προορισμός εναλλακτικού τουρισμού, για λάτρεις της φύσης, που ταξίδευαν στα μέρη μας για να παρακολουθήσουν όλα τα είδη των αποδημητικών πουλιών, που κάθε χρόνο κάνουν στάση στο μέρος μας. Πριν από τον πόλεμο φιλοξενούσαμε και τους λάτρεις λαογραφικού τουρισμού, που έρχονταν να γνωρίσουν τους Έλληνες της Αζοφικής. Κρατούσαμε δυνατά το ελληνικό πνεύμα, τις παραδόσεις, αλλά και την ελληνική κουζίνα», τονίζει και προσθέτει: «Τους τουρίστες τούς καλούσαμε στα σπίτια μας, τους φιλοξενούσαμε για να ζήσουν από κοντά τους Έλληνες της Αζοφικής. Δυστυχώς ο πόλεμος δεν κατέστρεψε μόνο ζωές και σπίτια, αλλά κι αυτή την εμπιστοσύνη που είχαμε σε όποιον ξένο επισκεπτόταν το χωριό μας».
Ο Νικόλαος Αχμπάς είναι απόφοιτος της Νομικής Σχόλης του Πανεπιστημίου και της Αστυνομικής Ακαδημίας στο Χάρκοβο. Σαράντα πέντε μέρες από την αρχή του πολέμου βρισκόταν ως αστυνομικός στην πρώτη γραμμή. «Έσωζα ανθρώπους, μετέφερα ους τραυματίες. Αλλά φοβόμουν… τότε μού ήρθε να διώχνω τον φόβο του θανάτου με το γράψιμο. Τις τρομερές νύχτες, υπό τους ήχους από βομβαρδισμούς, άρχισα μανιωδώς να μεταφράζω ουκρανικά ποιήματα στη γλώσσα της γιαγιάς μου, τα ρουμέικα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ομολογεί ότι ενώ μιλούσε τη μητρική γλώσσα των προγόνων του, άρχισε να τη μελετάει σε βάθος στα χρόνια της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο. «Μόλις βρέθηκα μακριά από τη Γιάλτα, άρχισα να ψάχνω τις ρίζες των λέξεων, την προέλευση της ρουμέικης γλώσσας. Μελετώντας τη γλώσσα, μού βγήκε εντελώς αβίαστα να γράφω ποιήματα αλλά και στίχους, πάνω στις έννοιες των λέξεων. Κάποια στιγμή με βρήκε ο γνωστός στην Ουκρανία ερευνητής – λαογράφος Ολεξάντερ Ριμπάλκο, που χρόνια ασχολείται με τον πολιτισμό των Ελλήνων της Αζοφικής. Μού πρότεινε να μεταφράσω τον σύγχρονο Ουκρανό ποιητή Σεργκέι Ζάνταν στη ρουμέικη γλώσσα», λέει.
Ο Νικόλαος Αχμπάς μετέφρασε επίσης ποιήματα του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας Ταράζ Σεφτσένκο, αλλά και το παραμύθι σε στίχους του μεγάλου Ρώσου Αλεξάντρ Πούσκιν, διατηρώντας το ιαμβικό μέτρο του ποιητή. Ο αστυνομικός με τις ποιητικές ανησυχίες μετέφρασε επίσης στη ρουμέικη γλώσσα πολλά ποιήματα της Λέσια Ουκραϊνκα (1871-1913), της πιο επιφανούς γυναίκας συγγραφέως στην ουκρανική λογοτεχνία- κύρια μορφή στο κίνημα του μοντερνισμού.
Πιστεύει πως η Λέσια Ουκραΐνκα τον έσωζε κάθε στιγμή όλες τις ημέρες που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του πολέμου. «Ενώ άκουγα εκρήξεις και βομβαρδισμούς, μού έδινε κουράγιο στα διαλείμματα, όταν μετέφραζα στα ρουμέικα τα υπέροχα ποιήματά της. Στον πόλεμο κατάλαβα πως η δημιουργία είναι η σωτήρια δύναμη για τον άνθρωπο», λέει ο Νικόλαος και μας ενημερώνει ότι από έφηβος συλλέγει λαϊκές παροιμίες και ρήσεις της Γιάλτας του, επίσης επώνυμα και παρατσούκλια από την εποχή της ζωής στην Κριμαία. Καταγράφει αναμνήσεις των ηλικιωμένων για τις παραδόσεις και τα έθιμα των Ελλήνων της Γιάλτας, βάσει των οποίων τα τελευταία χρόνια δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα « Έλληνες της Ουκρανίας» .
“Δυστυχώς, πολλά έθιμα έμειναν μόνο στις μνήμες και δεν τηρούνται στην καθημερινότητα, αλλά έχουμε πολλά άλλα που σώζονται και δεν ξεχνιούνται μέχρι τις ημέρες μας», λέει ο Νικόλαος Αχμπάς.
Το Ρουμέικο Αλφαβητάριο
Στις 21 Φεβρουαρίου, τρεις μέρες πριν από την έναρξη του πολέμου, κυκλοφόρησε στην Ουκρανία το πρώτο ποιητικό «Ρουμέικο Αλφαβητάριο», στο οποίο ο Νικόλαος Αχμπάς έγραψε τους στίχους για το κάθε γράμμα. «Εκεί που οι ελληνικές κοινότητες της Ουκρανίας έφτασαν σε ένα πολύ ωραίο επίπεδο της εθνικής αυτογνωσίας, μαθαίναμε τη νεοελληνική γλώσσα και την ιστορία, δημιουργήσαμε λαογραφικά τοπικά μουσεία, ο πόλεμος ακύρωσε τα πάντα», λέει ο ίδιος και συνεχίζει εξηγώντας για το νέο Αλφαβητάριο: «Η ομάδα δημιουργών του Αλφαβητάριου, με επικεφαλής τον Ολεξάντρ Ριμπάλκο, για πρώτη φορά χρησιμοποιήσαμε στη ρουμέικη γλώσσα το ουκρανικό αλφάβητο και μαζί τα ελληνικά γράμματα, όπως το “Θ” και το “Δ”. Θέλαμε να αποδώσουμε καλύτερα τις ρουμέικες λέξεις», λέει και συνεχίζει κάνοντας διαδρομή στην ιστορία:
«Πριν από το 1937, στην Ουκρανία και την περιοχή της Μαριούπολης, χρησιμοποιήσαμε την ελληνική γλώσσα. Εκτός των ελληνικών σχολείων, είχαμε ελληνικά θέατρα. Σχεδόν σε κάθε χωριό υπήρχε έστω ένας θεατρικός λαϊκός συγγραφέας, που έγραφε θεατρικά στη ρουμέικη γλώσσα, διακωμωδώντας τη ζωή των συγχωριανών. Είχαμε δικούς μας στιχουργούς και ποιητές, δημοσιογράφους και εφημερίδες. Όλα αυτά, μέχρι που η ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε, τα σχολεία έκλεισαν και οι θεατρικοί θίασοι διαλύθηκαν την περίοδο της “ελληνικής επιχείρισης” του Στάλιν. Γίναμε ανεπιθύμητοι (…) Μετά από τέσσερες δεκαετίες (σ.σ. 1977) άρχισε ξανά να ανθίζει το ελληνικό πνεύμα στην περιοχή μας. Εγώ, πάντως, μεγάλωσα ως Έλληνας, μάθαινα τη γλώσσα, χορούς και τραγούδια ελληνικά. Σε ηλικία 12 ετών είχα πάει και στην κατασκήνωση, στη Ραφήνα, μαζί με άλλα ελληνόπουλα από την Ουκρανία».
Στην ερώτηση πώς το «Ρουμέικο Αλφαβητάριο» θα φτάσει στα χέρια των ελληνόπουλων στις συνθήκες πολέμου, ο Νικόλαος Αχμπάς διστάζει λίγο προτού απαντήσει: «Δεν ξέρω… Δεν γνωρίζει κάνεις πότε θα σταματήσει ο πόλεμος. Ακόμα μια φορά ζούμε τη “γενοκτονία” του ελληνικού πληθυσμού, που αυτήν τη φορά συμβαίνει στην Ουκρανία. Το 1778, οι πρόγονοί μου, οι Έλληνες της Κριμαίας, έχασαν τα σπίτια τους, ξεριζώθηκαν από την Κριμαία με τη διαταγή της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης, που άφησε την Κριμαία στους Τατάρους. Περίπου 250 χρόνια μετά, βλέπουμε πάλι πως οι Έλληνες φεύγουν πρόσφυγες με έναν σάκο στην πλάτη, προς την Ευρώπη και την Ελλάδα, αλλά και τη Ρωσία», λέει ο Νικόλαος Αχμπάς και καταλήγει: «Δεν ξέρω, αν θα μπορέσουμε σύντομα να αναγεννήσουμε τις ελληνικές κοινότητες και να βρούμε όλα τα χαμένα, που εξαφάνισε ο πόλεμος. Προλάβαμε, από κάποια μουσεία να σώσουμε τα εκθέματα και όμως είμαι βέβαιος ότι η Ουκρανία θα καταφέρει να επιστρέψει τα κατεχόμενα εδάφη της και η Μαριούπολη θα είναι πάλι ουκρανική αλλά και ελληνική».