Το βράδυ της περασμένης Κυριακής ο Αλέξης Τσίπρας – μιλώντας απ’ το πόντιουμ με το κόκκινο φόντο, στο οποίο κυριαρχούσε το συριζάίκό λογότυπο μαζί με το σύνθημα της εσωκομματικής κάλπης, «τους στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό», κι έχοντας για ταμπλό βιβάν νεολαίους – συμπέρανε πως η συμμετοχή στην εσωτερική τους διαδικασία απέδειξε ότι ο κομματικός μηχανισμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πιάνει πλέον τον παλμό της κοινωνίας όταν ζητά πολιτική αλλαγή.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ο πρώτος – ούτε θα είναι ο τελευταίος -επικεφαλής μιας πολιτικής δύναμης που ταυτίζει τη φωνή της βάσης της με τα θέλω της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Είναι, όμως, δεδομένη αυτή η εξομοίωση;

Μια γρήγορη αναδρομή σε όσα ακολούθησαν τα «θριαμβευτικά» αποτελέσματα ορισμένων εσωκομματικών εκλογών, μια αντιπαραβολή, με άλλα λόγια, της ετυμηγορίας των μελών και των φίλων ελληνικών και ξένων κομμάτων μ’ αυτή που τελικά βγήκε τα βράδια μετέπειτα εθνικών αναμετρήσεων, δείχνει ότι τα κομματικά πιεσόμετρα δεν μετράνε πάντα σωστά τον κοινωνικό σφυγμό.

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του περιθωρίου λάθους που έχουν είναι η εγχώρια Κεντροαριστερά. Το 2017, για να εκλέξουν τον αρχηγό του ενιαίου της φορέα, βρέθηκαν πίσω από τα παραβάν του πρώτου γύρου 211.191 υποστηρικτές της.

Το «σκορ», αφού είχε συνυπολογιστεί με τα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων τον Σεπτέμβριο του 2015, συγκρίθηκε εκείνη την εποχή με το αντίστοιχο νεοδημοκρατικό των 404.708 τον Δεκέμβριο του 2015.

ΔΗΣΥ και Ποτάμι – που μαζί έγραψαν 10,37% τότε – είχαν κατορθώσει να προσελκύσουν κάτι παραπάνω από τους μισούς απ’ όσους προσήλθαν στα γαλάζια εκλογικά τμήματα, τα οποία άνοιξαν τρεις μήνες αφότου η ΝΔ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα στις εθνικές με 28.1% – με ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από το δικό τους, δηλαδή.

Τα παραπάνω νούμερα είχαν δώσει αφορμή για πολλές αναλύσεις, οι υπογράφοντες των οποίων διέβλεπαν δυναμική επιστροφή της Χαριλάου Τρικούπη στο προσκήνιο, μια κι ο αριθμός των ψηφισάντων είχε διαβαστεί σαν ένδειξη πως η Κεντροαριστερά δεν ήταν αδιάφορη στους ψηφοφόρους. Κι όμως, τον Ιούλιο του 2019 το ΚΙΝΑΛ πήρε μόλις 8,10%.

Η ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ SPD. Τον Νοέμβριο του 2019 το SPD αρνήθηκε την προεδρία του στον Ολαφ Σολτς. Το 53,6% των 426.000 μελών του ψήφισε τους Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς και Σάσκια Εσκεν για αρχηγούς, ενώ το 45,3% προτίμησε το δίδυμο του αντι-καγκελαρίου και υπουργού Οικονομικών και της Κλάρα Γκάιβιτς. Ούτε έναν χρόνο αργότερα βέβαια, τον Αύγουστο του 2020, τον έχρισε υποψήφιό του για την καγκελαρία. Γιατί, όπως έγραφε η «Süddeutsche Zeitung», «οι Σοσιαλδημοκράτες ή τουλάχιστον τα εκτελεστικά τους όργανα, που όρισαν ομόφωνα τον Σολτς ως υποψήφιο, έχουν δείξει ότι μπορούν να ξεπεράσουν τη σκιά τους. Στέλνουν στον αγώνα εκείνον, που, όπως αποδεικνύεται από τη σφυγμομέτρηση της δημοτικότητάς του, είναι πολύ πιθανό να δώσει στο SPD την ευκαιρία που μέχρι στιγμής δεν είχε: την ευκαιρία για διεκδίκηση της καγκελαρίας».

Οι προσηλυτισμένοι στο κόμμα δεν είχαν διαβλέψει ότι ο πολιτικός με τη «γοητεία ενός αυτόματου» ήταν αυτός που θα μπορούσε να πείσει τους Γερμανούς, και να δώσει στο SPD την πρωτιά έπειτα από 16 ολόκληρα χρόνια. Τον είχαν βρει πολύ «δεξιό» – αν όχι πολύ μερκελικό – για τα γούστα τους, παραβλέποντας τις συντηρητικές τάσεις του γερμανικού εκλογικού σώματος, το οποίο είθισται να ψηφίζει με γνώμονα τη σταθερότητα.

Ο ΚΟΡΜΠΙΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ.

Το ίδιο έξω έπεσαν και οι Βρετανοί Εργατικοί στέφοντας ηγέτη τους τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Τον Σεπτέμβριο του 2015 κέρδισε το 59,5% των ψήφων της κομματικής βάσης από τον πρώτο γύρο. Η υπόσχεση να στρίψει το κόμμα τέρμα αριστερά έφερε χιλιάδες νέα μέλη, που πήραν το παρατσούκλι κορμπινίστας, ενώ ο Τύπος της Μεγάλης Βρετανίας διέκρινε «κορμπινομανία» παντού. Παρ’ όλα αυτά, μετά το δημοψήφισμα για το Βτεχίί βουλευτές του προσπαθούν να τον ανατρέψουν. Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 2016 στήνονται ξανά εσωκομματικές κάλπες, όπου επανεκλέγεται με 61,8% – για την ιστορία, τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς μέσα σε μία εβδομάδα 60.000 νέα μέλη γράφτηκαν στους καταλόγους των Εργατικών προκειμένου να τον στηρίξουν.

Στις εθνικές του 2017 αυξάνει κατά 9,5% τα ποσοστά των σοσιαλδημοκρατών, μένουν ωστόσο πάλι στα αντιπολιτευτικά έδρανα. Στις επόμενες, του 2019, χάνει 60 έδρες. Το περίφημο Κόκκινο Τείχος – τα προπύργια των Εργατικών σε Μίντλαντς και Βόρεια Αγγλία – καταρρέει, ενώ οι Συντηρητικοί ελέγχουν το κοινοβούλιο σημειώνοντας θατσερικές εκλογικές επιδόσεις.

Οι ψηφοφόροι ενός κόμματος, λοιπόν, δεν διερμηνεύουν τις βουλές της πλειονότητας των εκλογέων – ή έστω εκείνες της κρίσιμης μάζας που κρίνει τον νικητή. Λένε τη γνώμη τους για τη φυσιογνωμία και το ύφος του πολιτικού φορέα που τους εκφράζει.

(Της Καρολίνας Παπακώστα από τα “Νέα“)