Το καλοκαίρι, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ υιοθέτησαν έναν νέο φιλόδοξο στόχο: έως το 2035, το 5% του ΑΕΠ κάθε χώρας-μέλους θα πρέπει να κατευθύνεται στην άμυνα — υπερδιπλάσιο του προηγούμενου ορίου του 2%. Για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, που ήδη επιβαρύνονται με υψηλό χρέος και κοινωνίες απρόθυμες να αποδεχθούν στρατιωτικοποίηση, η δέσμευση αυτή γεννά ένα δύσκολο δίλημμα: θα δοθούν περισσότερα χρήματα για τανκς ή για κοινωνικές υπηρεσίες;
Ιταλία: απρόθυμη στρατιωτικοποίηση υπό νέες πιέσεις
Η Ιταλία εδώ και χρόνια έχει μια περίπλοκη σχέση με τις αμυντικές δαπάνες. Οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί συχνά υποβαθμίζονται, «μεταμφιέζονται» σε άλλες γραμμές δαπανών ή αποκρύπτονται, ώστε να περιοριστεί το πολιτικό κόστος. Ακόμη και η Τζόρτζια Μελόνι, παρότι θέλει να δείξει τα ατλαντικά της διαπιστευτήρια, δεν ξέφυγε από την εσωτερική αντίδραση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η προσπάθεια της κυβέρνησής της να εντάξει το αμφιλεγόμενο έργο της γέφυρας Σικελίας–Ιταλικής ηπειρωτικής χώρας, κόστους 13 δισ. ευρώ, στις «αμυντικές δαπάνες» που αναγνωρίζει το ΝΑΤΟ. Η κίνηση αποσύρθηκε μετά τις διεθνείς επικρίσεις.
Με δημόσιο χρέος κοντά στο 140% του ΑΕΠ, η Ιταλία έχει ελάχιστα περιθώρια ελιγμών. Κάθε νέο ευρώ για άρματα ή αεροσκάφη σημαίνει λιγότερα για συντάξεις, υγεία, παιδεία ή φοροελαφρύνσεις. Και για πολλούς Ιταλούς, ο πόλεμος στην Ουκρανία μοιάζει μακρινός· οι πιο πιεστικές προκλήσεις είναι η μετανάστευση, η ανεργία και η πίεση στις δημόσιες υπηρεσίες.
Το 2024, η Ιταλία δαπάνησε μόλις το 1,5% του ΑΕΠ της για την άμυνα, από τα χαμηλότερα ποσοστά στο ΝΑΤΟ. Η Μελόνι ήταν προσεκτική στη ρητορική της: «Αυτές είναι αναγκαίες δαπάνες, αλλά δεσμευόμαστε να μην αποσπάσουμε ούτε ένα ευρώ από τις άλλες προτεραιότητες της κυβέρνησης», τόνισε μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ.
Η μέχρι τώρα στρατηγική της βασίζεται σε μικρές αυξήσεις, συμβολικές κινήσεις και «δημιουργική λογιστική». Όμως, με τον πήχη να ανεβαίνει στο 5% και τα διεθνή βλέμματα στραμμένα, τέτοιοι χειρισμοί γίνονται όλο και πιο ριψοκίνδυνοι.
Ισπανία: η «ιδιαιτερότητα» του Νότου
Η Ισπανία κινείται σε παρόμοιο μοτίβο. Αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι Ισπανοί ανησυχούσαν ότι θα επηρεαστούν άμεσα. Τρία χρόνια μετά, μόνο το ένα τρίτο των πολιτών συμφωνεί με τον στόχο του ΝΑΤΟ για στρατιωτικές δαπάνες, ενώ η κοινή γνώμη έχει επιστρέψει σε ζητήματα όπως η στέγαση, η διαφθορά και η μετανάστευση.
Αυτό έδωσε ώθηση στον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ να διεκδικήσει ειδική συμφωνία στη Χάγη: η Ισπανία θα μπορούσε να περιοριστεί σε αύξηση των αμυντικών δαπανών από το 1,28% στο 2,1% του ΑΕΠ. Το ΝΑΤΟ συμφώνησε να εξαιρέσει τη Μαδρίτη από τον στόχο του 5% – πιθανότατα λόγω της σημασίας της χώρας στον περιορισμό της ρωσικής επιρροής στην Αφρική.
Τον Απρίλιο, η Ισπανία ανακοίνωσε επενδυτικό σχέδιο 10,5 δισ. ευρώ για την άμυνα, σχεδόν το μισό εκ των οποίων αφορά την κυβερνοασφάλεια, τις τηλεπικοινωνίες και τη διαχείριση φυσικών καταστροφών. Όχι ακριβώς «όπλα και βόμβες», αλλά επαρκές ώστε η χώρα να ξεπεράσει το όριο του 2% τον Ιούνιο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΝΑΤΟ.
Ένα νότιο ευρωπαϊκό μοτίβο
Η Ιταλία και η Ισπανία αποτυπώνουν μια ευρύτερη νότια ευρωπαϊκή δυναμική υπό πίεση.
- Ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος, με υψηλά χρέη και κοινωνικές ανάγκες που αφήνουν λίγα περιθώρια για θεαματικές αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες.
- Η αντίληψη της απειλής στον πληθυσμό παραμένει χαμηλή, καθιστώντας πολιτικά κοστοβόρο για τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μεγάλες ανακατανομές προς την άμυνα.
- Οι στρατηγικές τους ανησυχίες εστιάζουν περισσότερο στη Μεσόγειο και την αστάθεια εκεί, παρά στο σενάριο ρωσικών τανκς στα σύνορά τους.
Το αποτέλεσμα είναι ένας επαναλαμβανόμενος κύκλος περιορισμένων δαπανών και συμβολικής συμμόρφωσης. Και με το ΝΑΤΟ να ανεβάζει τον πήχη στο 5%, η ένταση ανάμεσα στη συνοχή της Συμμαχίας και την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα στη Νότια Ευρώπη μόνο θα εντείνεται.