Με το πρώτο κουδούνι της νέας σχολικής χρονιάς, οι συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ επέλεξαν να προχωρήσουν σε κινητοποιήσεις. Με μια απόφαση που δείχνει διάθεση μετωπικής σύγκρουσης με το υπουργείο Παιδείας, προκηρύσσουν από τις 11 Σεπτεμβρίου μέχρι και τις 27 Οκτωβρίου τρίωρες στάσεις εργασίας για την πρώτη ή τη δεύτερη βάρδια.
Στόχος τους, η αποτροπή της εφαρμογής του ν.4823/2021, που θεσπίζει την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων. Με αυτόν τον τρόπο, το κλίμα φορτίζεται πριν καν οι εκπαιδευτικοί μπουν στις τάξεις και πριν οι μαθητές προλάβουν να βρουν τον ρυθμό τους. Πρόκειται για μια εικόνα γνώριμη: οι συνδικαλιστικοί αγώνες να προηγούνται της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, βάζοντας στη μέση γονείς και μαθητές, που αναζητούν σταθερότητα.
Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ, υλοποιώντας την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των προέδρων των ΕΛΜΕ της 11ης Φεβρουαρίου 2023, αποφάσισε τις κινητοποιήσεις ως απάντηση στη διαδικασία παρακολούθησης μαθημάτων από αξιολογητές και στις γενικότερες προβλέψεις του νόμου. Οι συνδικαλιστές κάνουν λόγο για «επιβολή ενός συστήματος ελέγχου που ακυρώνει τη δημιουργικότητα και υπονομεύει τον παιδαγωγικό ρόλο του εκπαιδευτικού». Η ομοσπονδία δηλώνει αποφασισμένη να αποτρέψει την εφαρμογή του νόμου, καλώντας τα μέλη της σε «συνεχή επαγρύπνηση και συλλογικό αγώνα».
Το επιχείρημα –αν και δεν έχει ιδιαίτερη βάση όπως έχει αποδειχθεί– παραμένει σταθερό: οι διαδικασίες ελέγχου περιορίζουν την παιδαγωγική ελευθερία και δημιουργούν μηχανισμούς πίεσης. Από την άλλη πλευρά, όλες οι κυβερνήσεις θεωρούν την αξιολόγηση ως βασικό μοχλό για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και την ενίσχυση της αξιοκρατίας.
Εξάλλου, η υπουργός Παιδείας, Σοφία Ζαχαράκη, σε παλαιότερη συνέντευξή της είχε τοποθετηθεί ξεκάθαρα: «Από τότε που επανήλθα στο υπουργείο Παιδείας ως υπουργός, στις εκτενείς συζητήσεις που έχω με τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών, επιδιώκω να “συναντηθούμε” σε μια βασική αρχή: ότι η αξιολόγηση είναι εργαλείο βελτίωσης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση. Δεν αποτελεί ούτε τιμωρία ούτε είναι μια άσκηση αυταρχικής επιβολής. Είναι μια μεταρρύθμιση στην οποία ως κυβέρνηση δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε».
Η ίδια πρόσθεσε: «Όσοι αρνούνται να συμμετάσχουν γνωρίζουν ότι υπάρχουν οι συνέπειες που ορίζει η νομοθεσία. Όμως στόχος μας δεν είναι οι κυρώσεις, αλλά η δημιουργία μιας κουλτούρας εξέλιξης». Παράλληλα, προανήγγειλε νέες πρωτοβουλίες για επιμόρφωση και ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών, τονίζοντας ότι «η αναβάθμιση του σχολείου περνά μέσα από την ενδυνάμωση του εκπαιδευτικού». Από το υπουργείο Παιδείας ξεκαθαρίζουν –σε κάθε τόνο και προς κάθε κατεύθυνση– ότι η μεταρρύθμιση της αξιολόγησης θα εφαρμοστεί, ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις.
Μάλιστα, δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί που έστω και χαμηλόφωνα –φοβούμενοι προφανώς τους συνδικαλιστές– αντιδρούν στις αποφάσεις της ΟΛΜΕ, θεωρώντας όντως την αξιολόγηση ως ένα εργαλείο, αν προφανώς εφαρμοστεί με τον σωστό τρόπο και από τους σωστούς ανθρώπους-εκπαιδευτικούς.
«Οι μαθητές μας έχουν περάσει πολλά τα τελευταία χρόνια. Από την πανδημία μέχρι τις συνεχείς αλλαγές στο πρόγραμμα και τις ελλείψεις σε προσωπικό. Το να ξεκινάμε τη χρονιά με απεργίες, πριν καν μπούμε στις τάξεις, δεν στέλνει το σωστό μήνυμα. Δεν λέω ότι όλα είναι ιδανικά, αλλά η αξιολόγηση δεν είναι δαίμονας. Μπορεί να μας βοηθήσει να βελτιωθούμε, αρκεί να τη δούμε δημιουργικά και όχι τιμωρητικά», τονίζει στο «Μ» εκπαιδευτικός, υπογραμμίζοντας ότι το 2025 το σκηνικό επαναλαμβάνεται.
Μια νέα σχολική χρονιά ξεκινά με το βάρος μιας ακόμη σύγκρουσης που απειλεί να σκιάσει την ομαλή λειτουργία των σχολείων.
Και μέσα σ’ όλα αυτά οι μαθητές και οι γονείς, που βλέπουν μια σειρά συνδικαλιστών να δημιουργούν –πριν ακόμα ανοίξουν τα σχολεία– προβλήματα για ζητήματα που είναι εδώ και χρόνια λυμένα.
Και εύλογα πολλοί θα αναρωτηθούν: μέχρι πότε το δημόσιο σχολείο θα αποτελεί πεδίο συνδικαλιστικών αντιπαραθέσεων; Γιατί ενώ η πολιτεία έχει προσλάβει τα τελευταία δύο χρόνια πάνω από 20.000 εκπαιδευτικούς, οι εκπρόσωποι μιας μερίδας εκπαιδευτικών ασχολούνται με την αξιολόγηση, παραβλέποντας ότι πλέον η πλειονότητα των σχολείων διαθέτει λίγα κενά σ’ όλες τις βαθμίδες.