Από την πρώτη στιγμή που το Ισραήλ χτύπησε το Ιράν, τα βλέμματα όλα ήταν στραμμένα στις ΗΠΑ και στον Ντόναλντ Τραμπ. Η αντιπαράθεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, με αφορμή –αλλά όχι αιτία– το πυρηνικό πρόγραμμα της δεύτερης, είναι άλλωστε κάτι που κρατάει εδώ και χρόνια και δεν είναι μια νέα διάσταση που αφορά τη διοίκηση Τραμπ. Πολλοί είδαν μάλιστα πίσω από τη στήριξη που παρείχε ο Τζο Μπάιντεν στο Ισραήλ την ουσιαστική πρόθεση των ΗΠΑ να εμπλακούν έστω και εμμέσως στη σύγκρουση που είναι σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή και να προσπαθήσουν να αποδυναμώσουν την Τεχεράνη.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Υστερα από μία εβδομάδα γενίκευσης του πολέμου και της απευθείας σύγκρουσης Ισραήλ-Ιράν, το ερώτημα είναι εάν και πότε οι ΗΠΑ θα παρέμβουν στον πόλεμο. Οχι για να μεσολαβήσουν ανάμεσα στις δύο πλευρές, αφού το ενδεχόμενο αυτό ουσιαστικά αποκλείστηκε από τον προόεδρο Τραμπ, αλλά για να χτυπήσουν και εκείνες τους ιρανικούς στόχους και να ενισχύσουν το Ισραήλ, το οποίο καλεί πλέον ανοικτά την Ουάσιγκτον να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια. Σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, πάντως, υπάρχει αυτή τη στιγμή διχασμός στο επιτελείο του Λευκού Οίκου για το αν πράγματι οι ΗΠΑ πρέπει να εμπλακούν στη σύγκρουση, παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ σε δηλώσεις του ζήτησε δίχως περιστροφές την «παράδοση άνευ όρων» του ιρανικού καθεστώτος, ενώ επιβεβαίωσε ουσιαστικά ότι οι στόχοι είναι να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αλλά και να ανατραπεί το θεοκρατικό καθεστώς των μουλάδων της Τεχεράνης.

Παραμένει, ωστόσο, αντιφατική αυτή η ερμηνεία με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ίδιου ότι θέλει να τερματίσει τις πολεμικές συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής. Αναλυτές επισημαίνουν επίσης ότι το δικαίωμα να κηρύξει ο Αμερικανός πρόεδρος τον πόλεμο σε ένα άλλο κράτος δεν ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο, αλλά στο Κογκρέσο, το οποίο θα πρέπει ν’ αποφασίσει σχετικά. Ωστόσο, το 2017, κατά τη διάρκεια της πρώτης του προεδρικής θητείας, ο Τραμπ είχε ενεργήσει μονομερώς με τις αεροπορικές επιδρομές στη Συρία κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφάλειας καθώς και ανθρωπιστικούς.

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζέι Ντι Βανς, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο πρόεδρος Τραμπ «ίσως αποφασίσει ότι απαιτείται περαιτέρω δράση για να τερματίσει τον εμπλουτισμό ουρανίου του Ιράν». Μάλιστα, στην ίδια ανάρτηση πρόσθεσε με νόημα ότι «ο πρόεδρος έχει επιδείξει αξιοσημείωτη αυτοσυγκράτηση στο να επικεντρώνεται στην προστασία των στρατιωτών και των πολιτών μας», ασκώντας παράλληλα σφοδρή κριτική στην εξωτερική πολιτική που ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο Μπάιντεν και ο Ομπάμα. Παράλληλα, δεν έχει περάσει απαρατήρητη η απόφαση του επιτελείου του Πενταγώνου να στείλει περισσότερα μαχητικά στη Μέση Ανατολή και τη βάση Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό. «Θα απαντήσουμε αποφασιστικά στις ΗΠΑ εάν η χώρα έχει άμεση εμπλοκή στη στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ», δήλωσε από την πλευρά του ο πρεσβευτής της Τεχεράνης στον ΟΗΕ. Στη διαμάχη εμπλέκεται πλέον και η Ρωσία, με τον υφυπουργό Εξωτερικών, Σεργκέι Ριάμπκοφ, να προειδοποιεί ανοιχτά τις ΗΠΑ να μην προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια στο Ισραήλ. 

Προς το παρόν, ουδείς μπορεί να γνωρίζει τις ακριβείς προθέσεις της Ουάσιγκτον και του ενοίκου του Λευκού Οίκου, αλλά το κλίμα που καλλιεργείται –και καλλιεργεί ο πρόεδρος Τραμπ– δείχνει ότι οι πιθανότητες κλίνουν υπέρ της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράν. Και δεν αποκλείεται την τελική απόφαση να διευκολύνουν οι αποφάσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας ως προς τη συμμετοχή τους σε έναν διεθνή συνασπισμό κατά της Τεχεράνης. Εάν δηλαδή Παρίσι και Λονδίνο πουν το «ναι», τότε το μόνο που θα απομένει αβέβαιο θα είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν σε επίθεση κατά του Ιράν.