Προπομπός του μεγάλου στόχου που έχει θέσει η κυβέρνηση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μέχρι το τέλος του 2023 θεωρείται η αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου από τον ιαπωνικό οίκο αξιολόγησης Rating and Investment Information (R&I) σε ΒΒΒ- από ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές.

Γράφει η Ιουλία Σκούρτη 

Μολονότι ο ιαπωνικός οίκος δεν είναι ένας από αυτούς που λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις αποφάσεις της, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας έχει συμβολική σημασία καθώς δείχνει ότι η ελληνική οικονομία πατά πλέον σε πιο στέρεες βάσεις και απέχει ελάχιστα από την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα και την έξοδο των ομολόγων της από την κατηγορία junk.  

Oπως έχει πει πολλές φορές ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν θα κάνει απλώς τα ελληνικά ομόλογα πιο ελκυστικά και πιο ασφαλή για τους επενδυτές. Θα φέρει και περαιτέρω άνθηση της ελληνικής οικονομίας με μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων από το εξωτερικό και ταυτόχρονα θα δώσει στην κυβέρνηση την ευελιξία να ενισχύσει με στοχευμένα μέτρα τους πολίτες, όπως ακριβώς έκανε με το οικονομικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα.  

Έξι θετικές εξελίξεις 

Στην έκθεση αξιολόγησης που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα επισημαίνονται οι έξι θετικές εξελίξεις που οδήγησαν στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου:   

• Η μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του Ιουνίου ήταν ένα αποτέλεσμα που, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, διασφαλίζει τη συνέχιση των πολιτικών με στόχο την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική εξυγίανση. Επίσης αυξάνει τις προσδοκίες για ενίσχυση της ανάπτυξης με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις, καθώς και για συνεχή βελτίωση του λόγου του δημόσιου χρέους.  

• Η ισχυρή ανάπτυξη (5,9%) της ελληνικής οικονομίας το 2022, η οποία ήταν πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και οι προβλέψεις της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,3% και 2,4% αντίστοιχα, το 2023.  

• Η πρόοδος στη διάθεση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) με τη χρήση τιτλοποιήσεων που οδήγησαν τον δείκτη NPE των τραπεζών σε μονοψήφια επίπεδα.  

• Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου μετά το μεγάλο έλλειμμα που καταγράφηκε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Το 2022 καταγράφηκε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, παρά τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά για την αντιμετώπιση της αύξησης του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας. Η κυβέρνηση για το 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ (και μειωμένο δημοσιονομικό έλλειμμα 1,8 % του ΑΕΠ) ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ακόμη μεγαλύτερο πλεόνασμα. «Υπό τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο οποίος εξασφάλισε τη δεύτερη θητεία του, η κυβέρνηση αναμένεται να διατηρήσει την πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική της. Ο οίκος πιστεύει ότι η αύξηση των κρατικών δαπανών θα ελεγχθεί και ότι το πρωτογενές ισοζύγιο θα παραμείνει σε θετικό πρόσημο από το 2024 και μετά», αναφέρεται στην έκθεση.  

• Η μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, στο 171,3% του ΑΕΠ το 2022, ενώ ήταν πάνω από 200% το 2020. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους για το 2023 θα διαμορφωθεί στο 162,6%. Ο λόγος του δημόσιου χρέους πιθανότατα θα ακολουθήσει μια σταθερή πτωτική πορεία υποστηριζόμενος από το πρωτογενές πλεόνασμα. «Εν μέρει λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ με την αύξηση των τιμών, ο δείκτης του κρατικού χρέους πιθανότατα θα πέφτει με ρυθμούς που θα ξεπερνούν τη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου και θα φτάσει σε νέα χαμηλά, κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα, έως τα τέλη του 2023, το αργότερο», αναφέρουν οι αναλυτές. 

• Η διεκδίκηση πρόσθετης χρηματοδότησης από το REPowerEU Plan, επιπλέον των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, η αγορά εργασίας και η δημόσια διοίκηση. 

Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο R&I είναι αποτέλεσμα της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη τετραετία, της πολιτικής σταθερότητας και των θετικών προοπτικών για τη χώρα που διανοίγονται μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Η εξέλιξη αυτή ανοίγει τον δρόμο για τα επενδυτικά κεφάλαια της Ιαπωνίας και συνολικά της ασιατικής αγοράς προς την ελληνική οικονομία. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η R&I δεν περιλαμβάνεται στους οίκους που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η χθεσινή αναβάθμιση αποτελεί προάγγελο των αναβαθμίσεων που αναμένονται το επόμενο διάστημα και από τους λοιπούς αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης.