Ολοι πλέον φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη συμφώνησε να υπογράψει μια εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ που σύντομα θα αποδειχθεί επιβλαβής και για τις δύο πλευρές.
Σε ό,τι όμως αφορά την Ευρώπη είναι μια κακή συμφωνία. Κι αυτό όχι γιατί αντιδρούν οι σοσιαλιστές και ανησυχούν οι φιλελεύθεροι, αλλά γιατί αντικειμενικά οι επιβαλλόμενοι δασμοί είναι απολύτως ξεπερασμένοι και ασύμβατοι με την πραγματικότητα και τα δεδομένα των αγορών. Πέραν αυτού, δεσμεύουν την ΕΕ να δαπανήσει δισεκατομμύρια σε αγορές φυσικού αερίου και πετρελαίου από τις ΗΠΑ και να υποχρεωθεί σε επενδύσεις που πιθανότατα δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει στα συμφωνηθέντα όρια του χρονοδιαγράμματος.
Ολα αυτά χωρίς επίσημη συνθήκη ή νομικές εγγυήσεις που συνήθως συνοδεύουν συμφωνίες ιδιαίτερης κρισιμότητας. Απλώς μια φωτογραφία στη Σκωτία – όπου ο Ντόναλντ Τραμπ είχε πάει για να παίξει γκολφ και να εγκαινιάσει ένα ακόμα ιδιόκτητο γήπεδο– και αόριστες δηλώσεις.
Κι όμως, τηρουμένων των συνθηκών ήταν η καλύτερη δυνατή συμφωνία. Οχι επειδή είναι καλή, αλλά επειδή η εναλλακτική θα ήταν χειρότερη. Η Ευρώπη προτίμησε να κάνει συμβιβασμούς στο εμπόριο για να διατηρήσει ανοιχτή τη διατλαντική σχέση σε πιο επείγοντα και στρατηγικού ενδιαφέροντος ζητήματα. Γιατί σε τελική ανάλυση αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η τιμή του ελαιολάδου ή των γερμανικών αυτοκινήτων, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κρίση στη Γάζα, η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και, τελικά, η σταθερότητα του Ατλαντικού Συμφώνου.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, το είπε με δυο λέξεις: «Σταθερότητα και προβλεψιμότητα». Δύο λέξεις που καθορίζουν τη θέση της Ευρώπης σε έναν κόσμο όπου η συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη. Επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ με τις κινήσεις του δεν παρουσιάζεται ως εταίρος και γενικά με τη στάση του δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους ομολόγους του. Είναι απρόβλεπτος, ασταθής, και πραγματιστής μόνο όσον αφορά το άμεσο συμφέρον του. Και απέναντι σε αυτή τη συναλλακτική λογική οι Βρυξέλλες επέλεξαν τον εμπορικό κατευνασμό προκειμένου να διατηρήσουν την πολιτική συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Προφανώς δεν το βλέπουν όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες με την ίδια συναινετική διάθεση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γάλλου πρωθυπουργού, Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος χωρίς χρονοτριβή κατήγγειλε το σύμφωνο ως πράξη ηθικής συνθηκολόγησης: «Είναι μια μαύρη μέρα όταν μια συμμαχία ελεύθερων λαών αποφασίζει να υποταχθεί στην υποτέλεια». Είναι αλήθεια ότι η Γαλλία δεν επιθυμεί πλέον καμία εμπορική συμφωνία, όπως απέδειξε με τη Mercosur.
Διαφορετική άποψη φαίνεται να έχει –παρά τις όποιες επιφυλάξεις– ο Γερμανός καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, που υποστηρίζει την προφορική συμφωνία τονίζοντας ότι «Μια εμπορική σύγκρουση θα είχε πλήξει σοβαρά την εξαγωγικά προσανατολισμένη οικονομία μας».
Η ένταση μεταξύ των δύο χωρών που συγκροτούν τον άξονα της ΕΕ αντανακλά τον διχασμό που υποβόσκει στο ουσιώδες ζήτημα: πώς να ανταποκριθούν οι Βρυξέλλες στην πίεση των ΗΠΑ χωρίς να χάσει η ΕΕ το στρατηγικό της αποτύπωμα και συνακόλουθα το κύρος της. Η συμφωνία είναι, στην ουσία, ένας έλεγχος πραγματικότητας (reality check), μια αντιπαράθεση με τα όρια της ευρωπαϊκής ισχύος σε έναν κόσμο που δεν ανταμείβει πλέον την πολυμέρεια ή την κανονιστική συμμόρφωση. Οι μεγάλοι κανονισμοί μπορούν να συνταχθούν στις Βρυξέλλες, αλλά η Σκωτία έδειξε ότι όταν η εξουσία ασκείται χωρίς επιφυλάξεις, οι κανόνες υποκύπτουν στη βία. Η Ευρώπη μπορεί να έχει δίκιο οικονομικά, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ έχει την πολιτική μόχλευση και την εμπορική επιθετικότητα. Και ήξερε, όπως απέδειξε, πώς να τις χρησιμοποιήσει.
Η ΕΕ έχει αλλάξει τις προτεραιότητές της. Πριν από πέντε χρόνια, η μάχη θα ήταν για τους δασμούς. Σήμερα, είναι γεωπολιτική. Αυτή τη φορά η συμφωνία κρατά βασικούς τομείς όπως η αεροναυπηγική και οι ημιαγωγοί έξω από τα διασταυρούμενα πυρά, αλλά αφήνει ευάλωτες τις βιομηχανίες φαρμάκων, χάλυβα καθώς και τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Και καθιερώνει το 15% ως το «νέο ελάχιστο» για τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ. Η Ευρώπη εξαπατά τον εαυτό της παρουσιάζοντας αυτό το σύμφωνο ως απαραίτητο.
Στην πραγματικότητα, έχει εγκαταλείψει την υπεράσπιση της αυτονομίας της με αντάλλαγμα μια αβέβαιη πολιτική ελπίδα. Κανείς δεν εγγυάται ότι ο απρόβλεπτος πρόεδρος των ΗΠΑ θα τηρήσει τον λόγο του. Απόδειξη ο Καναδάς και το Μεξικό, που τώρα επιστρέφουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το λάθος, από την οπτική της διπλωματίας, δεν ήταν η σύναψη συμφωνίας, αλλά η επίτευξή της υπό αυτές τις συνθήκες. Το ουσιαστικό σ’ αυτή τη συμφωνία δεν είναι ότι θα αποβεί επιζήμια εμπορικά για την Ευρώπη, αλλά ότι στρατηγικά την αποδυναμώνει. Γι' αυτό η συμφωνία πρέπει να ερμηνευτεί ως προειδοποιητικό σημάδι για το προσεχές μέλλον.