Η φράση που η Μελίνα Μερκούρη φέρεται να είχε πει στον Ανδρέα Παπανδρέου όταν ο ίδιος και το επιτελείο του αναζητούσαν τους λόγους για τους οποίους ήταν πίσω στις προτιμήσεις των πολιτών στα τέλη της 10ετίς του 1980, δείχνει να αποτυπώνει πλήρως την κατάσταση που βιώνουν σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου…

Γράφει ο Τάσος Ευαγγελίου

Την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου ο Αλέξης Τσίπρας συμπλήρωσε 15 χρόνια στην καρέκλα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σήμερα ο μακροβιότερος πρόεδρος κόμματος της ελληνικής Βουλής, έχοντας διατελέσει (με τη βοήθεια του Πάνου Καμμένου) και πρωθυπουργός. Στο πλαίσιο αυτό οι… λαγοί που επιχειρεί να βγάλει από το καπέλο δεν εντυπωσιάζουν κανέναν.

Και όχι μονο. Οποιαδήποτε κίνηση εντυπωσιασμού έχει επιχειρήσει έχει στείλει τον ίδιο και το κόμμα του στον… κουβά της πολιτικής αντιπαράθεσης δείχνοντας ότι κινείται χωρίς πρόγραμμα και χωρίς συγκεκριμένη στόχευση η μη μόνο αυτή της επαναφοράς στην καρέκλα της εξουσίας με κάθε τρόπο. Ακόμη και σε βάρος της χώρας και των πολιτών συνολικά. Ή εναλλακτικά με στόχευση τη διατήρησε ενός ποσοστού ικανού να τον διαφυλάξει από αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις.

Τον Ιούλιο του 2019 ο ξένος Τύπος έθετε το ερώτημα “τι έφταιξε και το λαμπερό χαμόγελο του Αλέξη σταμάτησε να γοητεύει του Έλληνες” με την απάντηση να δίδεται στις κάλπες, κυρίως όμως στα όσα προκάλεσε κατά τη θητεία του στο Μέγαρο Μαξίμου. Ήταν η περίοδος πριν και μετά τις ευρωεκλογές όταν οι δείκτες της οικονομίες και οι άνθρωποι της αγοράς προεξοφλούσαν την ήττα του και ανέβαιναν. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που συμβαίνει και σήμερα στον τομέα αυτό.

Σήμερα το χαμόγελο αυτό έχει ξεθωριάσει και η απάντηση της Μελίνας Μερκούρη έρχεται να αναδείξει την πραγματική αιτία που ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να επανέλθει στην πρό του 2015 κατάσταση. Λείπει το κύμα στο οποίο θα πατήσει πάνω για να φτάσει και πάλι στην κορυφή. Αυτό επιχειρεί να δημιουργήσει μόνο που στο τέλος οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό.

Το χειρότερο για τον ίδιο και το κόμμα του είναι πως επαναλαμβάνοντας τακτικές του παρελθόντος δεν δείχνει να πείθει κανέναν. Το μόνο που καταφέρνει είναι να εγκλωβίζει εαυτόν και κόμμα σε καταστάσεις που αδυνατεί να διαχειρίστει στην πορεία. Το… απονενοημένο διάβημα της αποχώρησης του κόμματός του από τις ψηφοφορίες στη Βουλή έρχεται να του χτυπήσει την πόρτα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση την απόφαση που εξήγγειλε δεν μπορεί να καταθέσει ούτε μια τροπολογία, όπως έκανε για παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σχετικά με την προστασία των δανειοληπτών. Για το λόγο αυτό έβγαλε  το μήνυμα που ζητούσε από την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εκδώσουν μια ΠΝΠ  (Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου) ώστε να παγώσουν οι πλειστηριασμοί μέχρι τις εκλογές.

Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ με την απόφαση Τσίπρα έχει βρεθεί εκτός κοινοβουλευτικού έργου. Ακόμη και στη μοναδική ψηφοφορία που μετείχε βρέθηκε να ψηφίζει παρών αδυνατώντας να πείσει (ή να πιέσει όπως επιχείρησε) το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη να τον ακολουθήσει σε μια διαδικασία καταψήφισης της τροπολογίας – φραγμό στις εγκληματικές οργανώσεις. Και όσο καθυστερούν οι εκλογές τόσο θα φαίνεται η γύμνια των πυροτεχνημάτων που ρίχνει η αξιωματική αντιπολίτευση.

Συνολικά όμως η τακτική Τσίπρα έχει σπρώξει μακριά τους πολίτες. Η πόλωση που επιδιώκει και το κλείσιμο του ματιού σε δήθεν αντισυστημικές ψήφους και από τα δύο άκρα μπορεί να του αποφέρουν μια αύξηση της συσπείρωσης, λειτουργούν όμως και με τη λογική της δράσης και της αντίδρασης αφού προκαλεί την ίδια στιγμή συσπείρωση γύρω από τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με απλά λόγια αυξάνοντας έστω κατ ελάχιστο, βάσει των δημοσκοπήσεων τα ποσοστά του, αυξάνει και αυτά της απέναντι πλευράς.

Άλλωστε δεν είναι λίγοι αυτοί που επιθυμούν σταθερότητα και όχι… πεζοδρόμια και νταούλια που θα χτυπούν ο Τσίπρας και οι φίλοι του για να χορεύουν οι αγορές.

Οι πολίτες γυρνούν την πλάτη στον Αλέξη

Την ίδια στιγμή οι δημοσκοπήσεις πέραν των ποσοστών και εκλογικών διαφορών καταγράφουν ένα μοναδικό φαινόμενο. Η πλειοψηφία των πολιτών γυρνά την πλάτη με σαφήνεια στην τακτική του Αλέξη Τσίπρα. Από το 2019 και μετά το ποσοστό που καταγράφεται να στέκεται αρνητικά στα όσα κάνει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, και κατ επέκταση στο σύνολό τους τα στελέχη της Κουμουνδούρου είναι υπερβολικά υψηλό.

Για την ακρίβεια 7 στους 10 πολίτες χαρακτηρίζουν με αρνητικό πρόσημο τις κινήσεις Τσίπρα στην αντιπολίτευση. Στη δημοσκόπηση της Μarc που δημοσιεύει το Πρώτο Θέμα που κυκλοφορεί στα περίπτωση το ποσοστό ανέρχεται στο 71,9% και δείχνει κολλημένο σε αυτό το μέγεθος σε όλες τις δημοσκοπήσεις όλων των εταιρειών. Μάλιστα στο ποσοστό αυτό εντάσσονται και 3 περίπου ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ.

Ακόμη χειρότερα. Στη δημοσκόπηση της εταιρείας GPO το 63,1% κρίνει αρνητικά την απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να αποσύρει το κόμμα του από τις ψηφοφορίες στη Βουλή προκαλώντας αντιδράσεις και εντός του ΣΥΡΙΖΑ τα στελέχη του οποίου ενημερώθηκαν από τις τηλεοράσεις και τους δημοσιογράφους.

Επίσης το 65,2% των ψηφοφόρων θεωρεί σωστή την τροπολογία που κατατέθηκε από την κυβέρνηση και υπερψηφίσθηκε και από το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη και η οποία βάζει φραγμό στη συμμετοχή εγκληματικών οργανώσεων στις εκλογές. Την τροπολογία που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίσθηκε να δηλώνει… παρών και για την οποία είχε πεί. Χάρισε δηλαδή την μοναδική ψήφο που είχε πεί πως θα δώσει στη Βουλή στην… απουσία του από τις δημοκρατικές διαδικασίες και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Στο πλαίσιο αυτό εμφανίζεται λίγο πριν τις εκλογές να βρίσκεται απέναντι στην πλειοψηφία των πολιτών της χώρας, να πετάει πέτρες στο κυβερνητικό οικοδόμημα ευελπιστώντας πως θα προκληθούν ρωγμές που είτε θα λειτουργήσουν προς όφελος μιας τελικής κατάρρευσης είτε ότι θα στραφεί αλλού το βλέμμα των πολιτών. Πέραν δηλαδή της κατάρρευσης του οικοδομήματος μιας δήθεν κυβερνώσας αριστεράς και ενός φληναφήματος περί δήθεν προοδευτικής κυβέρνησης.

ΥΓ. Δύο χρόνια πρίν ο Στέλιος Κούλογλου είχε χρησιμοποιήσει ελαφρώς παραλλαγμένη τη φράση της Μελίνας Μερκούρη. Απευθυνόμενος ουσιαστικά στον Αλέξη Τσίπρας είχε πεί: “Πρόεδρε μήπως δεν αρέσουμε πιά;”. Σήμερα δεν έχει αλλάξει το παραμικρό αναφορικά με τα όσα κατέγραφε και τότε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε στις δημοσκοπήσεις ούτε στις προθέσεις των πολιτών. Κυρίως ούτε στο ίδιο του το κόμμα…