Το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου κατά της Τουρκίας και για την καταπάτηση κάθε έννοιας του κράτους δικαίου στην Τουρκία (αυτό με αφορμή τη σύλληψη και φυλάκιση του Εκρέμ Ιμάμογλου, ανερχόμενου αστέρα του κεμαλικού στρατοπέδου) ήρθε να υπενθυμίσει μια διαχρονική αλήθεια: ότι οι διεκδικήσεις και η πίεση προς την Ελλάδα δεν είναι ίδιον μόνο της στρατηγικής του ισλαμιστικού καθεστώτος Ερντογάν, αλλά τακτική και ιδεολογική επιλογή βαθιά εγγεγραμμένη στον ίδιο τον πυρήνα του κεμαλισμού, δηλαδή του κόμματος στο οποίο ανήκει –και πιθανόν να ηγηθεί μια ημέρα– ο φυλακισμένος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης.

Παρά την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη στη Δύση, που θέλει τους κεμαλιστές ως εκσυγχρονιστές και ειρηνόφιλους έναντι του εθνικιστικού και αυταρχικού Ισλάμ του Ερντογάν, η ιστορική πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική – και για την Ελλάδα, συχνά πιο επώδυνη.

Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), ανέλαβε την οργάνωση και την εκτέλεση της αντίστασης κατά της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, η οποία κορυφώθηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Η σφαγή και ο εκτοπισμός των ελληνικών πληθυσμών, όπως και των Αρμενίων και των Ασσυρίων, δεν ήταν ένα τυχαίο επεισόδιο, αλλά συστατικό στοιχείο του κεμαλικού σχεδίου εθνοκάθαρσης και δημιουργίας ενός «εθνικά καθαρού» κράτους Τούρκων.

Το 1955, δε, τα Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη έγιναν υπό την καθοδήγηση και με τη στήριξη κρατικών μηχανισμών, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στο εθνικιστικό πνεύμα του κεμαλισμού. Οι εναπομείναντες Έλληνες της Πόλης εκριζώθηκαν μεθοδικά και η ομογένεια συρρικνώθηκε δραματικά.

Στην Κύπρο, το 1974, παρότι η εισβολή πραγματοποιήθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς που διατηρούσε στενή σχέση με το βαθύ κεμαλικό κράτος, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η πολιτική αυτή ήταν συνέχεια της πάγιας κεμαλικής πολιτικής περί προστασίας των τουρκικών συμφερόντων στο εξωτερικό με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.

Παρά τις ρητορείες για εκδημοκρατισμό, το κεμαλικό κόμμα (CHP) διατηρεί μια αδιάκοπη εθνικιστική γραμμή σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο. Στην πραγματικότητα, σε πολλές περιπτώσεις επιχειρεί να εμφανιστεί «πιο πατριωτικό» από τον Ερντογάν κατηγορώντας τον για υποχωρητικότητα στα λεγόμενα «εθνικά θέματα».

Μια από τις τελευταίες παρεμβάσεις του Ιμάμογλου, αυτή στη Γερμανία υπέρ της στρατιωτικής ενίσχυσης της Τουρκίας με μαχητικά Eurofighter, έρχεται σε μια περίοδο που η Άγκυρα κλιμακώνει τη ρητορική περί αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών και αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία τους.

Ζητώντας την άρση των περιορισμών στην πώληση ευρωπαϊκών μαχητικών αεροσκαφών, ο δήμαρχος που προβάλλεται ως «μετριοπαθής» κεμαλιστής ουσιαστικά προωθεί την ενίσχυση της τουρκικής αεροπορικής ισχύος, η οποία σε κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιηθεί και για την άσκηση πίεσης στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.

Ο κεμαλισμός δεν υπήρξε –ούτε είναι– εγγύηση καλών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Αντιθέτως, διαχρονικά, ο σκληρός τουρκικός εθνικισμός, όπως διαμορφώθηκε από τον Κεμάλ και τους επιγόνους του, έχει προκαλέσει μεγαλύτερες καταστροφές και απώλειες για τον ελληνισμό από όσες έχουν μέχρι στιγμής προκαλέσει οι ισλαμιστές του Ερντογάν.

Η πρόσφατη στάση του Εκρέμ Ιμάμογλου το αποδεικνύει περίτρανα: Στο ζήτημα της στρατιωτικής ισχύος και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η κεμαλική γραμμή όχι μόνο δεν είναι ηπιότερη, αλλά συχνά αποδεικνύεται πιο σκληρή και επικίνδυνη.