Η κορύφωση της πολιτικής εκμετάλλευσης μιας οδυνηρής για τον τόπο τραγωδίας, όπως αυτή των Τεμπών, λαμβάνει χώρα τα τελευταία 24ωρα.
Ύστερα από δύο ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία εικασίες και υποψίες έχουν γίνει βεβαιότητες για να στηρίξουν αντιπολιτευτικά αφηγήματα και να πλήξουν την κυβέρνηση, τώρα ο θυμός που υπάρχει στην κοινωνία και το λαϊκό αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης γίνονται απλώς η αφορμή για να πυροδοτήσουν κάποιοι πολιτικές εξελίξεις.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Για την ακρίβεια, υποστηρίζουν ότι πυροδοτούν πολιτικές εξελίξεις, διότι στην πραγματικότητα η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης προφανώς και δεν θα έχει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. Ουδείς αναμένει δηλαδή η κυβέρνηση να καταρρεύσει κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και, αντιθέτως, αυτή αποτελεί μια καλή αφορμή για να συσπειρωθεί το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Από την άλλη πλευρά και η αντιπολίτευση μπορεί να υποστηρίξει ότι εξάντλησε τα θεσμικά όπλα που έχει στη φαρέτρα της και… όλοι να είναι ευχαριστημένοι.
Το γεγονός όμως ότι σύσσωμη, σχεδόν, η αντιπολίτευση έσπευσε να καταθέσει την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών δεν είναι το μοναδικό που ενώνει αυτές τις πολιτικές δυνάμεις γύρω από αυτήν την υπόθεση.
Είναι και η υιοθέτηση όλων αυτών των θεωριών συνωμοσίας που κυκλοφορούν από την επομένη κιόλας του δυστυχήματος για τα παράνομα φορτία, για τις εκρήξεις, για το μπάζωμα, για τη σκύλευση, τάχα, των νεκρών, καθώς και για πολλά άλλα που ακούστηκαν ή θα ακουστούν στο μέλλον.
Την ίδια στιγμή, αγνοούν εσκεμμένα και επιδεικτικά πραγματικά γεγονότα, όπως, π.χ., τις ευθύνες του σταθμάρχη εκείνο το μοιραίο βράδυ ή τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε και επικρατεί, δυστυχώς, στους σιδηροδρόμους.
Τα σενάρια
Αξιοποιώντας παράλληλα το συναίσθημα είτε των συγγενών των 57 θυμάτων της τραγωδίας είτε ολόκληρης της κοινωνίας, συνεχίζουν αυτό το εμπόριο ελπίδας. Μιας ελπίδας για δικαίωση των θυμάτων, όπως ισχυρίζονται, αλλά όχι επί της πραγματικής, αντικειμενικής βάσης.
Μόνο επί της βάσης των σεναρίων που έχουν βάλει στο τραπέζι ή έχουν άκριτα υιοθετήσει, επιχειρώντας να κάνουν και την κοινή γνώμη να πιστέψει ότι με προσωπική παρέμβαση, π.χ., του πρωθυπουργού ελήφθησαν αποφάσεις το μοιραίο εκείνο βράδυ στο επιχειρησιακό πεδίο.
Και κατ’ αυτόν τον τρόπο αδιαφορούν ξανά για το προφανές, το οποίο δεν είναι άλλο από την πρόθεση της κυβέρνησης για διερεύνηση της υπόθεσης σε πολιτικό επίπεδο, καθώς και σε δικαστικό επίπεδο, με τη σχετική έρευνα να τρέχει ήδη και στην πραγματικότητα η έναρξη της δίκης να εμποδίζεται με διάφορα τερτίπια από τους ίδιους αντιπολιτευτικούς κύκλους.
Για ποιον λόγο η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός, εάν δεν ήθελαν πράγματι τη διερεύνηση της υπόθεσης και την απόδοση ευθυνών, συναίνεσαν τότε και η ΝΔ ψήφισε την πρόταση της αντιπολίτευσης για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τον Χρήστο Τριαντόπουλο – ο οποίος επίσης με τη σειρά του παραιτήθηκε για να διευκολύνει την όλη διαδικασία;
Στο απλό αυτό ερώτημα αδυνατούν να απαντήσουν αυτοί οι «έμποροι των Τεμπών», εμμένοντας σε θεωρίες συνωμοσίας, φήμες και άλλα τόσα που δηλητηριάζουν εντέλει την πολιτική ζωή του τόπου και πυροδοτούν κοινωνική αναταραχή.
Και είναι όλο αυτό επικίνδυνο για τον λόγο ότι δεν πετούν απλώς την μπάλα στην εξέδρα και στρέφουν αλλού τη συζήτηση, αλλά αντιθέτως επιδιώκουν η συζήτηση να γίνει με τους δικούς τους όρους. Με όρους συνωμοσιολογίας και υιοθέτησης φημών για το μπάζωμα, για το παράνομο φορτίο και μύρια όσα άλλα ακούμε καθημερινά για την τραγωδία.
Το ερώτημα
Μένει όμως μετά απ’ όλα αυτά ένα βασικό ερώτημα: ποιος είναι εκείνος που πραγματικά σκυλεύει τους νεκρούς και τη μνήμη τους με τη στάση του; Μήπως τελικά συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζονται οι «έμποροι των Τεμπών», υποκινούμενοι απλώς από το μίσος τους για την κυβέρνηση;
Και μήπως θα πρέπει να ξεκινήσουν από την αυτοκριτική τους για τη στάση που κράτησαν και εξακολουθούν να κρατούν γι’ αυτό το τόσο λεπτό ζήτημα; Η τραγωδία, άλλωστε, ήταν εθνική και οι 57 νεκροί δεν είχαν χρώματα και σημαίες. Ήταν παιδιά όλων των Ελλήνων…