Ενάμιση χρόνο. Τόσο κράτησε το δηλητήριο. Τόσο διήρκεσε η συστηματική προσπάθεια μιας αντιπολίτευσης που, αδυνατώντας να παραγάγει πολιτική πρόταση, κατέφυγε στο πιο φθηνό εργαλείο: τη συνωμοσιολογία. Αντί για τεκμηρίωση, φήμες. Αντί για ευθύνη, σπέκουλα. Και αντί για δικαιοσύνη, δημόσιοι λιθοβολισμοί — χωρίς αποδείξεις, χωρίς αιδώ.
Η υπόθεση Τεμπών μετατράπηκε από την αντιπολίτευση όχι σε αφορμή για αναστοχασμό και σοβαρό διάλογο για την ασφάλεια, αλλά σε εργαλείο χυδαίας πολιτικής εκμετάλλευσης.
Χτίστηκε μια αφήγηση με φτηνά υλικά: συγκίνηση, οργή, και πάνω απ’ όλα — ψέμα. Η κατηγορία πως η κυβέρνηση “σκέφτηκε να συγκαλύψει εγκλήματα” ήταν τόσο εξωφρενική όσο και βολική. Γιατί η αλήθεια έχει κόστος. Το ψέμα, όμως, μόνο κέρδος.
Και σήμερα, όταν το αφήγημα αυτό καταρρέει με πάταγο, όταν αποδεικνύεται ότι δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο σχέδιο συγκάλυψης, κανείς δεν ζητάει συγγνώμη. Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το ότι επί 18 μήνες στοχοποιήθηκαν άνθρωποι με τη βαρύτερη δυνατή κατηγορία: αυτή του δολοφόνου. Κανείς δεν απολογείται για το ότι ο δημόσιος διάλογος δηλητηριάστηκε από συνθήματα και όχι από επιχειρήματα.
Αλλά τι περιμένει κανείς από μια αντιπολίτευση που επενδύει στον διχασμό, που βλέπει στο πένθος μια ευκαιρία και στον θάνατο ένα προεκλογικό εργαλείο;
Όχι, η πολιτική δεν είναι λάσπη. Την κάνουν λάσπη όσοι δεν έχουν τίποτε άλλο να προσφέρουν. Και όταν οι θεωρίες συνωμοσίας τελειώσουν, αυτό που μένει είναι η γύμνια της πρότασης. Γιατί, τελικά, όσοι φωνάζουν πιο δυνατά δεν έχουν πάντα δίκιο — έχουν απλώς μεγαλύτερη απελπισία.