Το τέρας του λαϊκισμού, που έδειξε τα δόντια του στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσης, φαίνεται να ξυπνά και πάλι. Παρά το γεγονός ότι η οικονομία έχει πλέον σταθεροποιηθεί και οι δημοσιονομικοί δείκτες καταγράφουν θετικές τάσεις, το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει – όχι λόγω θεσμικών συγκρούσεων, αλλά εξαιτίας της ανακύκλωσης προσώπων και πρακτικών που αντλούν δύναμη από την οργή, την καχυποψία και τον θεατρινισμό.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται άλλη μια φορά αντιμέτωπη με μια γνώριμη συνθήκη: την αποθέωση της πολιτικής υπεραπλούστευσης, την πλειοδοσία στα άκρα και την εργαλειοποίηση θεμάτων που θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και μέτρο, όπως για παράδειγμα το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, που αντί να αναζητούμε πώς δεν θα ξαναγίνει κάτι τέτοιο, δημιουργούνται fake news για να κερδίσουν… ψήφους συγκεκριμένα κόμματα.
Σήμερα, οι ρόλοι αλλάζουν, αλλά το έργο παραμένει το ίδιο. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Κυριάκος Βελόπουλος θυμίζουν έντονα τα έργα και τις ημέρες του… Βασίλη Λεβέντη, ο οποίος ως η «άτεγκτη φωνή» του αντισυστημισμού κατάφερε σαν φωτοβολίδα να εισέλθει στη Βουλή και εν μια νυκτί να αποχωρήσει.
Η εποχή της μεγάλης κρίσης (2010-2015) ανέδειξε πρόσωπα και πολιτικούς σχηματισμούς που βασίστηκαν στον λαϊκισμό ως στρατηγική κατάληψης της εξουσίας. Από την Ενωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη μέχρι τους ΑΝΕΛ και την Πλεύση Ελευθερίας, κοινό χαρακτηριστικό ήταν η καταγγελία των «άλλων», η αμφισβήτηση των θεσμών και η προβολή του εαυτού ως μοναδικής εναλλακτικής σωτηρίας. Και όποιες διαφορές μπορεί να υπήρξαν μεταξύ αυτών των πολιτικών σχημάτων, μάλλον είναι το νήμα που τους ενώνει στις επάλξεις της χειραγώγησης και της φαλκίδευσης της αλήθειας.
Σήμερα, παρά την απουσία μνημονίων και κοινωνικής απόγνωσης αντίστοιχης του 2012, η ίδια συνταγή επανέρχεται. Με επίκεντρο αυτήν τη φορά υποθέσεις κοινωνικού και δικαστικού χαρακτήρα –που εργαλειοποιούνται για να στηθεί ένας νέος κύκλος πολιτικής οξύτητας– η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Κυριάκος Βελόπουλος καταφέρνουν να διεισδύσουν ξανά στον δημόσιο διάλογο, με ρητορική που ελάχιστα διαφέρει από εκείνη του 2015.
Και οι δύο πολιτικοί –όπως και ο Βασίλης Λεβέντης παλαιότερα– ηγούνται σχημάτων που είναι απολύτως προσωποκεντρικά. Η Πλεύση Ελευθερίας δεν έχει ουσιαστικά οργανωτική δομή ή δεύτερα πρόσωπα – είναι η Ζωή και φυσικά δεν διαθέτει καν κυβερνητικό πρόγραμμα. Το ίδιο ισχύει για την Ελληνική Λύση, όπου ο λόγος του Κυριάκου Βελόπουλου δεν συμπληρώνεται ούτε πλαισιώνεται από κάποιον άλλον κομματικό παράγοντα. Μάλιστα, αν απαιτηθεί, καταγγέλλονται βουλευτές ως αποστάτες και τοποθετούνται άλλοι που θα είναι «πιστοί» στον ίδιο.
Η θεματολογία τους επίσης διασταυρώνεται: αντιευρωπαϊσμός, εμμονή στη συνωμοσιολογία (από τις «επιστολές του Ιησού» έως τα «συμφέροντα που στήνουν διώξεις»), απόρριψη θεσμικών ορίων και απειλές περί «κάθαρσης». Και κυρίως, η προσπάθεια αυταρχικής επιβολής των απόψεών τους: η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει συστηματικά συγκρουστεί με πολιτικούς και δημοσιογράφους, αμφισβητώντας ανοιχτά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ενώ ο Βελόπουλος ακολουθεί συχνά τη λογική της διαρκούς καταγγελίας, φλερτάροντας με τον ακραίο λόγο και τον εθνικισμό.
Ο Βασίλης Λεβέντης, που εισήλθε στη Βουλή το 2015 και αποχώρησε χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αποτύπωμα, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Προηγήθηκε του Βελόπουλου και της Κωνσταντοπούλου στην ίδια ακριβώς τροχιά: από την τηλεόραση στην κάλπη, από την αποστροφή προς το σύστημα, στην αποτυχία να προτείνουν κάτι υλοποιήσιμο.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι γιατί εμφανίζονται τέτοιες πολιτικές μορφές – αλλά γιατί βρίσκουν απήχηση. Όσο υπάρχει εκλογική πελατεία που «αγαπά» τον θόρυβο αντί για τη λύση, την καταγγελία αντί για τη σύνθεση, τόσο οι πολιτικοί τύπου Βελόπουλου και Κωνσταντοπούλου θα μπορούν να βρουν χώρο ώστε να αναπτύξουν τη ρητορική τους και να βρουν ευήκοα ώτα. Από την άλλη, βέβαια, το ζήτημα που απασχολεί αρκετούς πολιτικούς παρατηρητές είναι ότι πολιτικός λόγος γεμάτος πόλωση, αφορισμούς και fake news αφήνει σημάδια – όχι μόνο στα κόμματα, αλλά και στην ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι η διαχρονική παρουσία τέτοιων φαινομένων δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Ο Ιταλός Πέπε Γκρίλο, κωμικός που ίδρυσε το Κίνημα των 5 Αστέρων, ξεκίνησε ως φωνή της αγανάκτησης και κατέληξε να συγκυβερνά με την ακροδεξιά – κάτι θυμίζει αυτό και από τα ημέτερα την αλήστου μνήμης εποχή της μεγάλης αγανάκτησης, που κατέληξε να γίνει η μεγάλη ανατριχίλα... Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα πολιτικών που μετατρέπουν τον θεσμικό βανδαλισμό σε lifestyle. Το φαινόμενο είναι διεθνές – αλλά στην Ελλάδα έχει μια ειδική ταχύτητα: αυτό που αλλού κρατά δεκαετίες, εδώ παίζει σε fast forward.