Το 2025 δεν μας δίχασε. Μας ξεμπρόστιασε. Μας έδειξε, χωρίς φίλτρα και ωραιοποιήσεις, ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες.

Όχι σε παράλληλα σύμπαντα, αλλά στο ίδιο δελτίο ειδήσεων, στον ίδιο δρόμο. Η μία Ελλάδα δουλεύει, ιδρώνει, πέφτει και ξανασηκώνεται. Η άλλη μιλάει, καταγγέλλει, αυτοδικαιώνεται και στο τέλος… δεν φταίει ποτέ.

Η μία είναι η Ελλάδα του Εμμανουήλ Καραλή. Ένα παιδί που έμαθε να απαντά όχι με stories, αλλά με τον πήχη, που δεν έστησε αφήγημα καταδίωξης, δεν έψαξε άλλοθι, δεν έκλαψε δημοσίως, δούλεψε. Και το 2025 τον βρήκε δικαιωμένο, σταθερό, διεθνώς αναγνωρισμένο. Αυτή είναι η παλιά συνταγή: χαμηλά το κεφάλι, ψηλά ο στόχος. Τόσο ψηλά όσο και τα 608 εκατοστά που πήδηξε φέτος.

Η Ελλάδα του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Όχι απλώς ενός σούπερ σταρ, αλλά ενός ανθρώπου που καταλαβαίνει τι σημαίνει να εκπροσωπείς κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό σου. Ο Γιάννης δεν βγαίνει να μας πει πόσο δύσκολα περνάει η ψυχή του επειδή δεν του βγήκε το σουτ. Βγαίνει και παίζει. Και όταν μιλάει, το κάνει με μέτρο, ευθύνη και αξιοπρέπεια. Έτσι χτίζονται πρότυπα. Όχι με κλάμα αλλά με παράδειγμα.

Και βέβαια είναι η Ελλάδα των κοριτσιών του πόλο. Μια εθνική ομάδα που συνεχίζει να φέρνει μετάλλια χωρίς να ζητά ειδική μεταχείριση, χωρίς να μετατρέπει κάθε δυσκολία σε δράμα. Το 2025 τις βρήκε εκεί που πρέπει: στην ελίτ, κατακτώντας το World League Αυτή η Ελλάδα δεν ζητάει χειροκρότημα. Ζητά να την αφήσουν να κάνει τη δουλειά της.

Όλα για το θέαμα

Στον αντίποδα, υπάρχει η άλλη Ελλάδα. Εκείνη που το 2025 την είδαμε να εκτίθεται μόνη της. Η υπόθεση της Δήμητρας Ματσούκα δεν είναι lifestyle κουτσομπολιό. Είναι καθρέφτης νοοτροπίας. Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ (και δη, χωρίς δίπλωμα και πινακίδες) δεν είναι «στιγμή αδυναμίας». Είναι πράξη επικίνδυνη, αντικοινωνική και δυνητικά φονική. Και όταν ακολουθεί επικοινωνιακή διαχείριση τύπου «συμβαίνει σε όλους», τότε δεν μιλάμε απλώς για λάθος. Μιλάμε για άρνηση ευθύνης.

Αυτή είναι η Ελλάδα που δεν λέει ποτέ «έφταιξα». Λέει «παρεξηγήθηκα».

Σε αυτή τη δεύτερη Ελλάδα, το 2025 κατέγραψε ξανά τον Στέφανο Τσιτσιπά. Ένα τεράστιο ταλέντο, που όμως επιμένει να μιλά περισσότερο απ’ όσο παίζει. Αντί η αυτοκριτική να γίνεται εργαλείο βελτίωσης, γίνεται δημόσιο ημερολόγιο. Αντί η ήττα να οδηγεί σε σιωπή και δουλειά, οδηγεί σε δηλώσεις, quotes και φιλοσοφικά ξεσπάσματα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι έχει ευαισθησίες. Το πρόβλημα είναι ότι τις κάνει σημαία, αντί να τις κάνει κίνητρο. Και, το χειρότερο; Οδηγούσε με ταχύτητα 213 χλμ. την ώρα στην Αττική Οδό και κρυβόταν αντί να ομολογήσει.

Όπως κρυβόταν και ο ψευτόμαγκας Βασίλης Μπισμπίκης ενώ, όντας μεθυσμένος, παρέσυρε ένα κάρο παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μετά έστελνε… γλυκά για συγγνώμες. Και όχι μόνο: επισκέφτηκε και τον (απεργό πείνας τότε) Πάνο Ρούτσι διαδίδοντας μάλιστα ότι ζήτησε να τον δει. Ψευδώς!

Και κάπως έτσι φτάνουμε στα σύμβολα. Ο «Φραπές» και ο «Χασάπης». Όχι ως πρόσωπα αλλά ως στάση ζωής. Η κουλτούρα του «ξέρω εγώ», του «σιγά μη λογοδοτήσω», του «όλοι φταίνε εκτός από μένα». Φωνή χωρίς γνώση. Θράσος χωρίς συνέπειες. Σε αυτή τη νοοτροπία κολλάει και η υποκρισία γύρω από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Οι ίδιοι που για χρόνια έβλεπαν επιδοτήσεις να μοιράζονται σαν χαρτζιλίκι, χωράφια να δηλώνονται χωρίς να υπάρχουν και «επαγγελματίες αγρότες» μόνο στα χαρτιά σήμερα να παριστάνουν τους αγανακτισμένους. Όταν το σύστημα τους βόλευε, ήταν «έξυπνοι». Όταν ζητήθηκαν έλεγχοι και κανόνες, έγιναν «θύματα».

Ο «Φραπές» και ο «Χασάπης» δεν έχουν πρόβλημα με την παρανομία, έχουν πρόβλημα με το ότι κάποιος τους ζητά λογαριασμό. Και αυτή είναι ίσως η πιο επικίνδυνη ελληνική υποκρισία: όχι ότι έγιναν λάθη, αλλά ότι όσοι ωφελήθηκαν από αυτά σήμερα φωνάζουν σαν να τους αδίκησαν.

Αυτή η Ελλάδα δεν προχωρά. Θορυβεί.

Τι τελικά θέλουμε

Το 2025 μάς έδειξε ότι η χώρα δεν έχει έλλειμμα ταλέντου. Έχει έλλειμμα ευθύνης. Η μία Ελλάδα σηκώνει βάρη, τρόπαια και σημαίες. Η άλλη ψάχνει δικαιολογίες. Το ερώτημα δεν είναι ποια Ελλάδα υπάρχει. Υπάρχουν και οι δύο. Το ερώτημα είναι ποια Ελλάδα θέλουμε να μας εκπροσωπεί. Και εκεί, όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, δεν χωράνε δικαιολογίες. Μόνο πράξεις.