Όπως τα αυτοκίνητα, οι προσωπικοί υπολογιστές και το ανθρώπινο σώμα, οι δημοκρατίες χρειάζονται κάθε τόσο επισκευή προκειμένου να λειτουργούν σωστά. Σήμερα, εκατομμύρια ευρωπαίοι και αμερικανοί πολίτες αισθάνονται αδύναμοι και μη εκπροσωπούμενοι σε πολιτικά και οικονομικά συστήματα που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Η δυσπιστία είναι ευρέως διαδεδομένη. Ολο και περισσότεροι μιλούν για «δημοκρατική ύφεση» στις δυτικές κοινωνίες.
του Τony Barber (*)
Κάθε γενιά τείνει να πιστεύει ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι μοναδικές. Όμως η ιστορία άλλα διδάσκει. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα υπήρξαν η Προοδευτική Εποχή στην Αμερική, το Νιου Ντιλ και το Φιλελεύθερο και Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας τις περιόδους 1906-14 και 1945-51. Σε κάθε περίπτωση, η κινητήρια δύναμη της μεταρρύθμισης ήταν η πεποίθηση ότι για να αντιμετωπιστεί η κρίση και να οικοδομηθεί μια καλύτερη κοινωνία, πρέπει οι παλιές μορφές πολιτικής αντιπροσώπευσης και οικονομικής διαχείρισης να προσαρμοστούν στις κοινωνικές και βιομηχανικές αλλαγές.
Οι δημοκρατίες μπορεί να πεθάνουν. Μπορεί όμως και να εκσυγχρονιστούν και να αποκατασταθεί η καλή τους υγεία, χωρίς πάντως να φτάσει σε άριστο επίπεδο. Πολλά εξαρτώνται από τη διάγνωση και την προτεινόμενη θεραπεία. Στις σημερινές συνθήκες, έχει σημασία να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ανάγκη να ενισχυθεί η δημοκρατική εκπροσώπηση και την ανάγκη να προωθηθεί η κοινωνική συνοχή.
Η έμφαση στη ρωσική παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές του 2016 και στο δημοψήφισμα για το Brexitείχε ως αποτέλεσμα να δοθεί μικρότερη σημασία στα θεμελιώδη ελαττώματα της δυτικής δημοκρατίας. Η διαφθορά, ο περιορισμός των δικαιωμάτων των ψηφοφόρων, το ζήτημα της χρηματοδότησης της προεκλογικής εκστρατείας ή οι μικρές υποχρεώσεις των θεσμών δεν έχουν σχέση με τη Ρωσία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ανταγωνιστές και αντίπαλοι της Δύσης εντοπίζουν διχαστικά θέματα και υποθάλπoυν την οργή προκειμένου να εμποδίσουν την πολιτισμένη συζήτηση και να προκαλέσουν παράλυση. Τα fake news είναι μέρος του ρωσικού οπλοστασίου. Αλλά όχι μόνο: η παραποιημένη επιστολή Ζινόβιεφ, που εμφανίστηκε λίγο πριν από τις βρετανικές εκλογές του 1924 και συνδέθηκε με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και το Συντηρητικό Κόμμα, είναι ένα καλό παράδειγμα ψευδών ειδήσεων κατά τον περασμένο αιώνα.
Η ενίσχυση της δημοκρατικής διαδικασίας έναντι ξένων παρεμβάσεων είναι αναγκαία. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να οδηγήσει στην προσθήκη ενός ακόμη στρώματος αναποτελεσματικής ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάθε ευρωπαϊκή χώρα να ψηφίσει νόμους που προβλέπουν απόλυτη διαφάνεια στη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις, οι ομάδες πίεσης, τα μέσα ενημέρωσης και άλλοι θα μπορούσε να υποχρεωθούν να δηλώνουν οποιαδήποτε υποστήριξη από το εξωτερικό.
Ακόμη κι αυτό όμως δε είναι αρκετό. Στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, εκατομμύρια πολίτες κατελήφθησαν από μια αίσθηση ακραίας ανισότητας και αδικίας, για την οποία οι πολιτικοί θεσμοί ελάχιστα πράγματα έκαναν. Βλέποντας τις κυβερνήσεις να βοηθούν τις τράπεζες, να αυξάνουν τους φόρους και να περικόπτουν το κοινωνικό κράτος, οι πολίτες αισθάνθηκαν ότι πληρώνουν για χάρη κάποιων ελίτ που δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Η ανανέωση της δημοκρατίας προϋποθέτει λοιπόν αυξημένη συμμετοχή των πολιτών στη δημόσια ζωή και δημιουργία διαύλων που θα λειτουργούν παράλληλα με το κοινοβούλιο και τα κόμματα. ΟΙ συνελεύσεις των πολιτών έφεραν ενδιαφέροντα αποτελέσματα στην Αυστραλία, τον Καναδά και την Ιρλανδία.
Αντίθετα, η πολυδιαφημισμένη Πρωτοβουλία Ευρωπαίων Πολιτών δεν έφερε σπουδαία αποτελέσματα. Και στη Μεγάλη Συζήτηση που οργάνωσε ο πρόεδρος Μακρόν έλαβαν μέρος κυρίως ηλικιωμένοι, πλούσιοι και μορφωμένοι αστοί.
Οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης της δημοκρατίας πρέπει να περιλαμβάνει την προστασία των αδυνάτων και τη βελτίωση των οικονομικών ευκαιριών που τους παρέχονται. Η διεύρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής είναι αναγκαία, πρέπει όμως και να μεταρρυθμιστεί το ίδιο το καπιταλιστικό μοντέλο της Δύσης.
(*) Ο Τόνι Μπάρμπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)