Ο Παύλος Πολάκης ανακοίνωσε με καμάρι ότι καλά έκανε και δεν πήγε στην κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου. Λες και κάποιος τον περίμενε. Το αιτιολόγησε κιόλας: ο Σαββόπουλος τον είχε αποκαλέσει «αρκουδιάρη». Μόνο που ο τραγουδοποιός δεν τον πρόσβαλε· τον περιέγραψε. Γιατί ο Σαββόπουλος είχε την ευαισθησία του καλλιτέχνη αλλά και το μάτι του κοινωνικού παρατηρητή - έβλεπε ποιος παίζει ρόλο και ποιος απλώς κάνει θόρυβο.
Το 2019 είχε πει ότι ο Πολάκης τού θύμιζε εκείνους τους ανθρώπους που φέρνουν μια αρκούδα να χορεύει στη γειτονιά. Ένας τύπος με ντέφι, λίγη μουσική, πολλή φασαρία. Δεν ήταν προσβολή· ήταν διάγνωση. Ο Πολάκης, δηλαδή, ως το σύμβολο ενός πολιτικού ύφους που συγχέει την αγένεια με την αυθεντικότητα και την οργή με το ήθος. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και τώρα, χρόνια μετά, απαντάει με την ίδια χολή - λες και η προσβολή ήταν νωπή.
Κι ύστερα είναι ο Τσίπρας. Ούτε αυτός πήγε. Ίσως γιατί ο Σαββόπουλος τον είχε χαρακτηρίσει «εγγαστρίμυθο του Ανδρέα Παπανδρέου». Το εννοούσε κυριολεκτικά: ο Τσίπρας είχε μάθει να μιλά με τη φωνή του Ανδρέα, να σηκώνει το χέρι με τον ίδιο ρυθμό, να απευθύνεται στους ίδιους νοσταλγούς του ’80. Ένα πολιτικό νούμερο που νόμιζε ότι αν μιμηθεί τον ήχο, θα αποκτήσει και το βάθος. Ο εγγαστρίμυθος που ήθελε να γίνει μάγος, αλλά ξέχασε πως η φωνή δεν φτάνει όταν λείπει η ψυχή
Έτσι, ο Σαββόπουλος κηδεύτηκε χωρίς την «παλιά παρέα» της αριστερής ψευδαίσθησης. Και ίσως να το ήθελε έτσι. Είχε απομακρυνθεί από τα είδωλα του παρελθόντος, όχι γιατί τα αρνήθηκε, αλλά γιατί τα είδε να γελοιοποιούνται από τους επίγονους τους. Ο Πολάκης και ο Τσίπρας απλώς επιβεβαίωσαν πόσο δίκιο είχε.
Τελικά, ο Σαββόπουλος αναπαύτηκε. Οι αρκουδιάρηδες και οι εγγαστρίμυθοι συνεχίζουν να δίνουν παράσταση. Το κοινό, όμως, έχει φύγει από καιρό.
