Με την είδηση που «έσκασε» για την ανακάλυψη εκρηκτικού μηχανισμού στην αυλή του δημοσιογράφου Γιάννη Πρετεντέρη –ευτυχώς δεν έσκασε ο μηχανισμός– έτρεξε το μυαλό μου, σαν σφαίρα που βγήκε από τη θαλάμη, πίσω στα χρόνια που ο Αλέξης Τσίπρας είχε ανεβάσει στις ευάερες και ευήλιες αίθουσες του Μαξίμου την παράσταση «Πώς να γίνεις από πρόεδρος του δεκαπενταμελούς λαοπρόβλητος πρωθυπουργός» – ετοιμάζεται, μαθαίνω, και το σίκουελ, αλλά με διαφορετικό καστ, νέο μακιγιέρ, εντυπωσιακά εφέ…
Τότε λοιπόν εδώ στα Εξάρχεια που τα έφερε η ζωή να κατοικώ όλα κυλούσαν με πολλές μολότοφ και δακρυγόνα, είχαμε τις πιο πολλές καταλήψεις από κάθε άλλη περιοχή της Αττικής, όλοι έλεγαν ότι φιλοξενούνται πρόσφυγες, λίγοι ήξεραν την εκμετάλλευση, το εμπόριο ναρκωτικών, την πορνεία. Εγώ για κακή μου τύχη είχα δίπλα μου τέσσερις τέτοιες «βαριές» καταλήψεις – δηλαδή τρώγλες όπου άνθρωποι στοιβάζονταν από τους «ανθρωπιστές-δικαιωματιστές-διακινητές» και υποχρεώνονταν σε μια χαμοζωή που δεν αξίζει σε κανένα έμβιο ον.
Τότε μίλησα, έγραψα, φώναξα, φωτογράφησα, κατέβηκα στον δρόμο, διεκδίκησα λίγο χώρο στην ενημέρωση όχι σύμφωνα με τις απόψεις μου, μόνο σύμφωνα με αυτά που βλέπω και πάντα με ντοκουμέντα εικόνας και ήχου. Με υπογραφή και πρόσωπο ακάλυπτο, όχι με κουκούλα, όχι με αλλοιωμένη τη φωνή και πλάτη στην κάμερα.
Ξέρετε τι έγινε τότε; Διαβάστε.
Χάλασα το ωραίο παραμύθι περί ανθρωπισμού, ιδανικών και προστασίας των όπου γης κατατρεγμένων, των θιασωτών του «No borders» και «Solidarity now» και άνοιξε η πύλη της κολάσεως. Πολύ γρήγορα έγινα στόχος, έμαθαν ποια είμαι και πού μένω, ήρθαν κάτω από το σπίτι μου φωνάζοντας «δέκα, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις» και «πουτάνα δημοσιογράφα θα σε κάψουμε», βανδάλισαν την περιουσία μου, με προπηλάκισαν και μου υποσχέθηκαν θάνατο φριχτό και επώδυνο, έβγαλαν προκήρυξη ανάληψης ευθύνης για μια ενέργειά τους τρομοκρατική εναντίον μου.
Πέρασαν χρόνια που κυκλοφορούσα με την τρίχα ανασηκωμένη και κοιτάζοντας πίσω μου, συγγενείς και φίλοι μού έλεγαν «πρόσεχε, μη μιλάς, σήκω φύγε». Δεν τους άκουσα, συνέχισα να μιλώ, να ζω, να κοιτάζω και να βλέπω. Θα είναι μεγάλο ψέμα αν σας πω ότι δεν φοβόμουν ή μπορεί κι ακόμη να φοβάμαι όταν μαθαίνω ότι για τον δημοσιογράφο που γράφει και υπογράφει τις απόψεις του ή αποτυπώνει τα γεγονότα πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να πατήσει πάνω σε μια βόμβα που θα εκραγεί ή μπορεί να την πατήσει το παιδί του, ο γείτονάς του, ο περαστικός που έβγαλε βόλτα το σκυλί του…