Η στοχοποίηση μελών της κυβέρνησης με αναφορές και καταγγελίες από την αντιπολίτευση το μόνο που τελικά αποδεικνύει είναι η έλλειψη προτάσεων και εναλλακτικών λύσεων. Η εργαλειοποίηση των Τεμπών και οι επιθέσεις κατά στελεχών, όπως βλέπουν το φως της δημοσιότητας, επιβεβαιώνουν την προσπάθεια δημιουργίας κλίματος που για μια ακόμη φορά οδηγεί σε ένα είδος ανθρωποφαγίας.
Η περίπτωση του Αρίστου Δοξιάδη, που παραιτήθηκε, αποτέλεσε την αφορμή για ένα μπαράζ καταγγελιών που προκαλούν ερωτήματα και για τη χρονική στιγμή που επιλέγεται. Η περίπτωση του Νίκου Τσάφου, υφυπουργού Ενέργειας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως και η επίθεση κατά του νέου υπουργού Ενέργειας, Σταύρου Παπασταύρου.
Τον χορό άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ δείχνει να ακολουθεί στοχοποιώντας όμως τον πρωθυπουργό. Βέβαια και για την Κουμουνδούρου τελικός στόχος είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η αποδόμησή του δείχνει να αποτελεί μονόδρομο για την πολιτική επιβίωσή τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε πως ακόμη και η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας αντιμετωπίστηκε με ανάλογο τρόπο από τα αυτοαποκαλούμενα προοδευτικά κόμματα που δηλώνουν και κόμματα εξουσίας.
Είναι κατανοητό και από την πλειοψηφία των πολιτών πως στην παρούσα φάση η επιχείρηση που έχει στηθεί δείχνει την ένδεια των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Το γεγονός ότι στις ανακοινώσεις που αφορούν τα πρόσωπα της κυβέρνησης που στοχοποιούνται, γίνονται και αναφορές στα Τέμπη, επιβεβαιώνουν την αδυναμία αντιμετώπισης της κυβέρνησης σε πολιτικό επίπεδο.
Η τακτική είναι παλαιά και γνωστή. Είχε αποτέλεσμα στο παρελθόν, μόνο που το 2025 δεν είναι 2011 ούτε και 2015. Οι παρεμβάσεις αυτού του είδους αποκαλύπτονται. Για παράδειγμα, για τον Νίκο Τσάφο αντέδρασαν και κύκλοι της Κυπριακής Δημοκρατίας που αφενός ξεκαθάρισαν πως υπάρχει συνεχής και άριστη συνεργασία, αφετέρου έθεσαν, μιλώντας στον ανταποκριτή του EΡTNEWS, και το θέμα της χρονικής στιγμής που επιλέχθηκε για να επανέλθει μια παλαιότερη αναφορά του –την οποία έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος ως μεγάλο λάθος– στο προσκήνιο.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».