Κυκλοφορεί εσχάτως η εκτίμηση κάποιων κύκλων ότι ο Πρωθυπουργός δεν έχει αντίπαλο. Ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης παίζει χωρίς αντίπαλο και ως εκ τούτου «κερδίζει» γιατί δεν… υπάρχει ο Αλέξης Τσίπρας! Εν μέρει αυτή η αντίληψη έχει βάση μια και οι δημοσκοπήσεις πριν και μετά από τις εκλογές επιβεβαιώνουν την απόλυτη κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας έναντι του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο δεν είναι σωστή, όχι τόσο γιατί οι αντίπαλοι είναι περισσότεροι του ενός, αλλά κυρίως γιατί μια τέτοια αντίληψη αδικεί τα γεγονότα και παρερμηνεύει την ουσία τους.
του Χάρη Παυλίδη
Κατ’ αρχήν η κυριαρχία δεν κερδίζεται εν τη απουσία του αντιπάλου, πολλώ δε μάλλον όταν ο αντίπαλος έχει διατελέσει Πρωθυπουργός και ως εκ τούτου «κάτι» έχει αφήσει πίσω του σε κρίσιμους τομείς του κρατικού μηχανισμού ώστε σε κάθε ευκαιρία να προκαλεί προβλήματα στην κυβέρνηση. Πέραν αυτού, δηλαδή της «τεχνογνωσίας» του παρασκηνίου, ο αντίπαλος ως αξιωματική αντιπολίτευση έχει κατορθώσει να ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά δίκτυα τα οποία έχουν αναχθεί σε «ανεξάρτητες αρχές» ελέγχου της ιδιωτικής ζωής της οικογένειας του Πρωθυπουργού.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει αντίπαλο και το χρονικό διάστημα που κυβερνάει τη χώρα έχει καταφέρει να φέρει σε πέρας την πανδημική κρίση, να κρατήσει όρθια την οικονομία χωρίς να γονατίσει την κοινωνία και χωρίς να αναστείλει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησής του, και όλα αυτά επειδή… «παίζει» μόνος του. Και το ερώτημα είναι, εάν είχε αντίπαλο δεν θα είχε πετύχει όσα πέτυχε μέσα σε δύο χρόνια εκ των οποίων μόνο ένα εξάμηνο κύλησε υπό κανονικές συνθήκες;
Επειδή δεν έχει αντίπαλο κυβερνάει κερδίζοντας κάθε μέρα την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, ή μήπως η κοινωνία αναγνωρίζει την προσπάθεια που γίνεται και στηρίζει το σχέδιο του για την ανασυγκρότηση της χώρας; Μήπως το γεγονός ότι, επειδή έχει αντίπαλο τα διαχρονικά προβλήματα και τις παθογένειες της χώρας, που σε πολλές περιπτώσεις είναι συνυφασμένα με ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικά στερεότυπα του πολιτικού χώρου του αντιπάλου του, ανταποκρίνεται σ’ αυτό που ζητούσαν οι πολίτες από την κυβέρνηση τους; Έναν πραγματιστή Πρωθυπουργό που αφήνει το αφήγημα να δημιουργήσει το αποτέλεσμα;
Καμία νίκη δεν επιτυγχάνεται χωρίς αντίπαλο, όπως και καμία ήττα δεν έρχεται από κακοτυχία. Στην προκειμένη περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ότι κυβερνάει επειδή δεν έχει αντίπαλο, αλλά γιατί με όσα έκανε όταν ήταν στην αντιπολίτευση και με όσα κάνει τώρα στην κυβέρνηση, έχει εξουδετερώσει τον αντίπαλό του τόσο στο πεδίο της ιδεολογίας όσο και στο πεδίο της εφηρμοσμένης πολιτικής. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την ισχύ του Αλέξη Τσίπρα την περίοδο 2012-2015 και την καθεστωτική διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019 ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επί του Αλέξη Τσίπρα δεν οφείλεται στην ανικανότητα του δεύτερου αλλά στην ικανότητα του πρώτου.
Συνεπώς, ο Πρωθυπουργός έχει αντίπαλο. Και μάλιστα αντίπαλο που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί κάθε μέσο προκειμένου να επιστρέψει με το «ηθικό πλεονέκτημα Νο2» και την ελπίδα η «δεύτερη φορά Αριστερά» να διεισδύσει στους αρμούς της εξουσίας. Επί αυτού του αντιπάλου κυβερνάει ο Κυριάκος Μητσοτάκης γιατί έχει απομυθοποιήσει το μύθο της «προοδευτικότητας» του, έχει καταρρίψει με πράξεις την αποκλειστικότητα στην κοινωνική ευαισθησία του αντιπάλου του, και διαγράφει τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος που με τον διχαστικό του λόγο προσπαθεί να επαναφέρει ο αντίπαλός του.
Εν ολίγοις η κυριαρχία του Πρωθυπουργού δεν οφείλεται στην… απουσία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως κάποιοι ισχυρίζονται ώστε να υποβαθμίσουν την ιδεολογική και πολιτική υπεροχή της κυβέρνησης επί του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας χάνει όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν του έχει αφήσει χώρο να κινηθεί κλείνοντας ταυτόχρονα όλες τις εξόδους διαφυγής. Πλην εκείνης που οδηγεί στα μονοψήφια ποσοστά της προ- μνημονιακής περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ.