Τριάντα και πλέον χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, η μελέτη του ιστορικού του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Νίκου Παπαναστασίου «Αντίσταση από μικροφώνου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Ο Παύλος Μπακογιάννης απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών», έρχεται να υπενθυμίσει τη σθεναρή δράση του Μπακογιάννη κατά του καθεστώτος της χούντας από τις συχνότητες της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας και της Ντόιτσε Βέλε (Deutsche Welle), που αναμετέδιδε τις εκπομπές του Μονάχου και την ευρύτερη πολιτική του προσωπικότητα – από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και το τέλος της πρώτης δεκαπενταετίας της Μεταπολίτευσης.
Με σπουδές πολιτικών επιστημών στην Ελλάδα και τη Γερμανία και με διακεκριμένη δημοσιογραφική καριέρα, ο Μπακογιάννης θα αναλάβει από τη θέση του υπεύθυνου του Ελληνικού Προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας τον πολιτικό έλεγχο και τη συστηματική απομυθοποίηση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, καταγγέλλοντάς την ανοιχτά ως φασιστικό καθεστώς: καθεστώς που κατάργησε απερίφραστα την κοινοβουλευτική δημοκρατία, καταδιώκοντας και φυλακίζοντας τους αντιφρονούντες, λέγοντας διεθνώς ψέματα πως εργαζόταν για την αποκατάσταση των διαταραγμένων θεσμών, συντάσσοντας ένα σύνταγμα (και οργανώνοντας το αντίστοιχο δημοψήφισμα) βασισμένο σε ψευδεπίγραφες ελευθερίες και επιβάλλοντας στυγνή λογοκρισία στα μέσα ενημέρωσης.
Ο Παπαναστασίου δείχνει με πανοραμικό τρόπο, εξετάζοντας εξαντλητικά τόσο τις πηγές της εποχής όσο και τη νεότερη βιβλιογραφία, πως το αντιδικτατορικό έργο του Μπακογιάννη δεν ήταν ούτε αυτονόητο ούτε εύκολο. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) των δεκαετιών του 1960 και του 1970 αποτελεί ένα πολιτικό σύστημα που έχει θωρακιστεί πλήρως απέναντι στο ναζιστικό παρελθόν και εγγυάται χωρίς κλυδωνισμούς την ελευθεροτυπία, αλλά οι πιέσεις που ασκεί στη Βόννη, την πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας, η Αθήνα είναι τεράστιες: υπαινιγμοί για σκλήρυνση των διπλωματικών σχέσεων (η Γερμανία δεν θέλει να εναντιωθεί σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ με κρίσιμη στρατηγική σημασία για την ισορροπία με τη Σοβιετική Ένωση στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου), πυκνή αρθρογραφία των χουντικών εφημερίδων κατά της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας και του Μπακογιάννη, ο οποίος καθυβρίζεται ως κομμουνιστής, πολιτική συμμαχία με τον Φραντς Γιόζεφ Στράους, τον ισχυρό αρχηγό των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), επίκληση (άμεση ή έμμεση) της πολιτικής ανοχής του αμερικανικού παράγοντα, απειλές για μη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με γερμανικές εταιρείες, αλλά και εργώδεις προσπάθειες διείσδυσης στην κοινότητα των Ελλήνων γκασταρμπάιτερ (Gastarbeiter), των Ελλήνων μεταναστών, στους οποίους απευθύνονται οι εκπομπές του Μπακογιάννη, και τους οποίους προσπαθεί να επηρεάσει και η ραδιοφωνία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΓΛΔ), το μεγάλο αντίπαλο πολιτικό δέος της Βόννης.
Ο μελετητής αναδεικνύει έτσι όχι μόνο το πρόσωπο του Μπακογιάννη, αλλά και τις σχέσεις που δημιουργεί η Βόννη με την ελληνική χούντα, όπως και το πλαίσιο της αντιφατικής ενσωμάτωσης των ξένων εργαζομένων (όχι μόνο των Ελλήνων) στην οικονομία, την κοινωνία και το πολιτικό στάτους της Δυτικής Γερμανίας. Όσο για τον ίδιο τον Μπακογιάννη, αποδεικνύεται, με τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, αλλά και με τα επιστημονικά του βιβλία, ένας ακραιφνής φιλελεύθερος, ένας ανυποχώρητος θιασώτης του Κέντρου, ο οποίος στήριζε κριτικά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, επηρέασε με τον φιλελευθερισμό του τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, κρατούσε αποστάσεις από τις σοσιαλιστικές επαγγελίες του Ανδρέα Παπανδρέου, επιζήτησε τον πολιτικό και ιδεολογικό εκσυγχρονισμό της Νέας Δημοκρατίας, πίστευε σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς και, πάνω απ’ όλα, υποστήριζε την απομάκρυνση από την παραδοσιακή περιχαράκωση Δεξιάς και Αριστεράς και μαχόταν για μια καινούργια, ριζικά διαφορετική πολιτική -και διακομματική- κοινωνική συνεννόηση.
Αυτή είναι η πορεία στην οποία έβαλε δραματικά απότομο τέλος η δολοφονική ενέργεια του 1989 με τον Μπακογιάννη να φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 54 ετών.