Ο παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου είχε σκοτώσει τη γιαγιά της, που είχε το ίδιο όνομα με εκείνη, το 1965.
Σοκαρισμένο το πανελλήνιο παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση των τριών νεκρών στην Πάτρα, καθώς η μητέρα τους, Ρούλα Πισπιρίγκου, οδηγήθηκε στη ΓΑΔΑ και ασκήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση εναντίον της μετά την αποκάλυψη ότι η Τζωρτζίνα πέθανε από κεταμίνη. Φαίνεται, όμως, πως αυτό δεν ήταν το πρώτο που διαπράχθηκε στην οικογένεια Πισπιρίγκου. Πριν από 57 χρόνια, ο παππούς της σκότωσε τη γιαγιά της στην Πάτρα, ενώ μάλιστα παρουσιάστηκε «απαθής μέχρι αναισθησίας» στον εισαγγελέα, όπως αναφέρουν σχετικά δημοσιεύματα της εποχής που έρχονται ξανά στο φως της δημοσιότητας.
Η νεαρή Σωτηρία Πεφάνη γνώρισε τον άντρα της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν εκείνη είναι 15 ετών και αυτός 18. Όταν η σχέση τους έγινε γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συνελήφθη για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγήθηκε στις φυλακές Πατρών. Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία, παρά τις αντιδράσεις των γονιών της. Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίστηκε, απέκτησαν ένα παιδί, τον Ανδρέα, πατέρα της σημερινής Ρούλας Πισπιρίγκου.
Η γιαγιά της Ρούλας Πισπιρίγκου ζήτησε διαζύγιο και ο παππούς της την στραγγάλισε.
Η απαίτηση της Σωτηρίας για διαζύγιο και η απόφασή της να φύγει έκανε έξαλλο τον παππού της ο όποιος έγινε εμμονικός και την ακολουθούσε παντού, επειδή πίστευε ότι βλέπει άλλους άνδρες. Το διαζύγιο βγήκε, αλλά την επιμέλεια του παιδιού την πήρε ο άντρας. Μόλις δύο ημέρες μετά την τελευταία δικαστική αντιδικία τους, με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση, ο Παναγιώτης ζήτησε, την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965, από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης.
Το ζευγάρι βρέθηκε σε μια απομωνομένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο, δίπλα στη θάλασσα και, κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, εκείνος της ζήτησε να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Το τι επακολουθεί περιγράφεται στην σοκαριστική κατάθεσή του:
«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ο δολοφόνος πήγε αρχικά στο σπίτι του γαμπρού του και στις 2.30 τα ξημερώματα παραδόθηκε στην αστυνομία, λέγοντας ότι πριν την αποτρόπαια πράξη του έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ από την ιατροδικαστική εξέταση.
Ο Πισπιρίγκος έσφιξε με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό τής έφραξε τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα έκατσε πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που κατάφερε η άτυχη κοπέλα ήταν να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό τού δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.
Ο παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου περιγραφόταν ως «απαθής μέχρι αναισθησίας» από τους συγκρατούμενούς του
Όταν οδηγήθηκε στον εισαγγελέα της υπόθεσης, τον γνωστό από σημαντικές υποθέσεις που χειρίστηκε, Δημήτρη Τσεβά, παρότι σώθηκε από λιντσάρισμα κοινού και συγγενών του θύματος μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, ο ίδιος φαινόταν απαθέστατος. Στο κρατητήριο όπου βρισκόταν ο δράστης, τον περιέγραφαν ως «απαθής μέχρι αναισθησίας. Δεν έχει καμία τύψη για το κακούργημά του».
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις δεκαπέντε ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης πήρε ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές» ή, όπως λέει η επίσημη διάγνωση, «ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως».
Τελικά, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά αποφυλακίστηκε 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής. Το μόλις 14 μηνών παιδί τους κατά την εποχή του φόνου, Ανδρέας, όταν παντρεύτηκε και έκανε κόρη, τη Ρούλα Πισπιρίγκου, της έδωσε το όνομα της δολοφονημένης μητέρα του Σωτηρίας (Σωτηρούλα).
ΠΗΓΗ iefimerida