Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της Ρωσίας φανερώνει το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει στην προσπάθειά του να διαμεσολαβήσει –με τον δικό του πληθωρικό τρόπο– για τον τερματισμό του ρωσοουκρανικού πολέμου.

Όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, περίμενε για πολύ καιρό να δει κάποια ουσιαστική ενέργεια από τον τακτικό συνομιλητή του, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος φαίνεται πως τον ενέπαιζε. Έτσι, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να στείλει το πρώτο ισχυρό μήνυμα προς τη Μόσχα από την ημέρα που ο κ. Τραμπ ανέλαβε εκ νέου την ηγεσία των ΗΠΑ.

Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων κατά της Rosneft Oil Company και της Lukoil OAO. Πρόκειται για δύο ενεργειακούς κολοσσούς που ειδικεύονται στην εξερεύνηση, εξόρυξη, παραγωγή, διύλιση, μεταφορά και πώληση πετρελαίου, φυσικού αερίου και προϊόντων πετρελαίου, τόσο στη Ρωσία όσο και διεθνώς.

Σύμφωνα με το Bloomberg, η κρατική Rosneft και η ιδιωτική Lukoil αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών αργού πετρελαίου της χώρας. Οι δύο εταιρείες εξάγουν αθροιστικά 3,1 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, ενώ η Rosneft είναι υπεύθυνη για το ήμισυ σχεδόν της συνολικής ρωσικής παραγωγής πετρελαίου –δηλαδή για το 6% παγκοσμίως– βάσει βρετανικών αναφορών.

«Τώρα είναι η ώρα να σταματήσουν οι δολοφονίες και να επιτευχθεί άμεση κατάπαυση του πυρός», υπογράμμισε ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, μετά την επιβολή των κυρώσεων, οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, στοχεύουν τις συγκεκριμένες εταιρείες που χρηματοδοτούν τον πολεμικό μηχανισμό του Κρεμλίνου, «δεδομένης της άρνησης του προέδρου Πούτιν να τερματίσει αυτόν τον άσκοπο πόλεμο».

Ο υπουργός άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων μέτρων, εάν χρειαστεί να υποστηριχθεί η προσπάθεια του προέδρου Τραμπ «να τερματίσει έναν ακόμα πόλεμο».

Το γεγονός ότι, μετά την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων, οι μεγάλες κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες της Κίνας (PetroChina, Sinopec, CNOOC, Zhenhua Oil) φέρονται, σύμφωνα με το Reuters, να προχωρούν σε αναστολή της αγοράς ρωσικού πετρελαίου που μεταφέρεται διά θαλάσσης, ενδέχεται να αποτελέσει πραγματικό πλήγμα για τη ρωσική οικονομία.

Το παρασκήνιο

Αλλά τι οδήγησε τον απρόβλεπτο κ. Τραμπ στις κυρώσεις και, μία ημέρα νωρίτερα, στην απόφαση να ακυρώσει τη σύνοδο-συνάντηση με τον Πούτιν στη Βουδαπέστη; Η τεράστια απογοήτευσή του με τον Ρώσο πρόεδρο, ισχυρίζεται το Axios.

Ειδικότερα, καταλυτικό ρόλο, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, έπαιξε το αποτέλεσμα της συνομιλίας των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. Οι Μάρκο Ρούμπιο και Σεργκέι Λαβρόφ είχαν μια τηλεφωνική επικοινωνία μετά την οποία η Ουάσιγκτον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Μόσχα δεν βρίσκεται σε θέση που να επιτρέπει την επίτευξη συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε λόγος να πραγματοποιηθεί συνάντηση μεταξύ Τραμπ και Πούτιν.

Οπωσδήποτε, οι Ευρωπαίοι και η Βρετανία είδαν με καλό μάτι τη στάση Τραμπ. Χθες, η ΕΕ υιοθέτησε το 19ο πακέτο κυρώσεων εναντίον της Μόσχας, το οποίο περιλαμβάνει 69 επιπλέον ατομικές καταχωρίσεις και πολλά οικονομικά περιοριστικά μέτρα που στοχεύουν βασικούς τομείς οι οποίοι τροφοδοτούν την παράνομη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με επίκεντρο την ενέργεια, τον χρηματοοικονομικό αλλά και τον στρατιωτικο-βιομηχανικό χώρο.

Επιπλέον, στη Σύνοδο Κορυφής, οι Ευρωπαίοι ηγέτες και ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, συμφώνησαν στην ανάγκη να συνεχιστεί η πίεση, ώστε να υποχρεωθεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για ειρηνευτικές συνομιλίες.

Παράλληλα, Βρυξέλλες και Κίεβο εργάζονται σε μια πρόταση 12 σημείων για τον τερματισμό του πολέμου κατά μήκος των σημερινών γραμμών μάχης, σύμφωνα με το Bloomberg, όπου την εφαρμογή του προτεινόμενου σχεδίου θα αναλάβει ένα ειρηνευτικό συμβούλιο υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ.

Κλιμάκωση στη Βενεζουέλα

Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει βάλει για τα καλά στο στόχαστρο τη Βενεζουέλα. Τις τελευταίες εβδομάδες, αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις βομβάρδισαν τουλάχιστον πέντε σκάφη στην Καραϊβική, στα ανοικτά των ακτών της Βενεζουέλας, σε διεθνή ύδατα, σκοτώνοντας περισσότερα από 25 άτομα. Η Ουάσιγκτον ισχυρίζεται ότι πρόκειται για σκάφη διακίνησης ναρκωτικών, τα οποία συνδέει με το καθεστώς Μαδούρο, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη στρατιωτική της παρουσία στην ευρύτερη περιοχή.

Την περασμένη Τετάρτη, ο κ. Τραμπ διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνησή του έχει το νομικό δικαίωμα να πραγματοποιεί τέτοιου είδους επεμβάσεις, ενώ επανέλαβε επίσης τα σχέδια για επίθεση σε στόχους στο έδαφος της χώρας. Έκανε μάλιστα λόγο ότι, αν προβεί σε αυτό το διάβημα, θα ενημερώσει το Κογκρέσο.

Η όλη ρητορική Τραμπ έχει μια κλιμάκωση, καθώς προ ημερών είχε πει ότι ενέκρινε μυστικές επιχειρήσεις της CIA στη Βενεζουέλα, κάτι που θεωρείται πρωτοφανές να ανακοινώνεται επισήμως. Το πότε και αν τελικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα χτυπήσει τη Βενεζουέλα είναι κάτι που το γνωρίζει μόνο ο ίδιος, και καθώς φαίνεται μόνος θα πάρει την όποια απόφαση.