Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Νικόλαος Χαρδαλιάς, πραγματοποίησε σήμερα, Τετάρτη 13 Απριλίου 2022, επίσκεψη στην έδρα της Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ), στην Αθήνα, όπου τον υποδέχθηκε ο Διοικητής της Σχολής Αντιστράτηγος Αναστάσιος Σπανός.
Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας ενημερώθηκε για την οργάνωση, την αποστολή, το εκπαιδευτικό έργο, τα προγράμματα σπουδών και επιμόρφωσης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και πολιτικού προσωπικού του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και για τους εκπαιδευτικούς στόχους της Σχολής.
Στο πλαίσιο της επίσκεψης, ο κ. Χαρδαλιάς απηύθυνε την παρακάτω ομιλία στους σπουδαστές της 74ης Εκπαιδευτικής Σειράς, οι οποίοι το προσεχές διάστημα ολοκληρώνουν την ακαδημαϊκή τους εκπαίδευση:
«Συνιστά ιδιαίτερη τιμή, να απευθύνομαι σήμερα από το βήμα της Σχολής Εθνικής Άμυνας σε εσάς, τους εκλεκτούς σπουδαστές της, οι οποίοι σε λίγες ημέρες θα ολοκληρώσετε την ακαδημαϊκή σας εκπαίδευση και θα κληθείτε να ανταποκριθείτε πλέον ως Επιτελείς Εθνικής Άμυνας, στις υψηλές προσδοκίες των Υπηρεσιών σας.
Είχατε το προνόμιο να φοιτήσετε στο ανώτατο στρατιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας, έναν επιστημονικό φορέα υψηλού επιπέδου και ταυτόχρονα μεταπτυχιακό σχολείο διακλαδικού χαρακτήρα των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο σας παρείχε άρτια ακαδημαϊκή γνώση στον ευρύτερο τομέα της Αμυντικής Πολιτικής και Εθνικής Στρατηγικής, με σκοπό την οικοδόμηση της απαιτούμενης επάρκειας ώστε να χειρίζεστε αποτελεσματικά, θέματα Εθνικής Άμυνας στο πλαίσιο των επιτελικών και επιχειρησιακών σας αρμοδιοτήτων στις Ένοπλες Δυνάμεις, στα Σώματα Ασφαλείας και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα.
Επίσης, η Σχολή, μέσω του πλούσιου εκπαιδευτικού προγράμματός της, σας παρείχε εξειδικευμένες γνώσεις και στον ευρύτερο τομέα των Στρατηγικών Σπουδών, προκειμένου να καταστείτε ικανοί να αναπτύσσετε την ικανότητα στρατηγικής ανάλυσης του διεθνούς και περιφερειακού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, καθώς επίσης και να ενισχύσετε την ικανότητά σας να διαμορφώνετε και να παρουσιάζετε προτάσεις, επί των προβληματισμών που εγείρονται σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας.
Ζούμε αναμφίβολα σε μία εποχή, όπου το σύγχρονο περιβάλλον ασφάλειας, χαρακτηρίζεται από έντονα φαινόμενα αστάθειας, ρευστότητας, υψηλής αλληλεξάρτησης και εύθραυστων ισορροπιών, με αποτέλεσμα μεγάλοι παγκόσμιοι δρώντες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το NATO, αλλά και οι διεθνείς Οργανισμοί, να βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι, με μια πληθώρα ασύμμετρων προκλήσεων και απειλών, όπως η κλιματική αλλαγή, οι υγειονομικές κρίσεις, οι πολεμικές συγκρούσεις, η μετανάστευση, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η διεθνής τρομοκρατία, οι κυβερνοεπιθέσεις και η εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής.
Οι παραπάνω προκλήσεις, σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη γεωπολιτική και τεχνολογική διελκυστίνδα μεταξύ των κρατών, συγκροτούν ένα ιδιαίτερο παγκόσμιο ψηφιδωτό, το οποίο περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την πρόσφατη απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στρατιωτικό εγχείρημα το οποίο παρήγαγε έναν πρωτοφανή, για τα μεταπολεμικά δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, επιθετικό πόλεμο.
Ο Ρωσικός αναθεωρητισμός, εισάγει πλέον νέες μεταβλητές στις διεθνείς σχέσεις διαβαίνοντας τα αποδεκτά όρια του διακρατικού ανταγωνισμού και έρχεται να ανατρέψει τις μέχρι σήμερα «σταθερές» του διεθνούς συστήματος και της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Με τον τρόπο αυτό τίθεται σε πλήρη αμφισβήτηση η διεθνής νομιμότητα και δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα υπονομεύεται η ευρωπαϊκή και διεθνής ασφάλεια και σταθερότητα.
Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδεικνύει με τον πλέον τραγικό και ανάγλυφο τρόπο ότι, στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή, αυτό που παραμένει διαχρονικά κυρίαρχο, είναι η κλασική υπόμνηση του Θουκυδίδη, σύμφωνα με την οποία «ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του».
Με αυτά τα δεδομένα, η παγκόσμια ειρήνη, η ασφάλεια και η σταθερότητα, έχουν εισέλθει σε μια αχαρτογράφητη επικίνδυνη ατραπό, καθόσον το σύνολο των διεθνών οργανισμών που αποτελεί την καθεστηκυία διεθνή τάξη αδυνατεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητα και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου αρχιτεκτονικής ασφαλείας, χωρίς αναγνώριση τετελεσμένων δια της βίας, πρέπει να παραμείνει ο κεντρικός στόχος της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής και σε αυτό το πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να επαναπροσδιορίσει τη θέση της, επιλέγοντας αν θα παραμείνει μόνο μια μεγάλη οικονομική αγορά ή αν θα αναλάβει το ρόλο που της αντιστοιχεί ως γεωπολιτική υπερδύναμη και πάροχος ασφάλειας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί, με μια πιο ολοκληρωμένη και συνεκτική προσέγγιση στις επιμέρους εθνικές πολιτικές των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια προσέγγιση που θα συμβάλλει στο σφαιρικό και ολιστικό καθορισμό των στρατηγικών ευρωπαϊκών συμφερόντων, υπό το πρίσμα της περαιτέρω ανάπτυξης των δυνατοτήτων της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, προκειμένου να αναδειχθεί ο κυρίαρχος στρατηγικός ρόλος της Ένωσης, αλλά και η ικανότητά της να ενεργεί αυτόνομα, όταν και όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.
Φυσικά, η οικοδόμηση αυξημένων στρατιωτικών δυνατοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα συνεισφέρει μόνο στην επίτευξη των αμυντικών επιχειρησιακών της στόχων, αλλά θα συνδράμει περαιτέρω στην ενίσχυση της βιομηχανικής και τεχνολογικής της βάσης, η οποία θα μεταφραστεί σταδιακά σε τεχνολογική κυριαρχία, θεμελιώδη προοπτική της στρατηγικής της αυτονομίας.
Η Ελλάδα, συνιστά ανεπιφύλακτα θιασώτη της πολυμερούς προσέγγισης, σε ό,τι αφορά τις περίπλοκες παγκόσμιες προκλήσεις της εποχής μας και παράλληλα σταθερό υποστηρικτή της απόλυτης ανάγκης για στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, χωρίς αυτό να σημαίνει διασάλευση των διατλαντικών δεσμών μας.
Ως χώρα, στηρίζουμε απερίφραστα μια ισχυρή, στενότερη, συνεργατική και αμοιβαία επωφελή σχέση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα πάντα και με τη Κοινή Δήλωση Συνεργασίας που έχουν συνυπογράψει, η οποία συνιστά το πλαίσιο της συνεργασίας και τις αρχές της συμμετοχικότητας, αμοιβαιότητας και σεβασμού της αυτονομίας στη λήψη των αποφάσεων.
Μέσα σε αυτό το εύθραυστο παγκόσμιο περιβάλλον άμυνας και ασφάλειας, η Πατρίδα, εκτός των άλλων, καλείται να αντιμετωπίσει τις γνωστές διαχρονικές προκλήσεις και απειλές του τουρκικού αναθεωρητισμού, με τα παράλογα νεοθωμανικά ιδεολογήματα της «Γαλάζιας Πατρίδας» ή των «…συνόρων της οθωμανικής καρδιάς…».
Απέναντι σε αυτή την προκλητικότητα, η ελληνική διπλωματία κινείται με ορθολογισμό και αποφασιστικότητα, καταδεικνύοντας στο διπλωματικό πεδίο όλες τις παράνομες τουρκικές ενέργειες, όπως τον αναθεωρητισμό απέναντι στις διεθνείς συνθήκες, το απαράδεκτο casus belli, την άρνηση να προσχωρήσει στη σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, το ανυπόστατο τουρκολυβικό μνημόνιο, την προκλητική αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών με το πρόσχημα της αποστρατικοποίησης, τις υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά, τις παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου και των χωρικών υδάτων, την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και την απόκλιση από το κράτος δικαίου.
Παράλληλα, η χώρα προτάσσει σε κάθε ευκαιρία την αφοσίωσή της στη νομιμότητα, στο Διεθνές Δίκαιο, στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Καλλιεργεί επίσης συστηματικά στους ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους της, την ισχυρή γεωστρατηγική της θέση στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, θέση που την καθιστά αναμφίβολο παράγοντα ειρήνης, ασφάλειας, σταθερότητας και ευημερίας.
Η παραπάνω έντονη, πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη, αμυντική διπλωματική προσπάθεια, αποτελεί γεγονός το οποίο είναι ευρέως αντιληπτό σε διεθνές, διασυμμαχικό και διμερές επίπεδο, μέσω ενός διευρυμένου πλέγματος δράσεων, συνεργασιών και συμφωνιών, που έχουν ως στόχο την αναβάθμιση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της χώρας και τη διασφάλιση των ζωτικών, εθνικών, ευρωπαϊκών και ευρωατλαντικών συμφερόντων της, σε στρατηγική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Γαλλία, την Κυπριακή Δημοκρατία, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και τους υπολοίπους περιφερειακούς και διεθνείς εταίρους και συμμάχους της.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή τοποθέτησή μου, θα ήθελα να επισημάνω, ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις με τη διαρκή επιχειρησιακή ετοιμότητα, αλλά και την υψηλή μαχητική ισχύ τους, αποτελούν τον αδιαμφισβήτητο κομβικό Πυλώνα Εθνικής Ισχύος, διαδραματίζοντας έναν ιδιαίτερα κρίσιμο, διττό και απαιτητικό ρόλο, αφενός να διαφυλάξουν την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδας και αφετέρου να συνεισφέρουν δια του ισχυρού αποτρεπτικού αποτυπώματός τους, ως εργαλείο άσκησης ενεργού και πολυδιάστατης αμυντικής διπλωματίας.
Αγαπητοί Σπουδαστές,
Κυρίες και Κύριοι,
με αυτές τις σκέψεις και πεπεισμένος ότι, θα ανταποκριθείτε στις υψηλές προσδοκίες που δημιουργούνται με την επικείμενη αποφοίτησή σας από τη Σχολή, θα ήθελα να σας ευχηθώ κάθε επιτυχία στα καθήκοντά σας και καλή συνέχεια στο υπόλοιπο της σταδιοδρομίας σας.
Σας προτρέπω να εκμεταλλευτείτε κάθε ευκαιρία που θα σας δοθεί για να κάνετε χρήση των γνώσεων που αποκτήσατε, κεφαλαιοποιώντας τον χρόνο που διαθέσατε ως σπουδαστές στη Σχολή Εθνικής Άμυνας.
Σας ευχαριστώ».