Η Ανγκελα Μέρκελ επιβεβαίωσε την αποχώρησή της, η Γαλλία κινείται ήδη στους ρυθμούς των προεδρικών εκλογών του 2022 και η υπόλοιπη Ευρώπη, που προχωράει αργά τη διαδικασία εμβολιασμού, ακόμα αναρωτιέται τι μέλλει γενέσθαι μετά την πανδημία.
Της Μυρτώς Λιαλιούτη
Τα μάτια όλων είναι παραδόξως στραμμένα σε έναν νέο παίκτη της ευρωπαϊκής σκακιέρας, που θεωρείται πλέον ένας ανέλπιστος σταθεροποιητικός παράγοντας: ο Μάριο Ντράγκι, που εκπροσωπεί τα καλύτερα ευρωπαϊκά στοιχεία της προηγούμενης δεκαετίας και αποτελεί συνδετικά κρίκο τεχνοκρατών και πολιτικών, φέρνει την Ιταλία ξανά στο προσκήνιο. Αν πετύχει, το ιταλικό πείραμα της κυβέρνησης συνεργασίας κάτω από ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής ενδεχομένως γίνει μπούσουλας για πολλές χώρες της Ευρώπης την επόμενη μέρα. Μια από αυτές, ωστόσο, δεν θα είναι η Ελλάδα.

Οι χώρες που παρατηρούν τα τεκταινόμενα στην Ιταλία βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο – οι πολιτικοί τους ηγέτες ήδη συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, όπως συμβαίνει στην Ισπανία, ή ψάχνουν, όπως στη γερμανική περίπτωση. να βρουν τον δρόμο τους στη μετα-Μέρκελ εποχή. Στην πραγματικότητα, όμως, το μοντέλο Ιταλίας η Ελλάδα το προσπάθησε σε περίοδο κρίσης. Μπορεί η επιλογή του Λουκά Παπαδήμου να έφερε μια σχετική ηρεμία, για κάποιους μήνες, όμως η συνέχεια δεν επιβεβαίωσε το αισιόδοξο ξεκίνημα – ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, στις αρχές του 2012, έφτασε να μιλάει μέχρι και για «δοτό» Πρωθυπουργό, που βρέθηκε στη θέση που βρέθηκε για να υπηρετήσει μνημονιακές επιταγές. Τέτοιου είδους κριτική ακούει και ο Ντράγκι εξ αριστερών. Πώς βρέθηκε, δηλαδή, στο τιμόνι της Ιταλίας για να διαχειριστεί με μνημονιακό τρόπο τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, που είδε το δημόσιο χρέος της να εκτοξεύεται.

Η διαφορά ωστόσο είναι εμφανής: στην ιταλική περίπτωση, ο Ντράγκι κατάφερε να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης από το Κίνημα «5 Αστέρια», που τα προηγούμενα χρόνια κέρδισε τη θέση του στην πολιτική ζωή της Ιταλίας ακολουθώντας τα χνάρια του αντιμνημονιακού, αντισυστημικού ΣΥΡΙΖΑ. Η ψήφος εμπιστοσύνης δημιούργησε τριγμούς εντός του κόμματος – το οποίο ωστόσο συμφώνησε στον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο μεγαλύτερος πυλώνας αντίδρασης, επομένως, συντάχθηκε με τον σκοπό του Ντράγκι, όπως αντίστοιχα δεν είχε συμβεί στην περίπτωση Παπαδήμου. Και σε κοινωνικό επίπεδο, ο Ντράγκι κερδίζει το 65% των Ιταλών πολιτών, που τον εμπιστεύεται να ηγηθεί -κανένας τεχνοκράτης δεν θα είχε τέτοια ποσοστά δημοφιλίας μετακομίζοντας στο Μέγαρο Μαξίμου.

Η ΝΕΑ ΣΥΝΤΑΓΗ. Η Ελλάδα, ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, έδειξε τη σαφή προτίμησή της στις πολιτικές λύσεις – μετά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δε, αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των πολιτών που θεωρούν πιο πετυχημένες τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις παρά τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Υπάρχει όμως κάτι που μπορεί κι αυτή να διδαχθεί από το ιταλικό πείραμα, που δεν αφορά μόνο την αρμονική συνύπαρξη τεχνοκρατών και πολιτικών στο υπουργικό συμβούλιο, που ήδη επιχειρεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο Ντράγκι, ίσως και άθελά του, προσφέρει μια νέα συνταγή κατά του λαϊκισμού, δεξιού και αριστερού – όχι μόνο με την παρουσία του και την ευρωπαϊκή του ταυτότητα, αλλά και με τον τρόπο που κινήθηκε το προηγούμενο διάστημα, αποφεύγοντας την πόλωση με τους αντιπάλους του. Η έκρηξη ενός νέου λαϊκισμού, με πηγή τους ψεκασμένους αρνητές του κορωνοϊού, τους αντιεμβολιαστές και τους QAnon, θεωρείται από τους πολιτικούς αναλυτές ο μεγαλύτερος κίνδυνος της επόμενης μέρας. Αν η Ιταλία πετύχει, η ΕΕ μπορεί να τη μιμηθεί.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα “Νέα Σαββατοκύριακο”, 27/2/2021)