Όχι, δεν είναι πραξικόπημα. Πραξικόπημα σημαίνει χτύπημα, κάτι ξαφνικό. Αυτό που συμβαίνει στο κοινοβούλιο της Βρετανίας μετά το δημοψήφισμα είναι κάτι βραδύτερο και χειρότερο: η βαθμιαία διάβρωση των θεμελίων του, όχι μια έκρηξη βίας που το ανατρέπει. Και η ευθύνη ανήκει σε αμφότερα τα στρατόπεδα.
Του James Kirkup (*)
Το θέαμα μιας κυβέρνησης που κλείνει το κοινοβούλιο για να εμποδίσει τους βουλευτές να συζητήσουν ένα θέμα που θα επηρεάσει πολλές γενιές μπορεί να φαίνεται σε πολλούς παράλογο. Μπορεί επίσης να ερμηνευτεί από λαϊκίστικα ή αυταρχικά καθεστώτα ως μια ακόμη ένδειξη ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει εξαντληθεί. Αντί όμως να αρκούμαστε να καταγγέλλουμε τον πρωθυπουργό, ας δούμε πώς φτάσαμε ως εδώ, με την ελπίδα ότι θα βρούμε τον δρόμο της επιστροφής.
Για ορισμένους, ένα δημοψήφισμα είναι ασυμβίβαστο με την κοινοβουλευτική δημοκρατία: ή ο λαός αποφασίζει ή οι αντιπρόσωποί του για λογαριασμό του. Πάντα ήλπιζα ότι το Σύνταγμά μας, αλλά και η πολιτική μας κουλτούρα, θα πρόσφερε έναν τρίτο δρόμο. Στο δημοψήφισμα, οι πολίτες έκριναν ότι πρέπει να φύγουμε, άρα πρέπει να φύγουμε. Δεν είπαν όμως πώς θα φύγουμε. Η απόφαση για τέτοια επίμαχα ζητήματα ανήκει στο κοινοβούλιο.
Την 1η Φεβρουαρίου του 2017, 498 βουλευτές εξουσιοδότησαν την Τερέζα Μέι να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 της συνθήκης της Λισαβόνας και να θέσει τη Βρετανία σε τροχιά εξόδου. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν ιδέα τι έκαναν. Πολλοί Brexiteersτράβηξαν τη σκανδάλη, θεωρώντας ότι η συμφωνία που είχαν υποσχεθεί στους ψηφοφόρους θα έπεφτε στο πιάτο τους. Άλλοι βουλευτές προχώρησαν σε αυτή την κίνηση επειδή φοβόντουσαν τους ψηφοφόρους και τις εφημερίδες. Μερικοί από τους 498 προσπαθούν τώρα να σταματήσουν τη μηχανή του Brexit, χωρίς να εξηγήσουν τον δικό τους ρόλο στο να τεθεί αυτή η μηχανή σε κίνηση.
Η Τερέζα Μέι αργοπορημένα δέχθηκε, αλλά ποτέ δεν εξήγησε στους ψηφοφόρους, ότι η λογική του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος ήταν ένας συμβιβασμός που θα δυσαρεστούσε όλο τον κόσμο.
Τόσο οι υπέρμαχοι όσο και οι αντίπαλοι του Brexit, όμως, αρνήθηκαν να συμπεριφερθούν ως ενήλικες και απαιτούσαν να γίνει το δικό τους. Τρεις φορές απέρριψαν τη συμφωνία αποχώρησης που είχε υπογράψει η Μέι, παρόλο που πολλοί από αυτούς πίστευαν ότι ήταν το μη χείρον σενάριο. Δεν τολμούσαν όμως α το υποστηρίξουν δημοσίως.
Η σημερινή παρωδία είναι αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας και των δύο στρατοπέδων, που απέρριψαν την ιδέα ότι το κοινοβούλιο είναι ο χώρος όπου επιλύονται οι διαφορές και επιτυγχάνονται οι συμβιβασμοί. Πόσοι από αυτούς που κατηγορούν τους Brexiteers ότι παραβιάζουν τις δημοκρατικές συνθήκες δεν χειροκρότησαν τον πρόεδρο του κοινοβουλίου όταν ο ίδιος υπονόμευσε την αντικειμενικότητα που θα έπρεπε να διέπει το αξίωμά του και δεν ελπίζουν σήμερα α πάρει τα όπλα εναντίον της κυβέρνησης Τζόνσον;
Αρνούμενοι να δεχθούν οτιδήποτε άλλο εκτός από την πλήρη επικράτηση της θέσης τους, οι σκληροπυρηνικοί και των δύο πλευρών μετέτρεψαν το κοινοβούλιο σε ένα πεδίο μάχης όπου οι νικητές παίρνουν τα πάντα και οι χαμένοι βάζουν τα κλάματα.To Brexit έγινε έτσι ένας αγώνας μποξ.
Σε μια μελέτη του που θα δημοσιοποιηθεί τον ερχόμενο μήνα από το SocialMarket Foundation, ο Μίρκο Ντράκα από το Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ δείχνει ότι η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς βρίσκεται στη ρίζα του λαϊκισμού που σαρώνει όλη τη Δύση. Η αναστολή των εργασιών του κοινοβουλίου μάς οδηγεί προς μια αμερικανικού τύπου αντιπαράθεση, το ίδιο θα γίνει όμως και εφόσον το κοινοβούλιο προσπαθήσει να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη. Ψήφισα Remain και θα έκανα το ίδιο ξανά, αναγνωρίζω όμως ότι πρέπει να φύγουμε. Και το κοινοβούλιο πρέπει να ψηφίσει μια ειρηνική διευθέτηση.
Υπάρχει ακόμη ένας τρόπος να επιστρέψει η Βρετανία σε μια κανονική πολιτική, όπου οι αντιπαρατιθέμενες πλευρές απλώς διαφωνούν και δεν προσπαθεί η μία να καταστρέψει την άλλη. Η ΕΕ πρέπει να κάνει πίσω στο θέμα του backstop ώστε ο Τζόνσον να μπορεί να πει ότι νίκησε και ο Τζόνσον πρέπει να πείσει τους ακραίους και τον Φάρατζ να δεχθούν αυτή τη συμφωνία.
Ο πόλεμος ανάμεσα στους αδιάλλακτους Remainers και τους ασυμβίβαστουςBrexiteers μας οδήγησε στο χείλος του γκρεμού. Ο μόνος δρόμος επιστροφής είναι να δεχθούν όλοι ένα αποτέλεσμα που δεν ικανοποιεί κανέναν.
(*) Ο Τζέιμς Κίρκαπ είναι διευθυντής του Social Market Foundation
(Πηγή: The Times)