«Σχεδόν όλος ο κόσμος μας ταυ­τίζει. Τουλάχιστον ως μουσικούς», γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Μάνο Χατζιδάκι, σε παλαιότερο κείμενό του (Επτά Ημέρες-Καθημερινή), όπου περιγράφει τη σχέση του μαζί του.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1944 και έκτοτε υπήρχε μεταξύ τους μια διαρκής επικοινωνία άμεση ή έμμεση που χαρακτηριζόταν από εκτίμηση, θαυμασμό αλλά και αντιπαλότητα, από συνεργασία αλλά και πολεμική.

«Η αντίθεσή μας ειδικά ως προς τη μουσική υπήρξε ριζι­κή. Εγώ ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να γίνω κάποτε συμφωνιστής. Εκείνος κατέληξε να ερμηνεύει και μάλιστα με ένα δικό του μου­σικό συγκρότημα, συμφωνικά έρ­γα. Εγώ δεν εμπιστευόμουν την έ­μπνευση, αλλά εργάσθηκα σκλη­ρά για να αποκτήσω τεχνική, εκεί­νος απολάμβανε τη ζωή του και ε­μπιστευόταν το ένστικτο και την ιδιοφυία του. Αλλά και σε σχέση με τη λαϊκή μας μουσική -ανεξαρτή­τως του αποτελέσματος- οι αντι­λήψεις και οι πρακτικές μας ήσαν εντελώς αντίθετες. Και νομίζω ότι αντανακλούσαν τις ιδεολογικές και πολιτικές μας αντιλήψεις. Ίσως ο Μάνος να αποδείχτηκε τε­λικά περισσότερο ρεαλιστής απέ­ναντι στην έννοια «Λαός» από μέ­να που αμέσως μετά την Κατοχή τον αντιμετώπιζα με έντονη ρομα­ντική διάθεση σαν απόλυτη ηθική και πολιτιστική αξία».

Στον τελευταίο συλλογισμό του Μίκη Θεοδωράκη εμπεριέχεται ένα είδος πολιτικής αυτοκριτικής που παραδόξως δικαιώνει τον Μάνο Χατζηδάκι. Η μυθοποιημένη έννοια του «Λαού» για έναν αριστερό όπως ο Θεοδωράκης, η βάση ίσως της πολιτικής και αισθητικής αντιπαράθεσής τους, εκείνο που καθόρισε τη στάση του καθενός απέναντι στο λαϊκό τραγούδι, σκάει σαν πομφόλυγας. Η αφ’ υψηλού, εκλεκτική, λόγια και ίσως αριστοκρατική στάση του Χατζηδάκι είχε σύμφωνα με τον Θεοδωράκη ως συνέπεια να αντιμετωπίσει το λαϊκό τραγούδι «απ’ έξω και εκ των άνω», ενώ εκείνος (ο Θεοδωράκης), «ζυμωμένος και ταυτισμένος με αυτό το ασαφές α­μάλγαμα, τον «Λαό»», ένιωθε πραγματικά σαν λαϊκός συνθέτης (προσθέτοντας και το «έντεχνο»), δηλώνοντας μαθη­τής των Τσιτσάνη – Βαμβακάρη.

Εντούτοις, η αυτοκριτική του Θεοδωράκη συνεχίζεται και εκδηλώνεται με το θαυμασμό του για την πολιτική σκέψη και την οξυδερκή ανάλυση της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας από τον Μάνο Χατζιδάκι. «Θυμάμαι τη συζήτησή μας στο κα­θιστό του Λουμίδη» σημειώνει ο Μίκης, «όταν τα σύν­νεφα του Εμφύλιου σκέπαζαν τον ουρανό της Ελλάδας και όλοι μας προβληματιζόμαστε για το μέλ­λον. Ήταν άνοιξη του 1947. Ο Μά­νος αναλύοντας την κατάσταση λέει: «Το ΕΑΜ έχασε οριστικά τη μάχη. Είναι μάταιο να διακυβεύ­ουμε τη ζωή μας και το ταλέντο μας σε μια χαμένη υπόθεση…». Όσο κι αν τα γεγονότα ήσαν δύ­σκολα για την Αριστερά, δεν υπήρχε τότε ούτε ένας αριστερός που να πίστευε κάτι τέτοιο. Το ί­διο κι εγώ. Έτσι, όταν βρέθηκα σε λίγο εξόριστος στην Ικαρία, ενθυ­μούμενος τη συζήτηση αυτή, του έγραφα κι αυτός μου απαντούσε πάντοτε πάνω στο ίδιο πρόβλημα: το μέλλον της πατρίδας μας. Τελι­κά ξανασμίξαμε μετά το τέλος του Εμφύλιου. Στο μεταξύ, όταν για έ­να διάστημα ήμουν παράνομος στο 1948, ο Μάνος φρόντιζε να με κρύβει σε φιλικά του σπίτια με κίν­δυνο να συλληφθεί και να τιμωρη­θεί γι’ αυτό».

Στον τομέα της μουσικής, η διαφορά των δύο μεγάλων συνθετών κατέστη έκδηλη περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο στη χρήση των οργάνων. Ενώ δηλαδή ο Μάνος Χατζιδάκις χρησιμοποίησε το μπου­ζούκι μόνο στα τραγούδια κινηματογραφικών ταινιών -που δεν τα «υπέγραφε», αντιθέτως στα έργα που υπέγρα­φε όπως στον «Ματωμένο Γάμο» ή τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές», τις λαϊκότροπές του μελωδίες, όπως και τις μελωδίες των λαϊκών συν­θετών που χρησιμοποιούσε, τις ε­μπιστευόταν σε «λόγια» όργανα, όπως το βιολοντσέλο και το πιά­νο. «Ακόμη και στη δική του εκδοχή του «Επιτάφιου» χρησιμοποίησε μαντολίνο αντί για μπουζούκι», σημειώνει ο Θεοδωράκης. Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης θεωρεί ότι ο Μάνος Χατζιδάκις της μεταπολίτευσης αποβάλει τα «αριστοκρατικά του στοιχεία» και επιστρέφει «όλο και πιο πολύ στις εφηβικές του αρι­στερές ρίζες. Στο τέλος οδηγήθηκε σε μια θαυμαστή ωριμότητα που αντανα­κλούσε υπευθυνότητα και σοφία. Έτσι, συνέλαβε και εξέφραζε την ουσιαστική προοδευτική ουσία της ιστορικής συγκυρίας. Η εποχή αυτή συνέπεσε με τον καινούργιο του Έρωτα: την «Ορχή­στρα των Χρωμάτων», που το με­γάλο πάθος του γι’ αυτήν φοβάμαι άτι τον έκανε συχνά να υποβάλλει τον εαυτό του σε τόσο και τέτοιο άγχος και μόχθο, που τον οδήγη­σαν σε πρόωρο τέλος».

Αλλά τι διέκρινε στον άνθρωπο Μάνο Χατζιδάκι, ο Μίκης Θεοδωράκης;

Πρώιμη ωριμότητα, θερμό χαρακτήρα, ευφυία και αντίληψή «που τον κα­θιστούσαν ξεχωριστό μέσα στο πε­ριβάλλον και στην εποχή του. Πα­ράλληλα διέθετε ένα άκρως ευαι­σθητοποιημένο ένστικτο και εκλεπτυσμένο γούστο που τον βοη­θούσε να ανακαλύπτει την ομορ­φιά και την αλήθεια όταν οι άλλοι ήσαν ακόμη ανυποψίαστοι». Στο Μάνο Χατζιδάκι «προείχε η φιλική του διάσταση. Αυτή που του προσέδιδε ένα βαθύτατο αν­θρώπινο χαρακτήρα στις σχέσεις του. Και ακόμη πιο πολύ νομίζω, το στοιχείο της αγάπης. Για μένα αυ­τό το τελευταίο ήταν που με γοή­τευε και με συγκινούσε περισσό­τερο από οτιδήποτε άλλο. Ο άν­θρωπος Χατζιδάκις, σημαδεμένος από τον αβάσταχτο πόνο της αγά­πης, φάνταζε στα μάτια μου δυνα­τός, αλλά και ευάλωτος. Έτσι, ανε­ξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεών μας, ένιωθα πάντα μια α­πέραντη τρυφερότητα για τον ευ­άλωτο Χατζιδάκι που προσπαθού­σε με κάθε τρόπο να κρύψει από τους ξένους τη βαθιά πληγή της α­γάπης που τον έκαιγε, αλλά και τον ανανέωνε συγ­χρόνως. Ήμουν γι’ αυτόν σε κάθε δύ­σκολη στιγμή του ο μεγάλος του αδελ­φός. Στις προσωπι­κές μας σχέσεις μου άρεσε να τον α­κούω να μιλάει. Δεν τον διέκοπτα ποτέ και πάντα συμφω­νούσα με τις όποιες ιδέες, σχέδια, ορά­ματά του. Απέπνεε σε κάθε στιγμή αυ­θεντικότητα, πρω­τοτυπία και πολύ συχνά μαγεία. Νομίζω πως ναι, η μαγεία ήταν το α­ποκαλυπτικό στοι­χείο του Χατζιδάκι»,γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, αναφερόμενος στο μεγάλο ομότεχνό του, και καταλήγει:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

«Έτσι, η αρχή της δεκαετίας του ’50 βρίσκει τον Μάνο σε πλήρη συνθετική ακμή και λάμψη. Η αυ­τοπεποίθηση που του έδινε η πα­ραδοχή του από την παντοδύναμη τότε αθηναϊκή ιντελιγκέντσια τον ωρίμασε καλλιτεχνικά και τον ο­δήγησε στη δημιουργία κορυφαί­ων έργων που έκτοτε σημάδεψαν τη σύγχρονη ελληνική μουσική. Βλέποντας τώρα τις ομοιότητες και τις διαφορές μας με την απόσταση του χρόνου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει τελικά δίκιο να μας ταυτίζει. Κι αυτά γιατί θεω­ρώ πως η μεγαλύτερη ίσως προ­σφορά μας υπήρξε η συμβολή μας στην εξέλιξη και διαμόρφωση του ελληνικού τραγουδιού. Ενώ η κοι­νή μας αγάπη για την ποίηση και τους ποιητές οδήγησε την έ­μπνευσή μας σε κείμενα μεγάλης αξίας που ντυμένα στις μελωδίες μας έγιναν κτήμα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού».

Πηγή: artinews.gr