Όπως έχει εύστοχα επισημάνει η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «ποτέ μια γενιά δεν υπήρξε τόσο ταυτισμένη με μια οργάνωση όσο η νεολαία της Κατοχής με την ΕΠΟΝ».
Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), οργάνωση με εξαιρετικό βάρος στη νεότερη ελληνική ιστορία, ιδρύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1943 σε μια παράνομη συνδιάσκεψη στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας, στους Αμπελοκήπους, με πρωτοβουλία της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ Νέων (ΕΑΜ Ν), το πρόδρομο οργανωτικό σχήμα που είχε συγκροτήσει το ΕΑΜ για τη νεολαία στις αρχές του 1942.
Εκτός από το ΕΑΜ Ν, στη συνάντηση συμμετείχαν αντιπροσωπείες διάφορων νεολαιίστικων οργανώσεων με εθνικοαπελευθερωτικό προσανατολισμό: Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), Αγροτική Νεολαία Ελλάδας, Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Εργατοϋπαλληλική Νεολαία, Ενιαία Μαθητική Νεολαία, Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης (ΕΝΑΡ), Θεσσαλικός Ιερός Λόχος (ΘΙΛ), Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία, Λεύτερη Νέα, Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδας, Φιλική Εταιρεία Νέων (ΦΕΝ) και Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση. Το καταστατικό που προέκυψε από την ιστορική αυτή Συνδιάσκεψη, έθετε τους εξής βασικούς στόχους για τη νέα οργάνωση-μέτωπο: «Εθνική απελευθέρωση, με βάση την ακεραιότητα της Ελλάδας, εξόντωση του φασισμού τώρα και στο μέλλον και με οποιαδήποτε μορφή κι αν παρουσιαστεί. Αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, έτσι που όλες οι εξουσίες ν’ απορρέουν από την κυρίαρχη θέληση του λαού και της νέας γενιάς. Καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και υπεράσπιστη της ειρήνης, με βάση την αρχή αυτοδιάθεσης των λαών και νεολαιών και ειδικά της Βαλκανικής”.
Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, και μάλιστα μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής, εμφανιζόταν μια οργάνωση με έντονη μαχητικότητα και προγραμματικές φιλοδοξίες που υπερέβαιναν κατά πολύ τα πλαίσια μιας εθνικοαπελευθερωτικής πρωτοβουλίας. Η ΕΠΟΝ πρότεινε τη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής νεολαίας με βάση αρχές που ποτέ δεν είχαν συνυπάρξει σε ιδρυτικό κείμενο οργάνωσης: Αντιφασισμός, μόρφωση, ευημερία, ειρήνη, πολιτισμός. Το σύνθημα «πολεμάμε και τραγουδάμε» ήταν απόλυτα ενδεικτικό μιας νέας αντίληψης του κόσμου και της στάσης της νεολαίας απέναντι στην κρίσιμη εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τον Φεβρουάριο του 1943 μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, υπολογίζεται πως η ΕΠΟΝ είχε συσπειρώσει στις τάξεις της 600.000 νέους και νέες και είχε εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα.Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί μιας νεολαιίστικης έκρηξης η οποία συντελέστηκε από το 1943 έως το 1947, όταν η οργάνωση κηρύχτηκε παράνομη. Η συνεισφορά της ΕΠΟΝ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στις πόλεις και την ύπαιθρο, καθώς και η συμμετοχή της σε μαζικές αντιστασιακές ενέργειες, την ένοπλη δράση και στον παράνομο Τύπο υπήρξαν ανεκτίμητες. Ωστόσο, ο καθοριστικός παράγοντας που επιβεβαίωσε την ακτινοβολία της ήταν το εκπολιτιστικό-μορφωτικό της έργο. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η ΕΠΟΝ σημάδεψε ανεξίτηλα τις ζωές των νεολαίων που ενηλικιώθηκαν μέσα από τις γραμμές της, έδωσε μορφή και σχήμα στις αναζητήσεις τους, στάθηκε μια κοιτίδα πολιτιστικής δράσης που μέχρι σήμερα εντυπωσιάζει με το εύρος και το δυναμισμό της. Η ιδιότητα του ΕΠΟΝίτη είναι ποιοτικά διαφορετική από όλες τις πολιτικές και κοινωνικές ταυτότητες που εμφανίστηκαν στην κατοχική, εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα. Υπερβαίνοντας τα στενά όρια μιας οργανωτικής δομής με όρους κομματικής ένταξης, η ΕΠΟΝ έδωσε διέξοδο σε ένα ευρύτατο πλέγμα αναζητήσεων και εκφράσεων που ξεκινούσαν και κατέληγαν στην ιδιότητα της νεολαίας ως αυτόνομου πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου.

Η εξήγηση αυτής της νεολαιίστικης έκρηξης και της ταύτισης με το οργανωτικό σχήμα της ΕΠΟΝ βρίσκεται στις κοινωνικές προϋποθέσεις μια τέτοιας στράτευσης. Η Κατοχή υπήρξε καταλύτης για τους υπαρξιακούς προβληματισμούς των νέων. Από την πρώτη περίοδο της σκλαβιάς, η νεολαία –μαθητές και φοιτητές– αναδείχθηκε σε αυτόκλητο πρωταγωνιστή όλων των πρωτοβουλιών που αργότερα θα μορφοποιούνταν σε αντιστασιακή δράση. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια υπήρξαν οι πρώτες εστίες συναντήσεων, μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκαν οι πρώτες συλλογικότητες. Ο τότε φοιτητής και μετέπειτα σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου θυμόταν τα χρόνια 1941-1942 ως περίοδο «πνευματικής παρανομίας» που αυτόματα έθρεφε τη δημοκρατική συνείδηση των νέων.

Μέσα στην κατάρρευση και την πνευματική οπισθοδρόμηση των ημερών της Κατοχής, παρέες της σχολικής τάξης ή του φοιτητικού αμφιθεάτρου αυτοοργανώνονταν σε άτυπες «ομάδες ανάγνωσης», μελετώντας μανιωδώς φιλοσοφία, πολιτική, ιστορία, λογοτεχνία, μουσική και θέατρο. Εκδηλώσεις πάσης φύσεως, πάρτυ και εκδρομές έξω από την Αθήνα και τις άλλες πόλεις συνέδεαν το πρωτογενές ένστικτο φυγής από το κατοχικό σκοτάδι με μια επίσης πρωτογενή δίψα για αυτομόρφωση και κυρίως κοινωνική δράση.

Η ΕΠΟΝ Παγκρατίου

Προνομιακό πεδίο αντιστασιακής δράσης υπήρξαν τα σχολεία της Αθήνας. Η πείνα του 1941-42 δοκίμασε σκληρά την πρωτεύουσα εκτοξεύοντας στα ύψη το αντικατοχικό αίσθημα με μαζικούς πλέον όρους. Ο πρωταρχικός αγώνας για την επιβίωση βασίστηκε κατά πολύ στις πρωτοβουλίες εκείνων που είχαν τη θέληση και το σθένος να ανατρέψουν «από τα κάτω» τους δυσμενείς όρους ζωής στην πόλη.  Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τα σχολεία αποτέλεσαν από νωρίς το βαρόμετρο της αντιστασιακής κινητοποίησης σε επίπεδο συνοικίας. Δύο από τα πιο εμβληματικά τέτοια σχολεία-κυψέλες βρίσκονταν στο Παγκράτι, το Ζ’ Γυμνάσιο Αρρένων και το Δ’ Γυμνάσιο Θηλέων που και τα δύο στεγάζονταν στο ίδιο κτίριο της οδού Σπύρου Μερκούρη (το κτίριο υπάρχει ακόμα). Τα δύο σχολεία φιλοξενούσαν παιδιά από το Παγκράτι, το Βύρωνα και την Καισαριανή, ουσιαστικά όλες τις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας. Αυτή η ώσμωση παιδιών από διάφορες γειτονιές, άρα και διαφορετικές κοινωνικές προελεύσεις, αλλά παρόμοιες αναζητήσεις, κατέστησε τα δύο σχολεία «επαναστατικά φυτώρια» καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής.

Μαθητές και καθηγητές πρωτοστατούσαν στην οργάνωση συσσιτίων και φρόντιζαν για τη δίκαιη διανομή τροφίμων ήδη από τις αρχές του 1942. Ξεκινώντας από εγγενείς νεανικές ανησυχίες και πρόδρομες οργανωτικές εντάξεις, οι νεολαίοι της συνοικίας συναποτελούσαν ένα ήδη δυναμικό αντιστασιακό κίνημα όταν ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ. Ανάμεσα στους πρώτους που στελέχωσαν τις νεολαιίστικες ΕΑΜικές οργανώσεις στο Παγκράτι ήταν και οι: Χρήστος Πασαλάρης (Γραμματέας της ΕΠΟΝ στις ανατολικές συνοικίες), Παύλος Παπαμερκουρίου (εκτελέστηκε το 1949), Ντίνος Πετρόγιαννης, Σόνια Γαΐτη (αδελφή του γνωστού ζωγράφου, καθοδηγήτρια στο Δ΄ Γυμνάσιο Θηλέων), Γιάννης Κυριακάκος, Μιχάλης Νικηφοράκης, Άννα Τεριακή (αργότερα Σολωμού) και ο αδελφός της Θανάσης Τεριακής (αριστούχος φοιτητής Πολυτεχνείου που σκοτώθηκε στη μεγάλη διαδήλωση της 22ας Ιουλίου 1943), Άννα Συνοδινού, Αλέκα Καρουμπάλου (αργότερα Βάκη), Μαρούλα Ρώτα (κόρη του Βασίλη Ρώτα), Φιφή Πριοβόλου, Τζένη Δρόσου, Λόλα Λιάπη κ.α. Λίγο μετά προσχώρησε και η Ελένη Γλύκατζη (αργότερα Αρβελέρ), που στη συνέχεια θα αναλάμβανε Γραμματέας της ΕΠΟΝ Παγκρατίου. Η εξάπλωση της αντιστασιακής διάθεσης αγκάλιασε όλες τις ηλικιακές ομάδες της νεολαίας, από φοιτητές και τελειόφοιτους γυμνασίου μέχρι τους πιο νεαρούς μαθητές, όπως τον Τζώνη Φραγκονικολόπουλο που σκοτώθηκε το καλοκαίρι του 1944 σε συμπλοκή με τα Τάγματα Ασφαλείας προτού κλείσει τα δεκαπέντε του χρόνια.

Ο νεαρός αντιστασιακός διανοούμενος

Η στρατολόγηση του Μάνου Χατζιδάκι στην ΕΠΟΝ επιβεβαιώνεται από τον ίδιο, με τον πιο απλό και κατηγορηματικό τρόπο: «Ήμουνα στην ΕΠΟΝ, όπως κάθε νέος άνθρωπος τότε. Ήταν μια εποχή που ο καθένας έδινε τη συμμετοχή του στον αγώνα εναντίον των Γερμανών». Για να συμπληρώσει αμέσως, φωτίζοντας με παράλληλες παραμέτρους την απόφασή του να ενταχθεί στην Αντίσταση: «Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Εμείς οι νέοι, νομίζω, είχαμε και άλλα κίνητρα συγχρόνως: Ήτανε η κλασική επανάσταση που κάνει ο νέος στο σπίτι του, αλλά βρίσκαμε μια νομιμοφάνεια για να την κάνουμε. Η Αντίσταση ήταν μια νομιμοφανής ανταρσία απέναντι στο σπίτι μας. Το ξενύχτι αποκτούσε νομιμότητα, οι ερωτικές μας ιστορίες αποκτούσαν νομιμότητα, διότι όλα αυτά ήταν συνδεδεμένα με την Αντίσταση. Ίσως δεν αρέσει στους ανθρώπους η υπενθύμιση αυτή. Σε όλους τους ανθρώπους αρέσει πάρα πολύ να είναι ηρωικοί. Εγώ πιστεύω πως δεν υπάρχει μόνο ηρωισμός, υπάρχουν πάρα πολλά κίνητρα σε μία ηρωική πράξη. Πολλές φορές κάποιος γίνεται ήρωας γιατί αγαπάει μια κοπέλα και μετά οι άλλοι διστάζουν να το συνδυάσουν με την αγάπη προς την κοπέλα και αφήνουν μονάχα τον ηρωισμό σκέτο. Λοιπόν, η Αντίσταση και η επιτυχία της να μαζέψει όλη τη νεότητα στους κόλπους της εκείνη την εποχή, δεν ήταν απλώς συνδεδεμένη με την αντίσταση απέναντι στους Γερμανούς. Ήταν συνδεδεμένη και με την κλασική ανταρσία του νέου απέναντι στο σπίτι του. Και ένας από αυτούς τους νέους ήμουνα κι εγώ».

Γεννημένος τoν Οκτώβριο του 1925 στην Ξάνθη, ο Μάνος Χατζιδάκις μετακομίζει οικογενειακώς το 1932 στην Αθήνα και εγκαθίσταται στο Παγκράτι. Οι γονείς του χωρίζουν και ο πατέρας του σκοτώνεται το 1938 σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που τον υποχρεώνει να βγει από μικρός στη βιοπάλη, ώστε να συντηρήσει τη μητέρα και την αδελφή του. Εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Συγχρόνως, αρχίζει μαθήματα ανώτερων θεωρητικών της μουσικής στο Ωδείο Αθηνών με τον Μενέλαο Παλλάντιο. Ξεκίνησε επίσης σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως ουδέποτε ολοκλήρωσε.

Μέσα από συναναστροφές με συνομηλίκους του που κινούνται σε ανάλογο πνευματικό κλίμα, οι ανησυχίες του Χατζιδάκι αποκτούν ήδη από τα χρόνια της Κατοχής προσανατολισμούς που θα τον ακολουθούν δια βίου και οι οποίοι αξονίζονται σταθερά γύρω από το δίπολο του Έρωτα και της Ποίησης. Σε ένα αυτοβιογραφικό της κείμενο, η τότε φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών και μετέπειτα γλύπτρια Ναταλία Μελά δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για τα πρόσωπα εκείνης της εποχής που επηρέασαν τη σκέψη του αλλά και επηρεάστηκαν από τη δική του: «Παρέες μας τον καιρό της Κατοχής μεταξύ πολλών άλλων ήταν ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, τότε σπουδαστής γλυπτικής, ο γλύπτης Βάσος Καπάνταης, η Λένα Τσούχλου, σπουδάστρια γλυπτικής, οι ζωγράφοι Μίνως Αργυράκης και Γιαννιός Μιγάδης, η Νέλλη Ανδρικοπούλου, σπουδάστρια γλυπτικής, ο Κοσμάς Ξενάκης κι ο Νίκος Γεωργιάδης, οι ποιητές Ανδρέας Καμπάς και Νάνος Βαλαωρίτης, ο μουσικός Σπύρος Παπαληγούρας και άλλοι πολλοί».

Η νεαρή σπουδάστρια της Καλών Τεχνών δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε κάποιους αναγνωρισμένους τότε καλλιτέχνες, λίγο μεγαλύτερους στην ηλικία από τους προαναφερθέντες, «τους οποίους θαυμάζαμε και συζητούσαμε από το βράδυ ως το πρωί: Ήταν ο Τσαρούχης, ο Μόραλης κι ο Νικολάου, ο Απάρτης, ο Καπράλος, ο Χατζηκυριάκος, ο Πικιώνης, ο ποιητής Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος που συχνά μας δεχόταν στο σπίτι του, καθώς και ο ζωγράφος Γιώργος Μαυροϊδης». Εκεί η Μελά άκουσε για πρώτη φορά τον Χατζιδάκι να παίζει στο πιάνο τον «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο».

Το πρόσωπο- κλειδί για την εξέλιξη της μεταγενέστερης καλλιτεχνικής αλλά και γενικότερης προσωπικότητας του Μάνου Χατζιδάκι είναι αναμφίβολα ο Νίκος Γκάτσος. Η γνωριμία τους χρονολογείται από το 1943, τη σημαδιακή χρονιά που κυκλοφόρησε η ποιητική σύνθεση του Γκάτσου Αμοργός, και η βαθιά φιλία τους όλα τα επόμενα χρόνια διατήρησε εν τούτοις μιαν ιδιότυπη ιεραρχία: «Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την Απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του Λουμίδη ή του Πικαντίλλυ να μιλάμε».

Δεκέμβρης του ’44: Το άγνωστο Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο

Ως Παγκρατιώτης οργανωμένος στην Αντίσταση, ο Χατζιδάκις βιώνει όλα τα γεγονότα που συγκλονίζουν τη συνοικία αλλά και ολόκληρη την Αθήνα την τελευταία περίοδο της Κατοχής –τα μπλόκα των Ταγμάτων Ασφαλείας, τις εκτελέσεις, αλλά και τη ραγδαία άνοδο της επιρροής του ΕΑΜ στις συνειδήσεις του κόσμου. Από αυτή την περίοδο λείπουν λεπτομερή στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του. Τον ανήσυχο ΕΠΟΝίτη μουσικό θα συναντήσουμε ξανά, μέσα από τις πηγές μας, τις ημέρες της Απελευθέρωσης και των Δεκεμβριανών. Σε αυτή την αποφασιστική συγκυρία για τις μεταπολεμικές τύχες της χώρας, η ένταξη στην Αριστερά συνδέεται με ευρύτερες πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες στρατευμένων, οργανωμένων ή απλώς συμπαθούντων.

Όταν ξεκίνησαν οι μάχες του Δεκέμβρη, οι καλλιτέχνες του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ κλήθηκαν να διατυπώσουν, ο καθένας με την τέχνη του, τα αιτήματα ενός παλλαϊκού αγώνα για έναν δίκαιο σκοπό. Ηθοποιοί όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γιώργος Γληνός, η Μιράντα Μυράτ, ο Αντώνης Γιαννίδης, ο Δήμος Σταρένιος, ο Τίτος Βανδής, η Αλέκα Παΐζη, ο Θόδωρος Μορίδης, η Ασπασία Παπαθανασίου και πολλοί άλλοι ανέβαζαν θεατρικά έργα και σκετς στις εαμοκρατούμενες συνοικίες, εικαστικοί όπως ο Α. Τάσσος (Τάσος Αλεβίζος) και ο Σπύρος Βασιλείου φιλοτεχνούσαν χαρακτικά εμπνευσμένα απο τις μάχες του ΕΛΑΣ με τους Βρετανούς, ο «ιδιόρρυθμος ΕΑΜίτης» ποιητής Άγγελος Σικελιανός εκφωνούσε τον επικήδειο των θυμάτων του συλλαλλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου[xi], ο σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου και ο σκιτσογράφος Μέντης Μποσταντζόγλου (ο κατοπινός Μποστ) έγραφαν κάλαντα τα οποία απαγγέλλονταν στα πρόχειρα νοσοκομεία του ΕΛΑΣ[xii] και ο μουσικός Μάνος Χατζιδάκις εμψύχωνε τον κόσμο της συνοικίας του με το μοναδικό όπλο της υψηλής του τέχνης. Σε μια προφορική του μαρτυρία που δημοσιεύεται για πρώτη φορά, ο τότε ΕΠΟΝίτης μαθητής και μετέπειτα καθηγητής Ηλεκτρονικής στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κώστας Καρούμπαλος θυμάται:

«Κατά τη διάρκεια των μαχών του Δεκέμβρη του ’44, η ΕΠΟΝ Παγκρατίου διοργάνωσε μια εκδήλωση στον κινηματογράφο ΠΑΛΑΣ για να δώσει κουράγιο στον κόσμο που δοκιμαζόταν. Στην εκδήλωση αυτή εκφωνητής ήταν ο Γιώργος –ο Λώλος όπως τον λέγαμε τότε– Οικονομίδης. Ήταν κοντά στις μέρες των Χριστουγέννων. Ο Χατζιδάκις είχε γράψει ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο ειδικά για την περίσταση, για το οποίο δεν έχω ακούσει να γίνεται λόγος από τότε. Θα το τραγουδούσαμε εμείς, μια χορωδία από αγόρια και κορίτσια της ΕΠΟΝ. Εκείνες τις μέρες μάλιστα τον βλέπαμε συχνότερα, ερχόταν και μας μιλούσε σε κάτι αυλές που μαζευόμασταν, στην πλατεία που ήταν το Ταχυδρομείο στο Παγκράτι. Ήταν ας πούμε η προπαρασκευή για ν’ αρχίσουν οι πρόβες. Κάναμε λίγες πρόβες, μέσα στον κινηματογράφο ΠΑΛΑΣ. Στα σβέλτα βέβαια όλα αυτά, γιατί ήταν κι επικίνδυνο λόγω των Εγγλέζων που χτυπούσαν με όλα τα όπλα τους το Παγκράτι. Η χορωδία αποτελούνταν από καμιά εικοσιπενταριά άτομα, ΕΠΟΝίτες και ΕΠΟΝίτισσες, και μας συνόδευε ο Χατζιδάκις στο πιάνο. Δεν υπήρχαν άλλα όργανα. Τους στίχους του ορατορίου ίσως να τους είχε γράψει και ο ίδιος, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, η σύνθεση αυτή δεν ήταν μια δημιουργία με τη ματιά της «καθαρής μουσικής», ήταν η έμπνευση ενός αριστερού μουσικού που έβλεπε τον κόσμο να υποφέρει από αυτά που γίνονταν γύρω του. Και είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι του ορατορίου που θυμάμαι:

Η γέννησή Σου Χριστέ

των Λαών την προσπάθεια φωτίζει

να σκορπίσουν τα μαύρα σκοτάδια

και να λάμψει το φως Λευτεριάς

Ήταν μια σκηνή κινηματογραφική, όπου η τραγικότητα εναλλασσόταν με τον λυρισμό: Το ΠΑΛΑΣ γεμάτο από κόσμο. Η αίθουσα κρύα, χωρίς θέρμανση. Οι φωνές της χορωδίας διακόπτονταν κάθε τόσο από τους πυροβολισμούς της Μάχης της Αθήνας. Και το πιάνο του νεαρού ΕΠΟΝίτη συνόδευαν σταθερά οι ήχοι από τα Βρετανικά όπλα και αεροπλάνα που και εκείνο το απόγευμα είχαν ως στόχο τις ανατολικές συνοικίες.

Ο Δεκέμβρης του ’44 ήταν ένα πυκνό σε γεγονότα διάστημα, γεμάτο ηρωισμούς, τραγωδίες, ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις που κορυφώθηκαν με τη «μεγάλη έξοδο» από την Αθήνα. Λίγες μέρες μετά τη «συναυλία» του ΠΑΛΑΣ, ο Χατζιδάκις ακολούθησε, μαζί με τους συναγωνιστές του της ΕΠΟΝ αλλά και χιλιάδες πολίτες, την οπισθοχώρηση του ΕΛΑΣ έξω από την πολιορκημένη πόλη. Για τις εμπόλεμες ανατολικές συνοικίες το καταφύγιο ήταν ο Υμηττός κι από εκεί τα ανταρτοκρατούμενα εδάφη της Βοιωτίας. Η τότε ΕΠΟΝίτισσα και κατοπινή Πρύτανις του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ θυμάται εκείνες τις μέρες: «Φθάνουν πια τα Χριστούγεννα. Ο Βύρωνας «πέφτει». Θα πρέπει να ήταν 26 ή 27 Δεκεμβρίου όταν μας λένε ότι πρέπει να φύγουμε από τον Βύρωνα, από το Παγκράτι, από την Καισαριανή. Περνάμε τον Υμηττό μέσα στην παγωνιά. Με κρατούσε από το χέρι ο Μάνος Χατζιδάκις. Στις αρχές Ιανουαρίου φθάνουν οι Εγγλέζοι στην Κυψέλη. Φεύγουμε ένα βράδυ κι από εκεί. Εγώ με κάτι μποτάκια στο χέρι, τα κρατούσα για το δρόμο. Κι ο Μάνος τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Εκείνος σταμάτησε στο Σχηματάρι».

Από τον «Πέτρο Γρανίτη» στον σουρρεαλισμό

Η περίοδος που ακολουθεί την Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) βρίσκει τον Μάνο Χατζιδάκι στην Αθήνα, συνεργάτη στα έντυπα που εξέδιδε η ΕΠΟΝ. Σύμφωνα με ένα πρόσφατο αφιέρωμα στον Ριζοσπάστη, ο Χατζιδάκις ήταν ο εμπνευστής και συγγραφέας μιας σειράς από μικρές ιστορίες, ποιήματα και σπαζοκεφαλιές με τον τίτλο «Τ’ αετόπουλά μας», που δημοσιεύτηκε στο πασχαλιάτικο φύλλο του επίσημου περιοδικού της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά με την υπογραφή «Πέτρος Γρανίτης». Σύμφωνα δε και με την Βούλα Δαμιανάκου, ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε το ίδιο ψευδώνυμο για να υπογράψει ένα παιδικό τραγουδάκι στο βιβλίο Τραγούδια και ποιήματα, πολυγραφημένη έκδοση του Τμήματος Μόρφωσης- Διαφωτισμού της ΕΠΟΝ, που περιελάμβανε επίσης ποιήματα των Αλέξανδρου Πάλλη, Κωστή Παλαμά, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Βασίλη Ρώτα και Γεωργίου Βιζυηνού:

Τα παιδιά που ‘ναι λουλούδια

μεγαλώνουν με τραγούδια.

Το τραγούδι είν’ η χαρά

τραραρό, τραραραρά.

Τραγουδάμε την ειρήνη

π’ όλα τα καλά μας δίνει.

Σαν πουλάκια στα κλαριά

νιώθουμε τη λευτεριά.

Ντο, ρε, μι, εμπρός, ελάτε

τραγουδάτε και γελάτε!

Και κατόπι θα σας πω

κάποιο χαρωπό σκοπό.

Μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή –ιδιαίτερα αν διαβαστεί κάτω από το βάρος των χρόνων που ακολούθησαν– μαρτυρία για την ίδια περίοδο είναι και αυτή του, επίσης οργανωμένου στην ΕΠΟΝ, ποιητή Τίτου Πατρίκιου. Που μας φανερώνει, ανάμεσα στα άλλα, το εύρος των αισθητικών αναζητήσεων του εικοσάχρονου μουσικού από το Παγκράτι, οι οποίες δεν περιορίζονταν στα όρια της «στρατευμένης τέχνης»: «Ένα απόγευμα στο Γαλλικό Ινστιτούτο – στη Γαλλική Ακαδημία, όπως λέγαμε – γινόταν μια διάλεξη, μια εκδήλωση, κάτι τέτοιο, για το σουρρεαλισμό […] Στη συζήτηση που επακολούθησε, ένα παιδί λίγο μεγαλύτερο από μένα, λιγνό όπως όλοι μας τότε αλλά με ιδιαίτερα ρουφηγμένα μάγουλα κι έντονο βλέμμα, με ρυθμική υγρή φωνή, υπερασπίζεται με πάθος τον σουρρεαλισμό […]Έμεινα έκπληκτος όταν λίγο αργότερα μου είπαν πως το παιδί εκείνο ήταν ΕΠΟΝίτης. Μα πως μπορούσε ένας ΕΠΟΝίτης να εγκωμιάζει δημόσια το σουρρεαλισμό, και μάλιστα να τον αποκαλεί επανάσταση; Έστω κι αν ο σουρρεαλισμός μας γοήτευε, δεν έπρεπε, τελικά, να μας εξοργίζει, μιας και περιφρονούσε το λαό, μιλώντας σε μια γλώσσα που μόνο κάποιοι λίγοι, κάποιοι μυημένοι, ήταν σε θέση να τον καταλάβουν; Άλλωστε γι’ αυτό τον είχαν εγκαταλείψει ο Αραγκόν κι ο Ελυάρ. Κι έπειτα, πως μπορούσε ένας ΕΠΟΝίτης να λέει το σουρρεαλισμό επανάσταση; Αφού η μόνη αληθινή επανάσταση ήταν η κοινωνική, η προλεταριακή το ’17, η λαϊκή στις μέρες μας. Ακόμα δεν είχα ακούσει τη λέξη «φορμαλισμός», την έμαθα ένα χρόνο αργότερα με τον Ζντάνοφ, αλλά από μόνος μου έβρισκα πως εδώ η μορφή έπνιγε το περιεχόμενο. Τέλος πάντων, αυτό το παιδί μου είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Έφτασα στο συμπέρασμα πως ήταν ποιητής. Λεγόταν Μάνος Χατζιδάκις […].

Ο θεατρικός συνθέτης

Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη έγινε το 1944, όταν έγραψε τη μουσική για τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολομού που ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν[xix]. Και όπως είναι παγκοίνως γνωστό, η δημιουργική του σχέση με το Θέατρο Τέχνης διατηρήθηκε, σε εντατικούς ή χαλαρότερους ρυθμούς, ακόμα και μετά τον θάνατο του Κουν το 1987.

Λίγους μήνες μετά τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα», ο Χατζιδάκις «προσχωρεί» στον ΕΑΜικό θίασο Ενωμένοι Καλλιτέχνες. Την περίοδο αυτή φωτίζει γλαφυρά η μαρτυρία του σκηνοθέτη Γιώργου Σεβαστίκογλου: «Αμέσως μετά την Κατοχή, την Απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, την υποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα μαζί με χιλιάδες πολίτες, και τελικά τη Βάρκιζα και την επιστροφή στην Αθήνα, ιδρύθηκε ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών, με δύο σκηνές, τη Μεγάλη, με τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Γληνό, τη Μιράντα, τον Γιαννίδη και άλλα στελέχη του ελληνικού θεάτρου. Και σκηνοθέτη τον Γιαννούλη Σαραντίδη. Οι «μικροί» της Μικρής Σκηνής μόλις τότε, λίγο- πολύ, ξεκινούσαμε (η Ασπασία Παπαθανασίου, η Αλέκα Παϊζη, ο Τίτος Βανδής, ο Αλέξης Δαμιανός, ο Νίκος Βασταρδής και άλλοι). Και σκηνοθέτης εγώ. Οι «μεγάλοι» θα ξεκινούσαν τον Ιούνιο του ’45 στο θέατρο Λυρικό, γωνία Ηπείρου και Γ’ Σεπτεμβρίου, με τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ. Οι «μικροί» λίγο αργότερα, με τον «Μακρινό δρόμο» του Αρμπούζωφ. Ήταν η περίοδος της αχαλίνωτης τρομοκρατικής δράσης των «αγανακτισμένων πολιτών», που δέρναν, τραυμάτιζαν και πολλές φορές σκότωναν, μέρα μεσημέρι, στη μέση του δρόμου, κάποιον που θεωρούσαν «εγκληματία» αριστερό. Τέτοια επίθεση δέχτηκε κι ο θίασος των «μεγάλων», λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα του «Ιούλιου Καίσαρα». Επιτέθηκαν οι μπράβοι, ξυλοκόπησαν τους θεατές, ανέβηκαν στη σκηνή, διέλυσαν τα πάντα, κυνήγησαν και χτύπησαν τους ηθοποιούς, τραυμάτισαν σοβαρά στο μάτι τον Αντώνη Γιαννίδη. Ο θίασος των «μεγάλων» αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τις παραστάσεις του. Και η διεύθυνση κάλεσε τους «νέους» να σώσουμε την κατάσταση, ανεβάζοντας όσο το δυνατό πιο γρήγορα το έργο που είχαμε αρχίσει να ετοιμάζουμε. Θυμάμαι, κάναμε πρόβες στον μισοσκότεινο εξώστη του κινηματογράφου ΠΑΝΘΕΟΝ απέναντι στο σημερινό REX. Κι έγινε η πρεμιέρα – σε μιαν ατμόσφαιρα όπου κοινό και θίασος ήμασταν έτοιμοι κι αποφασισμένοι να αμυνθούμε. Στο έργο υπάρχει μια σκηνή καρναβαλιού και κάποια στιγμή διασχίζει τη σκηνή ένα μαύρο ντόμινο παίζοντας ακορντεόν. Ήταν ο Μάνος, που το είχε καημό να αντιμετωπίσει κοινό, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα».

Τη χειμερινή περίοδο 1945-46, η Μικρή Σκηνή των Ενωμένων Καλλιτεχνών ανέβασε στο θέατρο ΒΡΕΤΑΝΙΑ το έργο του Ίρβιν Σώου «Θάψτε τους νεκρούς», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Και λίγο αργότερα το ελληνικό έργο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (και μετέπειτα σκηνοθέτη) Αλέξη Δαμιανού. Για την παράσταση αυτή, ο Χατζιδάκις έγραψε –στίχους και μουσική- το τραγούδι «Τα παιδιά κάτου στον κάμπο», το οποίο χρησιμοποίησε ξανά πολύ αργότερα (1974) στην ταινία του Ντούσαν Μακαβέγιεφ «Sweet Movie». Οι στίχοι της παράστασης του 1945 ήταν οι εξής:

Τα παιδιά κάτου στον κάμπο

στήσαν όλα το χορό

και λυγάνε τα ποτάμια

και σταυρώνουν τον αητό.

Έλα κόρη μ’ έλα και τ’ αυγερινού

κοίτα στήσανε καρτέρι

χίλι’ αστέρια τ’ ουρανού.

Τα παιδιά κάτου στον κάμπο

φωσφοράν τις λαγκαδιές

κυνηγάνε τα τσακάλια

καβαλάν τις αστραπές.

Έλα κόρη μ’ έλα κι άναψε φωτιά

κοίτα τόσα παλικάρια

τραγουδάν τη μπαρμπαριά[xxi].

Η εκτέλεση του τραγουδιού γινόταν από χορωδία που διηύθυνε ο, επίσης εικοσάχρονος, ΕΠΟΝίτης μουσικός από τη Νέα Σμύρνη, Μίκης Θεοδωράκης: «H πρώτη μας συνύπαρξη με τον Μάνο έγινε στις κουίντες του θεάτρου της Βρετάνιας. Αυτός είχε γράψει τη μουσική για «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού κι εγώ διηύθυνα τη μικρή χορωδία από ΕΠΟΝίτες. Κάπου-κάπου τον αντικαθιστούσα στο αρμόνιο. Ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θίασος της Αριστεράς, του EAM, κι αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαμε και οι δύο».

Την ίδια περίπου εποχή, και μέσω του Μίκη Θεοδωράκη, ο Χατζιδάκις γνωρίζεται με έναν ακόμα συνομήλικό του σπουδαστή του Ωδείου, ο οποίος θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μεταπολεμικής ελληνικής μουσικής, τον Αργύρη Κουνάδη:

«Ξαφνικά, μετά τον Δεκέμβρη, παρουσιάστηκε ο Θεοδωράκης σπίτι μου, φέρνοντας μαζί του τον Μάνο. Τον Μίκη τον γνώριζα από παλαιότερα, γιατί καθόταν κοντά στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη. Ήμασταν μαζί στην ΕΠΟΝ και σπουδάζαμε μαζί στο Ωδείο Αθηνών. Μου γνώρισε τον Μάνο, ο οποίος κάποια στιγμή κάθισε στο πιάνο και μας έπαιξε σχέδια από συνθέσεις του, μια σουίτα για πιάνο που ετοίμαζε εκείνο τον καιρό με τίτλο «Για τον Μπολιβάρ», καθώς επίσης κι ένα τραγούδι με στίχους της Μάτσης Ανδρέου- Χατζηλαζάρου:

Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι,

θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina.

Τέλειωσε μ’ ένα είδος ευφυέστατου μπις. Ήταν το «Φτωχό κομπολογάκι μου», που ηχούσε πολύ ωραία στο πιάνο. Κατάλαβα ότι τον Μάνο τον ενδιέφερε το ρεμπέτικο».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

Το άγριο ξύλο στη Λάρισα

Την άνοιξη του 1946, η Μικρή Σκηνή των Ενωμένων Καλλιτεχνών έλαβε εντολή από την ηγεσία του ΕΑΜ να περιοδεύσει στη Θεσσαλία, με σκοπό να καταλήξει στην Θεσσαλονίκη. Στις περισσότερες περιοχές της επαρχίας, οι αγωνιστές της Αντίστασης, οι πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ, τα μέλη και οι οπαδοί του ΕΑΜ βίωναν την ανεξέλεγκτη βία παρακρατικών ομάδων, με την κάλυψη των κυβερνητικών αρχών, του στρατού και της χωροφυλακής. Στη Θεσσαλία δρούσε η διαβόητη συμμορία του Σούρλα, που λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1946, θα δολοφονούσε τον δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη Κώστα Βιδάλη.

Ένα χρόνο μετά τη Βάρκιζα, η σκιά της τρομοκρατίας ήταν βαριά και οι καλλιτέχνες που ανήκαν στο ΕΑΜ καλούνταν να ανατρέψουν το αποπνικτικό κλίμα που κυριαρχούσε στην ύπαιθρο. Δύσκολο έργο, μιας και υπό τις συνθήκες αυτές η περιοδεία των Ενωμένων Καλλιτεχνών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «αποστολή αυτοκτονίας». Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου θυμάται τις λεπτομέρειες αυτής της περιοδείας: «Ξεκινήσαμε μ’ ένα ερείπιο υπεραστικό λεωφορείο. Μαζί μας και ο Μάνος. Πρώτος σταθμός η Λάρισα. Κάναμε έναρξη με το «Μακρινό δρόμο», έργο σοβιετικό, που έχει για ήρωες κομσομόλους. Στο θέατρο δεν έπεφτε καρφίτσα. Κοινό ενθουσιώδες. Τέλειωσε η παράσταση και ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο. Ξαφνικά, από μια γωνιά του δρόμου ορμούν καταπάνω μας φαντάροι, με λυμένους ζωστήρες, κι αρχίζουν να μας χτυπούν. Αναμπουμπούλα, φωνές, κακό. Η γειτονιά έρημη, περασμένα μεσάνυχτα. Μόνη ανοιχτή και μισοφωτισμένη η εξώπορτα ενός «σπιτιού». Οι κοπέλες του θιάσου προλαβαίνουν και κρύβονται, ώσπου να περάσει ο κίνδυνος. Το κυνηγητό συνεχιζόταν, ο Μάνος είχε αγκαλιάσει μια κολώνα ηλεκτρικού και φώναζε «Μη βαράτε, βρε!».

Αποστασιοποίηση από την Αριστερά

Από το 1946 και μετά, ο Μάνος Χατζιδάκις κράτησε αποστάσεις από το ΕΑΜ. Ο ίδιος μίλησε γι’ αυτό ύστερα από αρκετά χρόνια: «Μετά την Απελευθέρωση είχα μια μικρή απογοήτευση ως προς την παράταξη που εκπροσωπούσε το ΕΑΜ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άλλαξα παράταξη. Δεν έγινα Χίτης. Απλούστατα, δεν μετείχα πλέον στην ενεργό πολιτική ζωή του τόπου μέσα από την παράταξη που έκανε Αντίσταση. Αλλά οι φίλοι μου ήτανε πάλι οι ίδιοι, οι σύντροφοι των νεανικών μου χρόνων».

Στην περίπτωση του Μάνου Χατζιδάκι, το ζήτημα της «απομάκρυνσης» από τον πολιτικό χώρο της Αριστεράς συγκεντρώνει τις πλέον αποκλίνουσες γνώμες και ερμηνείες. Είναι βέβαια συνηθισμένο, όσον αφορά την αποτίμηση ιστορικών περιόδων έντονης αγωνιστικότητας, όπως η δεκαετία του ’40, τα πρόσωπα να κρίνονται με όρους απόλυτης στράτευσης και εν τέλει οι προσωπικές τους διαδρομές να εγγράφονται αποκλειστικά σε κομματικούς σχηματισμούς και ιδεολογικές στοιχίσεις. Το στοιχείο της ρευστότητας, του κινδύνου, της απογοήτευσης (στοιχεία πολύ έντονα στα χρόνια του Εμφυλίου), αλλά και της προσωπικής αμφισβήτησης, είναι παράμετροι που παραλείπονται στις «πολιτικές» βιογραφίες. Κι αυτό μας απομακρύνει από την κατανόηση τόσο των ανθρώπων όσο και της εποχής τους.

Σε ένα καταπληκτικό κείμενό του που δημοσιεύτηκε το 1986, ο Χατζιδάκις δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για τον χρόνο και τις συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε να συντελείται η πολιτική του μεταστροφή: «Πρέπει όμως ν’ αναφέρω ένα γεγονός της μαγικής Αθήνας, λίγο μετά τον Εμφύλιο. Ένα βράδυ, πήγαινα στο σπίτι των φίλων μου Κώστα και Αλεξάνδρας Τρικούπη. Περνώντας από την Ασφάλεια, με σταματάει ένας χοντρός έξω από την πόρτα της και μου ζητάει ταυτότητα. Ήταν δυο- τρεις μαζί, μα σαν είδα τον χοντρό πάγωσα. Μου ήρθε στο νου μια εικόνα σ’ ένα χάνι ενός μικρού χωριού στα βόρεια της Ελλάδας κι εγώ να προσπαθώ να κοιμηθώ μεσ’ στο κρύο. Ήταν η υποχώρησή μας μετά τα Δεκεμβριανά κι εγώ, ΕΠΟΝίτης εκείνο τον καιρό, υποχωρούσα γυρίζοντας κάμπους και βουνά μεσ’ στο χειμώνα. Εκεί λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το χάνι, σε μιαν άλλη γωνιά, ήσαν και δυο ΕΛΑΣίτες που είχαν ανάψει φωτιά και συνομιλούσαν, λέγοντας ο ένας στον άλλο τα κατορθώματά τους. Πόσους σκότωναν και πως τους σκότωναν. Είχε παγώσει το αίμα μου μ’ αυτά που άκουγα και δειλά, είδα καθαρά τη φυσιογνωμία του ενός, έτσι όπως φωτιζόταν απ’ τη φωτιά, που μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα μέσα μου. Τώρα τον έβλεπα μπροστά μου, αστυφύλακα στην Ασφάλεια, να ζητάει ταυτότητα ειρωνικά, χωρίς βέβαια να μ’ αναγνωρίσει. Μου’ πε δυο λόγια προσβλητικά. Μου’ πε να τσακιστώ από μπροστά του και μου’ δωσε μια γερή κλωτσιά, προστατεύοντας έτσι το Έθνος μας απ’ ότι ηθικό και ζωντανό είχε αφήσει ο πόλεμος. Αναστατωμένος έφυγα και πέρασε καιρός να το ξεχάσω, αλλά μέσα μου άρχισαν να αναρριχώνται τα ερωτηματικά γύρω από το Κίνημα, τον Δεκέμβριο και το Έθνος. Άρχισα να βλέπω πως η Πατρίδα δεν είναι τόσο τίμια και καθαρή και αποφάσισα να έχω τα μάτια μου ανοιχτά».

Θα ήταν λάθος να ερμηνεύσουμε την παραπάνω αφήγηση του Χατζιδάκι ως απαξίωση του ΕΑΜικού του παρελθόντος, έτσι ώστε να δικαιολογήσει εκ των υστέρων την ομαλή ένταξή του στη μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Πάντως, η «σταθεροποίηση» της κοινωνικοπολιτικής του ταυτότητας από τη δεκαετία του ’50 και μετά είχε ως κατάληξη να ψηφίζει τη συντηρητική παράταξη και να δηλώνει δεξιός: «Αργότερα, η γνωριμία μου με τον Πρόεδρο Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1959 μου έδωσε την ευκαιρία να ενταχθώ μαζί του στην παράταξη που εκπροσωπούσε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παράταξη αυτή εκπροσωπούσε εξ ολοκλήρου τις απόψεις μου. Και παρέμεινα πιστός αλλά πάντα ανήσυχος αναθεωρητής στην παράταξη αυτή που πήγα λόγω του Προέδρου. Σαν ανήσυχος άνθρωπος που ήμουν, λαχτάρες έκανα στην οικογένειά μου, λαχτάρες θα’ κανα και στην πολιτική παράταξη που ανήκα».

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Οι «λαχτάρες» προς τους κάθε λογής κυβερνώντες και τις ηγεσίες είναι μια πολύ ταιριαστή φράση για να περιγράψει τις δημόσιες παρεμβάσεις του Μάνου Χατζιδάκι. Αυτές που μας δίνουν σήμερα το δικαίωμα να τον χαρακτηρίσουμε –συνολικά και διαχρονικά– ως έναν ευφυή «αστό με αντιεξουσιαστική διάθεση». Με άλλα λόγια, ως πνεύμα ανυπότακτο που αφουγκραζόταν εξαιρετικά την εποχή του, γι’ αυτό και μπόρεσε να μετουσιώσει με μοναδικό τρόπο τις υπαρξιακές του αγωνίες σε έργο τέχνης υψηλής ευκρίνειας.

* Το κείμενο των Αλέξη Βάκη και Ιάσονα Χανδρινού δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Μετρονόμος τ., αριθμός 52, Απρίλιος- Ιούνιος 2014