Η πρόσφατη δημόσια παρέμβαση του Ευκλείδη Τσακαλώτου, μέσω συνέντευξης, με αφορμή αποσπάσματα από το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα αλλά και τις συζητήσεις που άνοιξαν γύρω από τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ άναψε νέες φωτιές στο εσωτερικό της ευρύτερης αριστερής παράταξης.
Για πρώτη φορά με τόσο καθαρό τρόπο ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης του 2015 εμφανίζεται να αποστασιοποιείται από μια κρίσιμη απόφαση εκείνης της περιόδου: την καταψήφιση της υποψηφιότητας Σταύρου Δήμα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, η οποία τελικά οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά και στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών.
Η φράση του Ε. Τσακαλώτου –«Δεν έπρεπε να συμβάλουμε να πέσει η κυβέρνηση με τη μη εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εγώ θεωρούσα ως οικονομολόγος ότι δεν έχουμε κάτι να κερδίσουμε»– δεν είναι απλώς μία ακόμη αυτοκριτική τοποθέτηση. Είναι μια ευθεία αμφισβήτηση της στρατηγικής επιλογής του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, και όσων πίεζαν να αξιοποιηθεί η ευκαιρία για άμεση προσφυγή στις κάλπες.
Η δήλωση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία επειδή έρχεται σε μια στιγμή όπου ο Α. Τσίπρας επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία της περιόδου του μέσα από το νέο του βιβλίο. Αντί όμως να λειτουργήσει ως επιβεβαίωση της αφήγησης Τσίπρα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών δείχνει να την αποδομεί – και μάλιστα εκ των έσω.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υπήρξε επί χρόνια ο στενότερος ίσως συνεργάτης του Τσίπρα στα θέματα οικονομικής πολιτικής. Δεν ήταν ένας τυχαίος βουλευτής, αλλά ο άνθρωπος που ανέλαβε τη διαπραγμάτευση μετά το δημοψήφισμα του 2015, ο υπουργός Οικονομικών που υπέγραψε τη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο και ο βασικός εκπρόσωπος της «αριστερής» πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ.
Το γεγονός ότι σήμερα ασκεί δημόσια κριτική σε μια τόσο κρίσιμη επιλογή του 2014 δείχνει ότι η διαφωνία δεν ήταν στιγμιαία, αλλά υπήρχε από τότε -απλώς ποτέ δεν είχε διατυπωθεί ανοιχτά.
Η αποκάλυψη αυτή ρίχνει νέο φως στον τρόπο που πάρθηκε η απόφαση της καταψήφισης του Σταύρου Δήμα. Η επίσημη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως επρόκειτο για μια πολιτικά δικαιολογημένη κίνηση που εξέφραζε την ανάγκη για αλλαγή πορείας. Ομως, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τσακαλώτου, υπήρχε εσωτερική διαφωνία, και μάλιστα από έναν από τους πιο κρίσιμους παράγοντες του κόμματος.
Πιο συγκεκριμένα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είπε:
«Νομίζω πως σε κάθε περίπτωση κάποιο μνημόνιο θα υπήρχε. Θα σας θυμίσω ότι τον Γενάρη του 2015 το δεύτερο μνημόνιο είχε τελείως εκτροχιαστεί, δεν υπήρχε βιώσιμο χρέος, δεν υπήρχαν τα χρήματα για να ξεπληρώσουμε πάνω από 14 δισ. ομόλογα το 2015. Προφανώς, όταν μία κυβέρνηση πάει να διαπραγματευτεί με τους θεσμούς δεν λέει την κόκκινη γραμμή, λέει κάτι παραπάνω, γιατί άμα αρχίζεις με την κόκκινη γραμμή θα πας ακόμα πιο πίσω. Αρα, είναι μέσα στη λογική της πολιτικής να πεις ότι εγώ μπορώ να καταφέρω κάτι παραπάνω απ’ ό,τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις σε έναν συμβιβασμό.
[…]Θα υπήρχε ένας συμβιβασμός. Ημουν σίγουρος γι’ αυτό. Γι’ αυτό ήμουν από τους λίγους βουλευτές την περίοδο 2012-2015 που θεωρούσα ότι δεν έπρεπε να συμβάλουμε να πέσει η κυβέρνηση με τη μη εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εγώ θεωρούσα ως οικονομολόγος ότι δεν έχουμε κάτι να κερδίσουμε. Ετσι κι αλλιώς, θα κερδίζαμε τις εκλογές. Αλλά υπερίσχυσε η ιδέα ότι δεν χάνεις την ευκαιρία. Δεν ήμουν εγώ αυτής της άποψης», κατέληξε ο κ. Τσακαλώτος.
Για όσους παρακολουθούν την πολιτική σκηνή από κοντά, η δήλωση Τσακαλώτου έχει τεράστιο βάρος επειδή ανατρέπει την επίσημη αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ για το 2014.
Η προεδρική εκλογή ήταν το εργαλείο που χρησιμοποίησε η τότε αντιπολίτευση για να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές. Η απόφαση αυτή παρουσιάστηκε ως επιβεβλημένη από τη συγκυρία. Ο Ε. Τσακαλώτος όμως λέει πως ήταν στρατηγική επιλογή που δεν στήριζαν όλοι.
Η παραδοχή ότι «θα κερδίζαμε ούτως ή άλλως» ανατρέπει το επιχείρημα ότι η χώρα «έπρεπε» να οδηγηθεί άμεσα σε κάλπες. Αντίθετα, υπαινίσσεται ότι η επιτάχυνση των εξελίξεων εξυπηρετούσε περισσότερο μια πολιτική επιθυμία ισχύος παρά την πραγματική κατάσταση της χώρας.
Για έναν οικονομολόγο όπως ο Ε. Τσακαλώτος το να παραδέχεται ότι δεν υπήρχε οικονομικό όφελος αλλά περισσότερο πολιτική σκοπιμότητα, είναι καθοριστικό. Η οικονομία τότε ήδη έδειχνε σημάδια σταθεροποίησης. Η ανατροπή αυτής της πορείας οδήγησε λίγους μήνες μετά στη διαπραγμάτευση του 2015 και στο γνωστό ναρκοπέδιο του δημοψηφίσματος.
Είναι σαφές ότι η δημόσια συζήτηση αναζωπυρώνεται. Ηταν τελικά ο Α. Τσίπρας –όπως υποστηρίζουν πολλοί πολιτικοί αναλυτές– εκείνος που επέλεξε να αξιοποιήσει τη διαδικασία για να φέρει εκλογές πριν σταθεροποιηθεί η χώρα;
Η τοποθέτηση Τσακαλώτου ρίχνει νερό στον μύλο αυτής της συζήτησης, ενισχύοντας την άποψη ότι επρόκειτο για εσκεμμένη στρατηγική επιβολής πολιτικής αλλαγής, παρά για φυσική εξέλιξη των γεγονότων.
Το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα επιχειρεί να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για όσα συνέβησαν την περίοδο 2012-2019. Όμως, η παρέμβαση Τσακαλώτου έρχεται να δημιουργήσει μια σκιά αμφιβολίας: Μήπως ο Τσίπρας παρουσιάζει τα γεγονότα με τρόπο που βολεύει την προσωπική του αφήγηση;
Η δήλωση του Τσακαλώτου δείχνει ότι υπήρχαν εσωτερικά ρήγματα, τα οποία όμως καλύφθηκαν για λόγους ενότητας και πολιτικής σκοπιμότητας.
Το βέβαιο είναι ότι η παρέμβασή του δεν περνά απαρατήρητη. Όχι μόνο γιατί διαφωνεί με τον Α. Τσίπρα, αλλά γιατί για πρώτη φορά αποκαλύπτεται ότι ακόμη και μέσα στην ηγετική ομάδα υπήρξαν σοβαρές ενστάσεις – που όμως τότε δεν διέρρευσαν προς τα έξω. Και αυτό, για την ιστορία αλλά και για την πολιτική μνήμη της χώρας, έχει μεγάλη αξία.