«Δεν έχω το ταλέντο του Ανδρέα Παπανδρέου και αυτό είναι ένα μειονέκτημα», παραδεχόταν προ μηνών από το βήμα της Βουλής ο Νίκος Ανδρουλάκης.

Δεν είναι όμως μόνο η έλλειψη ταλέντου. Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης παρέμενε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Αν βουλευτής του Ανδρέα άφηνε έστω και μισό ενδεχόμενο ανοιχτό να ακολουθήσει άλλον πολιτικό αρχηγό, όπως έκανε ο κ. Παρασκευαΐδης για τον Τσίπρα, απλά θα έπαυε να είναι ανήκει στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κινήματος.

Πόσο μάλλον όταν δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο στέλεχος κινείται εκτός γραμμής: το ίδιο είχε πράξει και κατά τη συζήτηση για τα ομόφυλα ζευγάρια, δηλώνοντας βέβαια πως εν τέλει θα ακολουθήσει τη γραμμή του κόμματος.

Αυτή τη φορά όμως ο κ. Παρασκευαΐδης δεν αμφισβήτησε μια πολιτική επιλογή αλλά τον ίδιο τον πρόεδρο. «Θα έβλεπα τις γραμμές από το κόμμα Τσίπρα. Αν με εξέφραζαν οι γραμμές και δεν με ήθελε το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί και να πήγαινα [...] Αλλά δεν τον απορρίπτω τον Τσίπρα. Δεν τον απορρίπτω τον Τσίπρα. Έχει ικανότητες που τις απέδειξε, τις απέδειξε. Δηλαδή μπόρεσε από το 3% να κάνει κυβέρνηση», είπε χαρακτηριστικά, αλλά στη Χαριλάου Τρικούπη δεν ίδρωσε αυτί.

Ίσως γιατί και ο ίδιος ο Ανδρουλάκης ως ευρωβουλευτής έκανε τη ζωή της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά δύσκολη, ακολουθώντας στο περίπου τη γραμμή του κόμματος για το καλό της παράταξης. Όπως στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, που οι πληροφορίες τον ήθελαν να τάσσεται υπέρ ενώ η τότε πρόεδρος ήταν κατά.

«Ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι παιδί Σημίτη και Βενιζέλου. Αυτό σημαίνει ότι το πήρε το ΠΑΣΟΚ εκεί που το άφησε ο Σημίτης, και το συνέχισε και το πήγε στο βάραθρο», είχε σχολιάζει πέρυσι τον Οκτώβριο η Δήμητρα Λιάνη. Ανεξαρτήτως αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί της, περιέγραψε μια πραγματικότητα: ο Νίκος Ανδρουλάκης ανδρώθηκε στο περιβάλλον Σημίτη –ο πατέρας του, Μαρίνος, ήταν στενός φίλος του πρώην πρωθυπουργού– και υπήρξε εκ των στενών συνεργατών του Ευάγγελου Βενιζέλου.

Στο «παπανδρεϊκό» ΠΑΣΟΚ δεν είχε αναφορές. Άλλωστε και εκείνος ενηλικιώθηκε μόλις το 1996 όταν το κόμμα είχε περάσει ήδη στον Κώστα Σημίτη, ενώ ο ίδιος απόκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο μετά το «πραξικόπημα» κατά του Γ. Παπανδρέου οπότε και το κόμμα πέρασε στα χέρια του Ευάγγελου Βενιζέλου, με τον γιο του… Μαρίνου να αναλαμβάνει υπαρχηγός και στη συνέχεια γραμματέας του κόμματος, θέση η οποία τον οδήγησε στην Ευρωβουλή.

«Η μεγάλη νίκη του ιστορικού μας ιδρυτή, Ανδρέα Παπανδρέου, σαν σήμερα, το 1981, ήταν η απαρχή μιας δυναμικής περιόδου διακυβέρνησης. Στο πέρασμα των δεκαετιών έχτισε μια σύγχρονη, δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη Ελλάδα. Έδωσε φωνή στους μη προνομιούχους κάνοντας πράξη την ανοδική κινητικότητα και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Θωράκισε τους δημοκρατικούς θεσμούς τοποθετώντας την Ελλάδα στον πυρήνα της Ευρώπης.

Η Αλλαγή ήταν η νίκη του λαού και της ελπίδας του για πρόοδο και ευημερία δικαιώνοντας τις μνήμες και τους αγώνες γενεών.

Είναι ένα ορόσημο και διαρκής υπόμνηση των αξιών της Δημοκρατικής Παράταξης, που θα στέκεται πάντα δίπλα στον ελληνικό λαό ανοίγοντας δρόμους ελπίδας και προοπτικής για μια δίκαιη κοινωνία, για μια ισχυρή πατρίδα», ανάρτησε ο ίδιος τον περασμένο Οκτώβριο, επέτειο της νίκης του 1981 επιχειρώντας να αγγίξει ευαίσθητες χορδές των «ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια», αλλά από την ανάρτηση έλειπε το συναίσθημα καταδεικνύοντας την απόσταση που έχει ο ίδιος απ’ όσα αποτελούσαν άλλοτε το κραταιό κόμμα.

Εκείνο που τον διακρίνει είναι η οργανωτική του ικανότητα. Μειονέκτημά του όμως η αδυναμία του όχι μόνο να εμπιστευθεί ανθρώπους (παραμένει εγκλωβισμένος στη φοιτητική του παρέα εν πολλοίς) αλλά και να τους ελέγξει. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ προσομοιάζει με πύργο της Βαβέλ: διαφορετικές φωνές, απόψεις αντικρουόμενες και ο ίδιος παρατηρητής· θυμίζει τον Αλέξη Τσίπρα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βολόδερνε αναζητώντας στίγμα.

Η σχέση του με τους «παπανδρεϊκούς» του ΠΑΣΟΚ ήταν πάντοτε ανταγωνιστική και το περιβάλλον του κόμματος αρνητικό για εκείνον. Ο Γιώργος Παπανδρέου κατάργησε τη νεολαία του κόμματος – την ηγεσία της οποίας λίγο πριν είχε κερδίσει η ομάδα Ανδρουλάκη. Γι’ αυτό και η φυγή στην Ευρωβουλή ήταν μονόδρομος.