Α. Σε σχέση προς την υπόθεση Novartis, με την οποία είχαμε ασχοληθεί, μετά την αποστολή στη Βουλή από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, στοιχείων σε βάρος δέκα πολιτικών προσώπων (βλ. άρθρο μας με τίτλο «Σύνταγμα – Δικαιοσύνη και έρευνες για ποινική ευθύνη υπουργών», Ποιν. Δικ. 3/2018, σελ. 233-239), η πλειοψηφία της συγκροτηθείσης, στη Βουλή, Επιτροπής, για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, αποφάσισε την εξαίρεση δύο μελών της, τα οποία, μετά από πρόταση ενός κόμματος, θα εξετασθούν ως μάρτυρες για την πιο πάνω υπόθεση.
Του Γεώργιου Χαρ. Σανιδά*
Η απόφαση αυτή είναι, κατά την άποψή μας, σύννομη, για τους ακολούθους λόγους:
α. Τα μέλη της Επιτροπής, τα οποία ενεργούν και αποφασίζουν συλλογικά, έχουν την ιδιότητα του Εισαγγελέα – προανακριτικού υπαλλήλου, ιδιότητα την οποία έχει και ο Εισαγγελέας, όταν διενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση,
Σε σχέση προς την εξαίρεση από τα καθήκοντά τους, των προανακριτικών υπαλλήλων, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 25 του ΚΠοινΔ, και ως εκ τούτου, για τη συνδρομή ή μη του λόγου εξαιρέσεως, αρμόδιος να αποφασίσει είναι ο Εισαγγελέας και όχι το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο, εάν επιληφθεί, ενεργεί καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του (υπέρβαση εξουσίας).
Εν όψει τούτων, είναι προφανές ότι αρμοδιότητα για την εξαίρεση των δύο μελών της Επιτροπής, ελλείψει υπερκείμενου οργάνου (υπερκείμενου Εισαγγελέα) που θα έκρινε τούτο, έχει η ίδια η προανακριτική Επιτροπή.
β. Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, αποκλείεται η άσκηση ανακριτικών ή προανακριτικών καθηκόντων, μεταξύ των άλλων, και σ’ εκείνον που εξετάστηκε ως μάρτυρας στην ίδια υπόθεση.
Εξάλλου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 210 του νέου ΚΠοινΔ, «επί ποινή ακυρότητας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση».
Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 209 του ΚΠοινΔ «αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί…»
Με βάση τα ανωτέρω, είναι προφανές ότι οι ιδιότητες του ανακριτού ή προανακριτικού υπαλλήλου και του μάρτυρα, είναι ασύμβατες, και δεν μπορεί να συμπέσουν ή συνυπάρξουν, έστω και εν μέρει, στο ίδιο πρόσωπο.
Δεν είναι δυνατόν πχ κάποιος να ερευνά μία υπόθεση ως ανακριτικός υπάλληλος, και στη διάρκεια της έρευνας να εξετασθεί ως μάρτυρας στην ίδια υπόθεση. Τούτο σημαίνει ότι μία από τις δύο ιδιότητες θα ισχύσει, περί τούτου δε, θα αποφασίσει το αρμόδιο όργανο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η συσταθείσα από τη Βουλή, Επιτροπή, που ασκεί καθήκοντα Εισαγγελέα – ανακριτικού υπαλλήλου.
Λαμβανομένου εξ άλλου υπόψη ότι 1) στόχος των ανακριτικών ερευνών και γενικότερα της ποινικής διαδικασίας, είναι η ανακάλυψη της ουσιαστικής αληθείας σε μία ποινική υπόθεση, 2) ότι ο κάθε μάρτυρας, ως αποδεικτικό μέσο, είναι μοναδικός και αναντικατάστατος, ενώ το μέλος της προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο μέλος του αυτού κόμματος, στην περίπτωση που έχει προταθεί ως μάρτυρας και 3) η μαρτυρία, κατά το άρθρο 209 ΚΠοινΔ είναι υποχρεωτική, είναι προφανές ότι η απόφαση της πλειοψηφίας της προανακριτικής Επιτροπής, περί εξαιρέσεως των δύο εκ των ορισθέντων μελών της, που έχουν προταθεί ως μάρτυρες, είναι, κατά την άποψή μας, σύννομη, αφ’ ενός διότι ελήφθη, κατά τα ανωτέρω, από αρμόδιο όργανο, αφ’ ετέρου διότι στοχεύει στην έρευνα για την αποκάλυψη της αληθείας και εκ τρίτου διότι η μαρτυρία είναι υποχρεωτική, και με τη λήψη διαφορετικής αποφάσεως, η Επιτροπή θα παρεβίαζε τη διάταξη του άρθρου 209 ΚΠοινΔ.
Β. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρα 29 παρ. 1, 2 και 3 του καταργηθέντος ΚΠοινΔ και 28 του ισχύοντος, το Δικαστήριο των Εφετών, συνεδριάζοντας ως Συμβούλιο σε Ολομέλεια, έχει το δικαίωμα να διατάξει τον Εισαγγελέα Εφετών, να κινήσει ποινική δίωξη για κάθε έγκλημα και για κάθε υπαίτιο, και αν αυτή έχει ήδη ασκηθεί από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, έχει το δικαίωμα να διατάξει να υποβληθούν τα έγγραφα στον Εισαγγελέα Εφετών.
Για την ενέργεια της ανακρίσεως, η Ολομέλεια των Εφετών ορίζει Εφέτη – ανακριτή.
Κατά τα διαλαμβανόμενα στην εισηγητική έκθεση του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 29, είναι εν γένει «η εξασφάλισις της απροσκόπτου και ανεπηρεάστου απονομής της Δικαιοσύνης, εις υποθέσεις εξαιρετικής φύσεως, συνταράσσουσας την κοινήν γνώμην …»
Δικαίωμα για τη σύγκληση της Ολομέλειας των Εφετών έχουν, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, παραγγέλλοντας προ τούτο στο Διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου, ο Εισαγγελέας Εφετών και τέλος, είκοσι μέλη του Εφετείου.
Τα τελευταία 20 έτη, ήχθησαν στο Εφετείο, με απόφαση της Ολομέλειάς του, αρκετές σοβαρές υποθέσεις, ενώ πριν 30 χρόνια έτη είχε αχθεί η υπόθεση Κοσκωτά.
Η υπόθεση Novartis, κατά τις δηλώσεις του τότε αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου, «είναι ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους», ενώ επί δύο και πλέον έτη εφέροντο εμπλεκόμενα σε αυτό, και συνεχώς διασυρόμενα, δέκα πολιτικά πρόσωπα και δη, δύο πρώην Πρωθυπουργοί και οκτώ Υπουργοί.
Ως προς επτά από αυτά, και αφού είχε αποσταλεί αρχικά μη συννόμως, καθ’ όσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αποστολής της (βλ. ανωτέρω μελέτη μας, Ποιν. Δικ. 3/2018, σελ. 233 – 239), η δικογραφία στη Βουλή, από την οποία επεστράφη στην Εισαγγελέα Διαφθοράς, λόγω αρμοδιότητός της, κατά την κρίση της τότε συσταθείσης Επιτροπής, η υπόθεση έχει τεθεί ήδη στο αρχείο, ενώ παραμένει ανοιχτή για τρία πρόσωπα.
Εξ’ άλλου, αντίγραφα της δικογραφίας έχουν διαβιβασθεί σε ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από άσκηση ποινικής διώξεως, κατόπιν παραγγελίας της Εισαγγελέως Διαφθοράς κατά του Διευθυντού της Νovartis στην Ελλάδα, Κ. Φρουζή και άλλων προσώπων, για τα εγκλήματα, μεταξύ των άλλων, δωροδοκίας και δωροληψίας. Δεν είναι γνωστό αν ο ανακριτής ή ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών έχει αρχίσει να διερευνά την υπόθεση αυτή και σε ποιο στάδιο ευρίσκεται ή αναμένει την περάτωση των ερευνών της Εισαγγελίας Διαφθοράς. Έρευνες, βεβαίως, οι οποίες μη συννόμως συνεχίζονται από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, μετά την, κατά τα ανωτέρω, άσκηση ποινικής διώξεως κατά Φρουζή και άλλων, καθ’ όσον δεν είναι δυνατόν, για την ίδια υπόθεση, να διεξάγεται κύρια ανάκριση και προκαταρκτική εξέταση, και ως εκ τούτου θα έπρεπε η Εισαγγελέας Διαφθοράς να είχε παύσει να ασχολείται με αυτή, διαβιβάζοντας στην ανάκριση και τα περιελθόντα σ’ αυτή στοιχεία από την τότε συσταθείσα στη Βουλή, προανακριτική Επιτροπή, για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, ως προς τα οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να ασχοληθεί.
Περαιτέρω, δεν είναι γνωστό εάν οι αρμόδιοι προς τούτο (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Εισαγγελία Αρείου Πάγου, Επόπτης των Εισαγγελέων Διαφθοράς Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου, Εισαγγελέας Εφετών που εποπτεύει την ανάκριση στο Πρωτοδικείο) είχαν μεριμνήσει να επιστήσουν την προσοχή της Εισαγγελέως Διαφθοράς για τα ανωτέρω, αλλά και να συστήσουν στον ανακριτή του Πρωτοδικείου να ερευνήσει κατ’ απόλυτη προτεραιότητα και με ταχύτητα, την πιο πάνω υπόθεση, με τον ορισμό και επικούρου ή επικούρων ανακριτών.
Ανεξαρτήτως όμως των τελευταίων και ενόψει όλων των ανωτέρω, είναι απορίας άξιο, πώς δεν ενεργοποιήθηκε μέχρι σήμερα από κάποιον από τους προς τούτο αρμοδίους, η διαδικασία συγκλήσεως της Ολομέλειας των Εφετών, ώστε να αναλάβουν τις έρευνες δύο ή τρεις Εφέτες – ανακριτές, να επισπευσθεί η διαδικασία και να αποκαλυφθούν όλοι όσοι εμπλέκονται στο σκάνδαλο του φαρμάκου και έχουν ασελγήσει σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Και όχι μόνο αυτό. Αντί η Εισαγγελία Διαφθοράς να ερευνά κατ’ αρχάς και με σπουδή το σκάνδαλο του φαρμάκου (δωροδοκίες από φαρμακευτικές εταιρίες, υπερσυνταγογραφήσεις κλπ), έρευνα από την οποία θα μπορούσε να προκύψει ενδεχομένως και ευθύνη πολιτικών προσώπων (ούτε ο Φρουζής δεν έχει κληθεί να εξετασθεί), ασχολείται με τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, με αφετηρία καταθέσεις τριών, υπό προστασία μαρτύρων, οι οποίες όμως είναι δικονομικά ανυπόστατες και μη συννόμως διαβιβάσθηκαν στη Βουλή, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει στην πιο πάνω μελέτη μας, αλλά και επειδή, εν όψει των τελευταίων αποκαλύψεων, οι μάρτυρες αυτοί δεν μπορούσαν να τεθούν υπό προστασία, καθ’ όσον είχαν δώσει καταθέσεις στο FBI και προσδοκούσαν όφελος.
Γ. Κατά των Εισαγγελέων Διαφθοράς, κάποια από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, ως προς τα οποία είχαν διαβιβασθεί στοιχεία της δικογραφίας στη Βουλή, έχουν καταθέσει μηνύσεις εναντίον τους για κατάχρηση εξουσίας και άλλα εγκλήματα. Εν όψει τούτου, αλλά και του γεγονότος ότι από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου διενεργείται σε βάρος τους προκαταρκτική εξέταση, με βάση τις πιο πάνω μηνύσεις και τις καταγγελίες ενός Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το ελάχιστο που θα έπρεπε να κάνουν οι Εισαγγελείς Διαφθοράς, θα ήταν να έχουν δηλώσει αποχή από την έρευνα της συγκεκριμένης υποθέσεως, για λόγους ευπρέπειας.
Όμως, αντί τούτου, συνέχισαν και συνεχίζουν τις ανακριτικές πράξεις σε βάρος εκείνων που τους έχουν καταμηνύσει, θέσαντες μάλιστα, εν τέλει, ως προς τους επτά, τις υποθέσεις στο αρχείο.
Ευλόγως όμως ερωτάται: Αν δεν υπήρχαν στοιχεία – και δεν υπήρχαν πράγματι – και έπρεπε απλώς να συνεχισθεί η έρευνα σε βάθος, για την αποκάλυψη των εμπλεκομένων στο «σκάνδαλο» του φαρμάκου, γιατί τις διαβίβασαν στη Βουλή; Δεν οδηγεί αυτό, κατά την άποψή μας τουλάχιστον, στο συμπέρασμα, ότι κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους παρεβίασαν τις αρχές της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας;
Συμπέρασμα βεβαίως το οποίο ενδυναμώνεται και από άλλα στοιχεία και δη:
1. Από το γεγονός ότι επί τρία σχεδόν χρόνια δεν έχουν καλέσει προς εξέταση το βασικό πρόσωπο της υποθέσεως αυτής, ήτοι το Διευθυντή της Νovartis, Φρουζή, ο οποίος φέρεται να δωροδόκησε τους πάντες και ο οποίος, με δηλώσεις του στον Τύπο, έχει διαψεύσει τα πάντα.
2. Από το γεγονός ότι χαρακτήρισαν μάρτυρες υπό προστασία (αρχικά μάλιστα με τις διατάξεις του νόμου περί τρομοκρατίας, και στη συνέχεια, μετά τη λήψη των καταθέσεων, ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος), χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Ο ένας μάλιστα εξ αυτών, είχε καταγγελθεί από άλλον υπό προστασία μάρτυρα, για εγκλήματα δωροδοκίας – δωροληψίας.
3. Διαβίβασαν στη Βουλή μαρτυρικές καταθέσεις, ως αποδεικτικά στοιχεία, που ήταν δικονομικά ανυπόστατες.
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, το Συμβούλιο Εφετών, με το υπ’ αριθμόν 1538/2019 βούλευμά του, με αναφορά απλώς στις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως και χωρίς καμία δική του σκέψη, απέρριψε αίτηση ενός εκ των δέκα πολιτικών προσώπων και δη του Ανδρέα Λοβέρδου, περί εξαιρέσεως των Εισαγγελέων Διαφθοράς, ως προανακριτικών υπαλλήλων, από την υπόθεσή του, λόγω μη τηρήσεως, κατά τις έρευνες, των αρχών της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.
Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών κατ’ αρχάς είναι αναιρετέο για υπέρβαση εξουσίας, καθ’ όσον δεν είχε δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της αιτήσεως εξαιρέσεως, διότι, όπως εκθέσαμε σε άλλη θέση, αρμόδιος να αποφανθεί επί εξαιρέσεως προανακριτικών υπαλλήλων, είναι ο προϊστάμενος Εισαγγελέας και εν προκειμένω ήταν ο εποπτεύων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Πέραν τούτων, η αιτιολογία της εισαγγελικής προτάσεως, την οποία ενσωματώνει το βούλευμα, αφ’ ενός παραβλέπει όλα τα ανωτέρω, πολλά από τα οποία είναι πλέον πασίδηλα, αφ’ ετέρου περιέχει αντιφάσεις, από τις οποίες θα επισημάνουμε την ακόλουθη: Ενώ δέχεται από το ένα μέρος, ότι οι Εισαγγελείς Διαφθοράς, ως προανακριτικοί υπάλληλοι, εξεπλήρωναν καλά τα καθήκοντά τους, διότι εποπτεύονταν από τον επόπτη Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άλλο μέρος αποδέχεται, αφού δεν τα αντικρούει, τα αναφερόμενα στην κατάθεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή, ως επόπτη, ότι είχε διαφωνήσει με τη θέση της Εισαγγελέως Διαφθοράς να ασκήσει δίωξη κατά Λοβέρδου, επειδή καθ’ αυτόν δεν υπήρχαν στοιχεία. Αν όμως διαφωνούσε ο επόπτης Εισαγγελέας με τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, πώς εξεπλήρωναν καλά τα καθήκοντά τους;
Υπό τα ως άνω δεδομένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθό το ρηθέν βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.
Δ. Ως επίμετρο θα σημειώσουμε τούτο. Μήπως είναι καιρός να υπάρξει ένας ουσιαστικός έλεγχος των ενεργειών των Εισαγγελέων Διαφθοράς, οι οποίοι, κατά τα δημοσιεύματα, φέρονται να οχυρώνονται πίσω από απόρρητα και προσωπικά δεδομένα!!, αφ’ ενός από τον επόπτη Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και αφ’ ετέρου από τον Επιθεωρητή παράλληλα με την ενεργουμένη σε βάρος τους προκαταρκτική εξέταση, για το έγκλημα της καταχρήσεως εξουσίας, έρευνα η οποία επίσης, θα πρέπει να γίνει σε βάθος και να περατωθεί ταχέως.
* Ο κ. Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς είναι Εισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.