Ποσοστό άνω του 38%, προκειμένου να έχει οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία 151 εδρών, θα χρειαστεί το πρώτο κόμμα με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η Ν.Δ., εάν, όπως αναμένεται, οι πρώτες εκλογές με την απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ δεν οδηγήσουν στον σχηματισμό κυβέρνησης.
Του ΠΑΝΟΥ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ*
Όταν αλλάζουν οι εκλογικοί νόμοι τίθενται ασφαλώς διάφορα νέα δεδομένα με τα οποία κανείς δεν έχει εξοικειωθεί. Αυτή είναι η τρέχουσα περίπτωση στην Ελλάδα, με δύο μάλιστα ψηφισμένους νέους εκλογικούς νόμους στο συρτάρι, αλλά άγνωστες ακόμα τις βασικές συνέπειές τους.
Ο πρώτος στη σειρά νόμος που θα εφαρμοστεί στις επόμενες εκλογές είναι η απόλυτη αναλογική για τα κόμματα που λαμβάνουν από 3% και πάνω. Στην πράξη επομένως, προκειμένου να υπάρξει πλειοψηφία 151 εδρών δεν απαιτείται μόνο εκλογικό ποσοστό πάνω από 50%, αλλά και κάποιο μικρότερο ανάλογα με τη μη αντιπροσωπευόμενη ψήφο. Στον Πίνακα 1 παρατίθενται τα ποσοστά αυτά και αντιλαμβάνεται κανείς ότι π.χ. στη συνήθη γκάμα μη αντιπροσωπευόμενης ψήφου στις ελληνικές εκλογές (4%-6%) για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία απαιτούνται εκλογικά ποσοστά της τάξης του 47%-48%. Ποσοστά δηλαδή που έχουν προσεγγιστεί μόνο στις «μεγάλες νίκες» των τελευταίων 40 ετών (1981, 1990,1993).
Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία ότι ο συγκεκριμένος εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 2016 με πρωτοβουλία της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο αναλογικότερος που έχει υπάρξει ποτέ στη χώρα μας, αλλά και ένας από τους πιο αναλογικούς που συναντάει κανείς στον κόσμο. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι σχεδόν απαγορεύει τις μονοκομματικές πλειοψηφίες, χωρίς όμως να σημαίνει ότι το πρώτο κόμμα μπορεί εύκολα να αγνοηθεί στον σχηματισμό κυβέρνησης, ιδίως όταν προηγείται με αξιόλογη απόσταση, όπως ενδεικτικά παρουσιάζεται εδώ σε δύο σενάρια.
Το πρώτο σενάριο (Πίνακας 2) αναδεικνύει ένα προπορευόμενο κόμμα ικανό να ξεπεράσει ακόμα και το προηγούμενο εκλογικό ποσοστό του, ενώ στο δεύτερο σενάριο (Πίνακας 3) υπολογίζεται μια σχετική απομείωσή του, σε κάθε περίπτωση όμως με σημαντική απόσταση από το δεύτερο κόμμα, όπως υποδεικνύουν όλες οι τρέχουσες ενδείξεις. Εννοείται ότι στο δεύτερο σενάριο συνυπολογίζεται η κινητικότητα που υπάρχει πρόσφατα στον χώρο του τρίτου κόμματος (ΚΙΝΑΛ), με εμφανή άνοδό του στις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αν και μόνο η κατάληξη της διαδικασίας εκλογής της νέας ηγεσίας του θα δείξει πώς θα ισορροπήσουν αυτά τα δεδομένα.
Όπως και να έχει, όμως, το καθοριστικό συμπέρασμα από την εφαρμογή της αναλογικής είναι ότι ενώ το πρώτο κόμμα μπορεί να βρει έδρες πλειοψηφίας σε συνεργασία με το τρίτο (160 ή 157 έδρες στο περιθώριο των δύο σεναρίων), η εκδοχή που αγνοεί το πρώτο κόμμα για να υπάρξει άλλη πλειοψηφία δεν είναι, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, ρεαλιστική. Οχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμία τέτοια εκπεφρασμένη επιθυμία, αλλά και γιατί οι έδρες που συγκεντρώνονται θεωρητικά από τρία κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ25) είναι μόλις 132 έως 137.
Έτσι μπαίνει ουσιαστικά στην εξίσωση ένα σημαντικό δίλημμα για το τρίτο κόμμα. Θα συνεισέφερε τις έδρες του για σχηματισμό κυβέρνησης με το προπορευόμενο κόμμα ή θα προτιμούσε να μείνει στην αντιπολίτευση ελπίζοντας ότι θα αυξήσει την επιρροή του με αναβαθμισμένο ρόλο στο μέλλον; Οπότε όμως η επανάληψη των εκλογών θα ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, θα άλλαζαν και τα δεδομένα με την εφαρμογή του εκλογικού νόμου που ψήφισε η Ν.Δ. στις αρχές του 2020, ο οποίος, πριμοδοτώντας σχετικά το πρώτο κόμμα, διευκολύνει τον σχηματισμό κυβέρνησης στα όρια που βλέπει κανείς στους πίνακές μας.
Ορια που αναδεικνύουν μια μάλλον ήπια αναλογική πλειοψηφικής κλίσης, όπου από το 25% για το πρώτο κόμμα κλιμακώνεται μια ονομαστική πριμοδότηση 20 εδρών αρχικά, που αυξάνεται κατά μία έδρα για κάθε 0,5% παραπάνω, μέχρι 50 έδρες στο 40% και άνω. Επισημαίνεται ότι η πριμοδότηση αυτή είναι σε κάθε περίπτωση ονομαστική και όχι πραγματική, αφού το πρώτο κόμμα δικαιούται έτσι ή αλλιώς την αναλογία του στις έδρες που διαχωρίζονται ως μπόνους. Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικό στους Πίνακες 2 και 3 ότι οι παραπάνω έδρες που λαμβάνει το πρώτο κόμμα σε σχέση με την αναλογική είναι 27 και στις δύο περιπτώσεις.
Το σίγουρο είναι ότι το 40% εξασφαλίζει μονοκομματική πλειοψηφία, ανάλογα με τη μη αντιπροσωπευόμενη ψήφο το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με λίγο μικρότερα ποσοστά, αλλά τα όρια είναι ασφαλώς περιορισμένα. Αν και το προπορευόμενο κόμμα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με την αναλογική, η συζήτηση για συνεργασίες δεν είναι εξ ορισμού απίθανο να προκύψει και έπειτα από δεύτερες συνεχόμενες εκλογές.
* Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι δρ Πολιτικών Επιστημών, ειδικός εκλογικός αναλυτής.
Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής