Σε μια πρωτοφανή επίδειξη πολιτικής ανεπάρκειας και εμπάθειας, ο Δημήτρης Νατσιός, αρχηγός του κόμματος ΝΙΚΗ, επέλεξε να επιτεθεί με χυδαίες εκφράσεις προς τον ομότιμο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Νίκο Αλιβιζάτο, χαρακτηρίζοντάς τον «συνταγματολόγο της συμφοράς».
Μια φράση που αποκαλύπτει περισσότερο το έλλειμμα επιχειρημάτων και τη δυσκολία του να αντεπεξέλθει στην κριτική, παρά μια ουσιαστική απάντηση στις σοβαρές νομικές αντιρρήσεις που εκφράζονται.
Η έντονη αντίδραση νομικών κύκλων, μεταξύ των οποίων και του κ. Αλιβιζάτου, στην πρόταση της Μαρίας Καρυστιανού — που, σημειωτέον, στηρίζεται και από το κόμμα του κ. Νάτσιου — για παραπομπή 11 πολιτικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, αποκαλύπτει μια πρόχειρη και επικίνδυνη πολιτική τακτική. Αντί να απαντήσει με σοβαρά επιχειρήματα, ο κ. Νατσιός καταφεύγει σε ανεύθυνες γενικεύσεις και αβάσιμες επιθέσεις.
Θυμίζουμε πως ο κ. Αλιβιζάτος, σχετικά με την πρόταση Καρυστιανού, υποστήριξε ότι «δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά» και πως «υπονομεύουν και πλήττουν την ίδια τη δημοκρατία. Οδηγούν σε αδιέξοδα».
Η προσπάθειά του να μειώσει το κύρος του κ. Αλιβιζάτου, υποστηρίζοντας ότι «τον επιστρατεύει η Νέα Δημοκρατία για να υποστηρίξει ανυπόστατα επιχειρήματα», δεν είναι απλώς αβάσιμη, αλλά και ένδειξη πολιτικής μικροψυχίας.
Ακόμα πιο προκλητική είναι η επίθεση στον Ανδρέα Λοβέρδο, που υποστήριξε ότι η πρόταση «είναι νομικό λάθος, έχει χαρακτηριστικά όμως, τερατώδους λάθους» και ο Νατσιός τον παρουσιάζει ως κάποιον που «ξεφύτρωσε ξαφνικά» και στηρίζει καταστρατηγήσεις του Συντάγματος προκειμένου να εξασφαλίσει θέση στα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας. Πρόκειται για ένα ατεκμηρίωτο σχόλιο που αποκαλύπτει περισσότερο τις εσωτερικές ανασφάλειες και πολιτικές σκοπιμότητες του κ. Νατσιού, παρά πραγματική πολιτική κριτική.
Με ανάλογες χυδαιότητες επιτέθηκε και στον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ Σταύρο Κοντονή, λέγοντας ότι επιστρατεύτηκαν τα «γνωστά παπαγαλάκια».
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Δημήτρης Νάτσιός δείχνει ότι δυσκολεύεται να υποστηρίξει τη θέση του με επιχειρήματα, προτιμώντας να καταφεύγει σε προσβλητικές και ατεκμηρίωτες επιθέσεις, απομακρυνόμενος έτσι από κάθε έννοια δημοκρατικού διαλόγου και σεβασμού στη διαφορετική άποψη. Μια στάση που τον καθιστά όχι μόνο πολιτικά ανίσχυρο, αλλά και επικίνδυνο για το δημόσιο ήθος.