Η κρίση με τη Ρωσία έδωσε νέα πνοή στο ΝΑΤΟ, κάνοντάς το να βγει από μια μακρά κρίση φθίνουσας σημασίας, καθώς και από τις αρνητικές συνέπειες της απότομης εγκατάλειψης του Αφγανιστάν.  Το ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλειας αλλάζει ραγδαία και θα απαιτήσει δύσκολες αποφάσεις, που θα καθορίσουν το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.

του Στράτου Γεραγώτη

Ζούμε σε μια περίοδο μεγάλης στρατηγικής αβεβαιότητας.  Στα τέλη του περασμένου αιώνα, με τη διαίρεση της Ευρώπης σε δύο αντίπαλα μπλοκ, βιώσαμε τον κατακερματισμό της ΕΣΣΔ και μια πολύ γρήγορη διεύρυνση προς Ανατολάς τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ.  Ταυτόχρονα, το ΝΑΤΟ είδε την παραδοσιακή στρατηγική του να αλλάζει (με επίκεντρο τον περιορισμό και την αποτροπή) και αντ’ αυτού χρησιμοποιήθηκε σε συγκρούσεις «εκτός περιοχής», πρώτα στα Βαλκάνια και στη συνέχεια στο Αφγανιστάν, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, χωρίς τόσο συναρπαστικά αποτελέσματα.  Η ΕΕ έχει επίσης δει το διεθνές πολιτικό προφίλ της να αυξάνεται, έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμες αποστολές ειρήνης και διαχείρισης κρίσεων και έχει χρησιμοποιήσει έντονα το όπλο των οικονομικών κυρώσεων.  Τέλος, σημαντικές συμφωνίες για τον αφοπλισμο, έλεγχο των εξοπλισμών, ακόμη και μέτρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και μηχανισμοί ελέγχου και μείωσης των ατυχημάτων έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση και εγκαταλείφθηκαν τόσο από την αμερικανική όσο και από τη ρωσική πλευρά.  Ως αποτέλεσμα, το ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλειας είναι βαθιά αποδυναμωμένο.

Υπάρχουν δύο μεγάλες καινοτομίες σε παγκόσμιο επίπεδο: η άνοδος της ισχύος της Κίνας, που συμμάχησε με τη Ρωσία, και ο αυξανόμενος ακτιβισμός ορισμένων μεσαίου μεγέθους μη ευρωπαϊκών δυνάμεων που τροφοδοτούν σημαντικές συγκρούσεις σε περιφερειακό επίπεδο.  Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στενά διασυνδεδεμένο, αλλά χωρίς επαρκές σύστημα κανόνων και θεσμών για τη διασφάλιση της ειρηνικής λειτουργίας του, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν υπερβολικά εκτεθειμένες  σε μια μυριάδα δεσμεύσεων που δεν μπορούσαν πλέον να τηρήσουν.  Αυτό ανάγκασε την Ουάσιγκτον να καθορίσει τις στρατηγικές της προτεραιότητες με μεγαλύτερη σαφήνεια, δίνοντας προτεραιότητα στην παγκόσμια, οικονομική, στρατιωτική και ιδεολογική πρόκληση που ενσαρκώνει σήμερα η Κίνα.  Σε αυτό το πλαίσιο, παρά τον στρατιωτικό της ακτιβισμό και τα πυρηνικά όπλα, η Ρωσία κατέχει τη δεύτερη θέση: δεν απειλεί άμεσα την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία, ακόμη κι αν μπορεί να την αποδυναμώσει.

 Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών

Οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να δεσμευτούν να υπερασπιστούν τους συμμάχους τους με πολιτικά και οικονομικά μέσα.  Για το σκοπό αυτό, αντί να ενεργοποιήσουν το ΝΑΤΟ, το οποίο δεν έχει καμία εξουσία στον οικονομικό τομέα, οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν μια συμφωνία με την ΕΕ.  Ήδη εδώ υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ του διατλαντικού πλαισίου και αυτού της Ασίας-Ειρηνικού: μια πιθανή επίθεση από την Κίνα στην Ταϊβάν θα έβλεπε κατά πάσα πιθανότητα μια άμεση αμερικανική στρατιωτική δέσμευση.

Δεν θα είναι εύκολο για το ΝΑΤΟ να διαχειριστεί τις συνέπειες αυτής της κρίσης.  Πολλές χώρες στα ανατολικά σύνορα της Συμμαχίας θα θέλουν να καθησυχαστούν και να προστατευθούν καλύτερα, αλλά το βάρος αυτής της μεγαλύτερης δέσμευσης δεν θα μπορεί πλέον να στηρίζεται μόνο στους ώμους των Αμερικανών: αντίθετα, με τις ΗΠΑ να δεσμεύονται όλο και περισσότερο στον Ειρηνικό, το μεγαλύτερο βαρος θα επωμιστούν οι  ευρωπαϊκές συμμαχικές χώρες.  Οι ίδιες αυτές χώρες, μπορούμε να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να επισης επωμιστούν μεγάλο μέρος του οικονομικού κόστους τυχόν νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

ΝΑΤΟ: Προς εναν ευρωπαϊκό επανεξοπλισμό;

Θα δούμε τον αντίκτυπο αυτής της κρίσης στη διαμόρφωση της επόμενης «Στρατηγικής Αντίληψης» που θα πρέπει να εγκρίνει το Ατλαντικό Συμβούλιο σε λίγους μήνες, αλλά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η κατάσταση να παραμείνει μπερδεμένη και αβέβαιη.  Υπάρχει σίγουρα μια μερίδα  υπέρ ενός ισχυρού συμμαχικού επανεξοπλισμού στην Ευρώπη.  Ο μέγιστος στόχος που διατυπώνουν ορισμένοι είναι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι να εξασφαλίσουν από μόνοι τους περίπου το 50% των δυνατοτήτων που κρίνονται απαραίτητες για την πλήρη αξιοπιστία του ΝΑΤΟ.  Σήμερα η ευρωπαϊκή συνεισφορά υπολογίζεται γύρω στο 25-30%.  Στην πράξη, αυτό θα διπλασίαζε σχεδόν το επενδυτικό και λειτουργικό κόστος μεμονωμένων χωρών – μια προοπτική σε μεγάλο βαθμό μη ρεαλιστική.

Η εναλλακτική, ωστόσο, ελλείψει σημαντικής πρόσθετης αμερικανικής συνεισφοράς (και μάλιστα, αντίθετα, εν αναμονή μείωσης αυτής της συνεισφοράς, προς όφελος του μετώπου Ασίας-Ειρηνικού), θα προκαλούσε σαφή μείωση της συμμαχικής αξιοπιστίας , με σοβαρές συνέπειες και στα δυο .

Υπάρχει επομένως επείγουσα ανάγκη για μια στρατηγική διευκρίνιση μεταξύ των Ευρωπαίων που υπερβαίνει κατά πολύ την ενδιαφέρουσα άσκηση της «στρατηγικής πυξίδας» που εγκαινίασε η ΕΕ και που εστιάζει σε στρατιωτικές πτυχές και πτυχές ασφάλειας, καθως και στην ασφάλεια της μελλοντικής σχέσης με την  Ρωσία, στα ανατολικά αλλά και στα νότια της Ευρώπης, γενικά για το τι χρειάζεται για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κινδύνου κρίσεων και συγκρούσεων σε γειτονικές περιοχές.

Πράγματι, η αναγκαία ενίσχυση της ευρωπαϊκής συμβολής στη δική της ασφάλεια, εάν πραγματοποιηθεί, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των ευρωπαϊκών δυνάμεων να συγκεντρώσουν, να εξορθολογίσουν και να ενισχύσουν τους πόρους που διαθέτουν, επιδιώκοντας να αντλήσουν περισσότερα από τους πραγματικά διαθέσιμους πόρους, χάρη στον μεγαλύτερο εξορθολογισμό και τη συγκέντρωση των επενδύσεων.  Ωστόσο, αυτός είναι ένας δρόμος που, ενώ ενισχύει το ΝΑΤΟ, ουσιαστικά διέρχεται από μια μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συνεργασία (ή καλύτερα , μεταξύ ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών), σίγουρα σε στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ σε επιχειρησιακό επίπεδο, αλλά πολύ πιο αυτόνομη και ανταγωνιστική  σε τεχνολογικό και βιομηχανικό επίπεδο .  Με άλλα λόγια, η σωτηρία του ΝΑΤΟ θα περνούσε μέσα από μια μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.


  • Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών