Στην αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρούν να κρατήσουν ψηλά το θέμα της αρχειοθέτησης της υπόθεσης των υποκλοπών. Το θεωρούν (και αυτό) ευκαιρία να πλήξουν την κυβέρνηση επικοινωνιακά. Οπως θεωρούσαν το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Ή τις πλημμύρες πέρσι. Ή τις πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι. Ωστόσο, το ζήτημα των υποκλοπών και η δικαστική κρίση διαφέρουν διότι το να μέμφεται ένα κόμμα εξουσίας την ίδια τη Δικαιοσύνη είναι ζήτημα λειτουργίας του πολιτεύματος και ευθεία βολή στη Δημοκρατία, στην οποία επί ποινικών υποθέσεων αποφαίνεται μόνον η Δικαιοσύνη. Είναι ολικά αδιάφορο εάν σε κάποιους αρέσουν ή δεν αρέσουν οι αποφάσεις της ή αν κάποιοι θεωρούν ότι εξυπηρετούν τις κομματικές τους σκοπιμότητες ή όχι.
Γίνονται όμως σεβαστές ως ελάχιστη ένδειξη σεβασμού προς την τρίτη εξουσία του πολιτεύματος. Καραγκιοζιλίκια του τύπου «δεν μπορώ πλέον να εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη» και «η Δικαιοσύνη χειραγωγείται από την κυβέρνηση», όση και πλάκα και να βγάζουν, είναι άκρως επικίνδυνα για το πολίτευμα – ακόμα κι αν εκφέρονται αφελώς λόγω άγνοιας ή βλακείας. Ο σεβασμός στη Δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται με το «ανεξέλεγκτο» του δικαστή. Όλοι ελέγχονται. Και οι κρίνοντες. Ωστόσο, όσοι λιγουρεύονται λαϊκά δικαστήρια και –κυρίως– καταδίκες με βάση το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» θα απογοητευθούν οικτρά. Η χώρα μας τα πλήρωσε πολύ ακριβά όσα έστηνε σε πλατείες μια εκπορνευμένη, λαομίσητη και εθελόδουλη σε ξένα συμφέροντα μειοψηφία. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που τα απαγόρευσε άπαξ και διά παντός το Σύνταγμα της Γ΄Ελληνικής Δημοκρατίας.